Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Πρώτη μας φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Μαργαρίτα Ζαχαριάδου για το μυθιστόρημα του Heinrich Böll Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία (εκδ. Πόλις).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ ούτε δευτερόλεπτο για να δεχτώ να μεταφράσω το Ομαδικό Πορτρέτο. Για κάτι τέτοια βιβλία ζούμε εμείς οι μεταφραστές ξένης λογοτεχνίας. Είναι στιγμή τεράστιου (και ακατανίκητου) ενθουσιασμού όταν σου προτείνουν το opus magnum ενός συγγραφέα σαν τον Μπελ, ακόμα κι αν έχεις περάσει δεκαετίες κάνοντας αυτή τη δουλειά – ή μάλλον ιδίως τότε. Από εκεί και πέρα αρχίζεις να προετοιμάζεσαι ψυχολογικά για τις δυσκολίες της αναμέτρησης με το κείμενο – και για το βουνό της δουλειάς που σε περιμένει.
Η δεύτερη «πρόκληση» για μένα όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο είχε να κάνει με την ίδια τη γλώσσα, σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους επίπεδα. Το πρώτο είναι καθαρά πρακτικό: έχω μεταφράσει, για να το πω λίγο «μπακάλικα», πολύ λιγότερες σελίδες γερμανόφωνης λογοτεχνίας από ό,τι αγγλόφωνης, συνεπώς κινούμαι πάντα με μεγαλύτερη περίσκεψη ανάμεσα στις γραμμές ενός γερμανικού κειμένου. Με άλλα λόγια, το βουνό της δουλειάς ήταν, εν προκειμένω, οροσειρά, δεδομένου και του όγκου του βιβλίου. Στο μυαλό μου όμως, κάθε φορά που πιάνω ένα ωραίο γερμανικό κείμενο, υπάρχει πάντα και μια ακόμα, ενδόμυχη, επιθυμία: να «δείξω», έστω και μέσω της μετάφρασης, ότι η γερμανική γλώσσα είναι κάτι πολύ περισσότερο, κάτι απείρως ομορφότερο από τα κακόηχα «ράους» και τα «γιαβόλ» των ναζί από τις ελληνικές ταινίες, με τα οποία έχουμε συνηθίσει να τη συνδέουμε.
Το έχω πάρει εδώ και πολλά χρόνια απόφαση, ότι πραγματικά «εύκολα» βιβλία δεν υπάρχουν, αν θες να κάνεις τη δουλειά σου σωστά. Αλλά το Ομαδικό Πορτρέτο ήταν ένα από τα δυσκολότερα που έχουν πέσει στα χέρια μου.
Το έχω πάρει εδώ και πολλά χρόνια απόφαση, ότι πραγματικά «εύκολα» βιβλία δεν υπάρχουν, αν θες να κάνεις τη δουλειά σου σωστά. Αλλά το Ομαδικό Πορτρέτο ήταν ένα από τα δυσκολότερα που έχουν πέσει στα χέρια μου. Η πρώτη μου δυσκολία ήταν καθαρά πρακτική: η συνεχής ροή του κειμένου, σε συνδυασμό με τον μακροπερίοδο λόγο. Είναι πολύ επικίνδυνο να χάσεις το νήμα σε τέτοια κείμενα, το κέντρο βάρους της πρότασης. Δεν είχα διαβάσει στο παρελθόν το βιβλίο, ούτε στα ελληνικά ούτε σε μετάφραση. Δεν το ήξερα καθόλου. Αντιθέτως, ήμουν πολύ εξοικειωμένη με τα διηγήματα του Μπελ (από το πρωτότυπο), που στυλιστικά βρίσκονται ακριβώς στον αντίποδα του Ομαδικού Πορτρέτου, με την εξαιρετικά απλή γλώσσα τους (όσοι έχουν διδαχθεί ποτέ γερμανικά, σίγουρα έχουν διαβάσει και διηγήματα του Μπελ από το πρωτότυπο – τόσο απλά γραμμένα είναι). Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, αιφνιδιάστηκα με το ύφος. Έπειτα, ήταν η πολυφωνικότητα – να εντοπίσω δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τον «τρόπο» καθενός από τα πρόσωπα, την ταυτότητα του λόγου τους, και να αποδώσω το ήθος αυτό στα ελληνικά. Τέλος, ήταν το πλήθος των ειδικών αναφορών, τόσο σε στοιχεία της ναζιστικής περιόδου όσο και σε πρόσωπα και πράγματα της δεκαετίας του ’60 στη Δυτική Γερμανία. Το πρόβλημα με τις πολλές αναφορές δεν είναι τόσο το ψάξιμο που συνεπάγεται όσο η επιλογή: να αποφασίσεις, δηλαδή, για λογαριασμό του αναγνώστη τι απ’ όλα απαιτεί οπωσδήποτε ιδιαίτερη σημείωση/επεξήγηση και τι όχι. Χωρίς αυτή τη διαδικασία από τη μεριά του μεταφραστή, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μετατρέψεις ένα βιβλίο λογοτεχνίας σε μικρή εγκυκλοπαίδεια, αποπροσανατολίζοντας εν τέλει τον αναγνώστη, μπουκώνοντάς τον με πληροφορίες, αντί να τον διευκολύνεις.
Προσωπικά, ακολουθώ απαρέγκλιτα την αρχή να μην διαβάζω παλιότερες ελληνικές μεταφράσεις που τυχόν υπάρχουν για βιβλία που καλούμαι να μεταφράσω εκ νέου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: θέλω να ακούσω αδιαμεσολάβητα, απευθείας, τη φωνή του συγγραφέα.
Ίσως η πιο κρίσιμη (και μαγική) στιγμή σε μια μετάφραση είναι όταν αρχίζεις να ακούς στο κεφάλι σου τη φωνή του αφηγητή. Γιατί κυριολεκτικά την ακούς. Προσωπικά, ακολουθώ απαρέγκλιτα την αρχή να μην διαβάζω παλιότερες ελληνικές μεταφράσεις που τυχόν υπάρχουν για βιβλία που καλούμαι να μεταφράσω εκ νέου, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: θέλω να ακούσω αδιαμεσολάβητα, απευθείας, τη φωνή του συγγραφέα. Αυτό είναι, άλλωστε, το προνόμιο και ταυτόχρονα το καθήκον του μεταφραστή. Φυσικά, ένα τέτοιο βιβλίο ήταν, μοιραία, γεμάτο σπαζοκεφαλιές. Σε σημεία όπου στάθηκα αναποφάσιστη ανάμεσα σε δύο πιθανές ερμηνείες, συμβουλεύτηκα την αγγλική μετάφραση της Leila Vennewitz, της κατεξοχήν μεταφράστριας του Μπελ στα αγγλικά.
Έχω την εντύπωση ότι το δίπολο «πιστή μετάφραση - καλή μετάφραση» αποτελεί μια υπεραπλούστευση αυτής της δουλειάς που, εν τέλει, όπως όλες οι υπεραπλουστεύσεις, συσκοτίζει τα πράγματα. Νομίζω πως η πιστή μετάφραση είναι και καλή, εφόσον με τη λέξη «πιστή» εννοούμε κατ’ αρχάς τη βαθιά κατανόηση του «τι» και του «γιατί» και του «πώς» κάθε κειμένου. Αν, λέγοντας «πιστή μετάφραση» εννοούμε απλώς μια διαδικασία αντιστοίχισης λέξεων, όπου κάτω από το μεταφρασμένο κείμενο διαφαίνεται ευκρινώς η σκιά του πρωτοτύπου, οι ιδιαιτερότητες της πρωτότυπης γλώσσας, η σειρά των λέξεων κλπ., προσωπικά βρίσκομαι στον αντίποδα. Τα κείμενα αυτά κυριολεκτικά δεν διαβάζονται. Ταυτόχρονα όμως θεωρώ τεμπέλικη και κακή μετάφραση εκείνη που «ξυρίζει» με ευκολία τα «τι», τα «πώς» και τα «γιατί», όπως λέγαμε παραπάνω, που απαιτούν ευελιξία, έρευνα και δημιουργικότητα, ή αυτήν όπου ο μεταφραστής καπελώνει τον συγγραφέα προκειμένου να βολέψει τις δικές του γλωσσικές/αισθητικές προτιμήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να προκύψει όντως ένα ωραίο, «ρέον», όπως λέγεται στην κριτική, κείμενο, που όμως δεν αντανακλά αυτό που οφείλει να αντανακλά: το έργο του συγγραφέα. Για να έχεις μια καλή μετάφραση δεν αρκεί να είναι η ίδια ιστορία, αλλά ειπωμένη αλλιώς. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία, ύφος και περιεχόμενο είναι πράγματα απολύτως αξεδιάλυτα, το «πώς» είναι το «τι», άρα καλή και πιστή μετάφραση ουσιαστικά συμπίπτουν, όταν θες να πεις την ιστορία με τον τρόπο του συγγραφέα κι όχι απλώς για να δει ο αναγνώστης τι θα γίνει παρακάτω.
Info
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου είναι μεταφράστρια από τα αγγλικά και τα γερμανικά. Έχει μεταφράσει Graham Greene, Mark Twain, Jonathan Coe, Edgar Lawrence Doctorow, Franz Kafka, Daniel Mendelsohn, David Mitchell. Το πρώτο της βιβλίο, Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.