Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Μαρία Αγγελίδου για τις μεταφράσεις του Joseph Roth, με αφορμή το μυθιστόρημα Βερολινέζικα χρονικά, 1922-1933 (εκδ. Άγρα), το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ Βερολινέζικα χρονικά, 1922-1933 είναι μια ανθολόγηση από το πλήθος των άρθρων, χρονογραφημάτων κι επιφυλλίδων που έγραψε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν άφησε τη Βιέννη της γκρεμισμένης Πρωσσικής Αυστρο-ουγγαρίας αναζητώντας δουλειά στη νέα πρωτεύουσα της εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Στα μυθιστορήματά του ο Γιόζεφ Ροτ έχει αναπλάσει με οξυδέρκεια και σπαραγμό τον κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό, την κοινωνία της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, την κοσμοπολίτικη κουλτούρα, την αγωνία και την ομορφιά ενός κόσμου πολυφωνίας και ανεκτικότητας, οριστικά καταδικασμένου. Το Εμβατήριο του Ραντέτσκι, Η Κρύπτη των Καπουτσίνων, το Hotel Savoy είναι μια κοινωνία που ψυχορραγεί, γκρεμίζεται στα σκοτάδια του πολέμου και προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της και να προχωρήσει.
Στα μυθιστορήματά του ο Γιόζεφ Ροτ έχει αναπλάσει με οξυδέρκεια και σπαραγμό τον κεντροευρωπαϊκό πολιτισμό, την κοινωνία της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, την κοσμοπολίτικη κουλτούρα, την αγωνία και την ομορφιά ενός κόσμου πολυφωνίας και ανεκτικότητας, οριστικά καταδικασμένου.
Αλλά ο Γιόζεφ Ροτ ήταν κυρίως άνθρωπος των εφημερίδων. Το 1920, που φτάνει στο Βερολίνο, είναι ο πιο γνωστός γερμανός ανταποκριτής της εποχής. Τα άρθρα του επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, που σφράγισαν τη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Συνεργάστηκε με πολλές και διάφορες εφημερίδες. Ήταν η ανάγκη για επιβίωση˙ αλλά όχι μόνο. Δεν θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί τόσο σ’ αυτή τη δουλειά, αν δεν την πίστευε βαθιά μέσα του. Μπορεί οι πολλές σελίδες να ‘ταν ο αναγκαίος ζωτικός χώρος των μυθιστορηματικών του ηρώων, του Τρότα, του Μέντελ Σίνγκερ, του Γκολούμπτσικ, του Γιόζεφ Μπράνκο. Οι επιφυλλίδες, όμως, είναι ο κόσμος όπου ζει ο ίδιος. Γιατί ο Ροτ υπήρξε μαξιμαλιστής της μικρής φόρμας, όπως εύστοχα έχει πει ο άγγλος μεταφραστής του Μάικλ Χόφμαν.
«Δεν είναι δυνατόν να γράφει κανείς επιφυλλίδες με το αριστερό του χέρι. Και δεν θα ‘πρεπε να επιτρέπεται. Όποιος το κάνει, διαπράττει σοβαρή αδικία κατά της φόρμας. Η επιφυλλίδα είναι για την εφημερίδα το ίδιο σημαντική με την πολιτική αρθρογραφία, και για τον αναγνώστη πολύ πιο σημαντική. Η σύγχρονη εφημερίδα διαμορφώνεται από πολλά - και όχι μόνο από την πολιτική ειδησεογραφία της. Η σύγχρονη εφημερίδα χρειάζεται τις επιφυλλίδες περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται τα κύρια άρθρα της. Δεν είμαι η γαρνιτούρα, ούτε το επιδόρπιο, είμαι το κυρίως πιάτο… Οι άνθρωποι αγοράζουν την εφημερίδα για να διαβάσουν εμένα. Όχι τις ανταποκρίσεις από τη Βουλή. Ούτε το κύριο άρθρο. Ούτε τις ειδήσεις από το εξωτερικό». Κι όμως: στα διευθυντικά γραφεία θεωρούν τον Ροτ έναν εκκεντρικό φλύαρο, που κανονικά δεν θα ‘πρεπε να δουλεύει για μια τόσο σπουδαία εφημερίδα. Κάνουν μεγάλο λάθος. «Δεν γράφω εξυπνάδες κι ευφυολογήματα. Ζωγραφίζω το πορτραίτο της εποχής. Αυτό πρέπει να κάνουν οι σπουδαίες εφημερίδες. Δεν είμαι ανταποκριτής, είμαι δημοσιογράφος. Δεν είμαι πολιτικός συντάκτης, είμαι ποιητής», γράφει ο ίδιος στον εκδότη της Frankfurter Allgemeine Μπένο Ράιφενμπεργκ το 1926.
O Ροτ είδε το Βερολίνο, όπως δεν το είδε άλλος κανείς: προχώρησε μέχρι την καρδιά της πόλης, έφτασε εκεί που κανένας άλλος γερμανός συγγραφέας του καιρού του δεν τόλμησε να φτάσει˙ έγινε ο χρονικογράφος της ζωής των λησμονημένων, των αγνοημένων κατοίκων του.
Και ο Ροτ είδε το Βερολίνο, όπως δεν το είδε άλλος κανείς: προχώρησε μέχρι την καρδιά της πόλης, έφτασε εκεί που κανένας άλλος γερμανός συγγραφέας του καιρού του δεν τόλμησε να φτάσει· έγινε ο χρονικογράφος της ζωής των λησμονημένων, των αγνοημένων κατοίκων του: περιέγραψε τους ανάπηρους του πολέμου, τους εβραίους μετανάστες, τους εγκληματίες, τους θαμώνες των δημόσιων λουτρών, ακόμα και τα ανώνυμα πτώματα που στριμώχνονταν στα νεκροτομεία˙ “φωτογράφισε” με την πένα του στιγμές ολοζώντανες, στιγμές που εξακολουθούν να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη με τρόπο εντυπωσιακό εκατό σχεδόν χρόνια αργότερα.
Με τα κείμενά του αυτά ο Γιόζεφ Ροτ παρατηρεί, παρακολουθεί, καταγράφει και σχολιάζει τη ζωή της πόλης, τα βήματα του εκσυγχρονισμού της, την ορμητική της προσπάθεια ν’ αφήσει πίσω της τον πόλεμο και τις πληγές του. Τα καταφέρνει τόσο καλά, ώστε ο αναγνώστης ακόμα σήμερα αφουγκράζεται ανάμεσα στις αράδες του φωνές και ήχους που έχουν από καιρό σβήσει: τα βογγητά των άστεγων από κάποιο κεντρικό άσυλο, το σφύριγμα του τραμ σε μια στροφή… Ο Γιόζεφ Ροτ παρατηρεί με ακρίβεια το Βερολίνο, περπατάει στους δρόμους του και σκιτσάρει τη φυσιογνωμία της πόλης - με λόγια. «Πρέπει να λες μέσα σε μισή σελίδα κάτι που ν’ αξίζει». Έτσι όρισε ο ίδιος την ουσία της επιφυλλίδας.
Η γλώσσα του είναι για μένα ό,τι καλύτερο έχω συναντήσει στα γερμανικά. Ίσως γιατί δεν γράφει σαν Γερμανός. Γράφει σαν πολίτης του κόσμου. Γράφει τα γερμανικά με άνεση, χρώμα, διαύγεια, σαφήνεια, ακρίβεια και ομορφιά μοναδική. Με μια αίσθηση ελευθερίας, ισορροπίας και χαράς, που για μένα είναι συναρπαστική.
Την τελευταία δεκαετία έχω μεταφράσει για τις εκδόσεις Άγρα το Εμβατήριο του Ραντέτσκι, το Hotel Savoy, την Κρύπτη των Καπουτσίνων, το Θρύλο του Αγίου Πότη, την Ομολογία ενός Δολοφόνου, τον Ιώβ. Η γλώσσα του είναι για μένα ό,τι καλύτερο έχω συναντήσει στα γερμανικά. Ίσως γιατί δεν γράφει σαν Γερμανός. Γράφει σαν πολίτης του κόσμου. Γράφει τα γερμανικά με άνεση, χρώμα, διαύγεια, σαφήνεια, ακρίβεια και ομορφιά μοναδική. Με μια αίσθηση ελευθερίας, ισορροπίας και χαράς, που για μένα είναι συναρπαστική. Ακόμα κι όταν αυτό που λέει είναι βαρύ και σκοτεινό και απελπισμένο, το βλέπεις ν’ ανασηκώνεται και να φωτίζεται και να λάμπει˙ γιατί μια σπίθα ενθουσιασμού τινάζεται και συγκλονίζει πάντα αυτόν που είναι σίγουρος ότι έχει βρει τη σωστή λέξη. Τη λέξη τη ζωντανή, που σφύζει και πάλλεται στην καρδιά του νοήματος.
Tο γρήγορο πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλον, η σύντομη αλλά συγκλονιστική παραμονή σε κάθε γλωσσικό περιβάλλον, ήταν η μεταφραστική δυσκολία των Επιφυλλίδων. Δυσκολία που ταυτόχρονα ήταν απολαβή και ικανοποίηση, βέβαια. Γιατί ακόμα κι όταν ο επιφυλλιδογράφος στήνει το σκηνικό της “κακής μεγαλούπολης”, του Μολώχ που καταπίνει αμείλικτος όνειρα, ελπίδες και ζωές, καταφέρνει να ισορροπεί τις ακροβασίες της σκέψης του σε φράσεις που εμφορούνται από χάρη. Από μέριμνα για την άνευ όρων ομορφιά της γλώσσας.
Ένα κείμενο του Ροτ είναι για μένα πάντα πρόκληση. Το κάθε μυθιστόρημα ένας κόσμος ολόκληρος, εντυπωσιακός ως την παραμικρή λεπτομέρεια της κάθε λεξιλογικής, γραμματικής και συντακτικής επιλογής. Οι επιφυλλίδες του Βερολίνου, ωστόσο, ήταν ένα ταξίδι μέσα σε πολλούς μικρόκοσμους. Ο χρονικογράφος Ροτ κινείται με εκπληκτική άνεση, οικονομία και ευκινησία στους κόσμους των δυστυχισμένων, των άθλιων, των περιθωριακών, των ξεπεσμένων, των προσφύγων, των Εβραίων, των άστεγων, των παρανόμων και των ανώνυμων νεκρών. Ταυτόχρονα δεν δυσκολεύεται με τις εικόνες του οργανωμένου Βερολίνου, του Βερολίνου ως κέντρου της διασκέδασης, των συγκοινωνιών, της κυβέρνησης, της νυχτερινής και της λογοτεχνικής ζωής, ή του αθλητισμού, όσο κι αν η ανατολή της Νέας Εποχής τον απωθεί και τον τρομάζει (διακρίνει άλλωστε ο Ροτ τη μαύρη σκιά της επικείμενης ανόδου του φασισμού, την φριχτή απειλή στον ορίζοντα, το σκοτεινό μέλλον του γερμανο-εβραϊκού κοσμοπολιτισμού). Ο ίδιος άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε την αδυναμία του και την ιδιαίτερη συμπάθειά του για τους παραπεταμένους και τους απόκληρους - και τέτοιους το Βερολίνο των αρχών της δεκαετίας του ’20 του έδωσε άφθονους. Αυτό το γρήγορο πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλον, η σύντομη αλλά συγκλονιστική παραμονή σε κάθε γλωσσικό περιβάλλον, ήταν η μεταφραστική δυσκολία των Επιφυλλίδων. Δυσκολία που ταυτόχρονα ήταν απολαβή και ικανοποίηση, βέβαια. Γιατί ακόμα κι όταν ο επιφυλλιδογράφος στήνει το σκηνικό της «κακής μεγαλούπολης», του Μολώχ που καταπίνει αμείλικτος όνειρα, ελπίδες και ζωές, καταφέρνει να ισορροπεί τις ακροβασίες της σκέψης του σε φράσεις που εμφορούνται από χάρη. Από μέριμνα για την άνευ όρων ομορφιά της γλώσσας.
Έχω διαβάσει και ξαναδιαβάζω τα κείμενά του, τα πρωτότυπα (αλλά και τις μεταφράσεις σε όσες γλώσσες μπορώ), κάθε φορά που καταπιάνομαι μ’ ένα δικό του έργο. Τα μόνα κείμενα που δεν ξαναδιαβάζω, είναι οι δικές μου παλιότερες μεταφράσεις.
Η στάση του αυτή απέναντι στη δύναμη και στην ομορφιά της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι κάτι που αγαπώ και θαυμάζω. Έχω διαβάσει και ξαναδιαβάζω τα κείμενά του, τα πρωτότυπα (αλλά και τις μεταφράσεις σε όσες γλώσσες μπορώ), κάθε φορά που καταπιάνομαι μ’ ένα δικό του έργο. Τα μόνα κείμενα που δεν ξαναδιαβάζω, είναι οι δικές μου παλιότερες μεταφράσεις - αν και βέβαια αναγκάζομαι ν’ ανατρέξω σ’ αυτές κατά την πορεία. Η ανάγνωση είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της μεταφραστικής δουλειάς. Ή πιο σωστά: οι αναγνώσεις. Αφού διαβάσω τα κείμενα του συγγραφέα, περνάω και σ’ άλλα, συγγενικά, συγκαιρινά του. Όλα βοηθούν, όλα συμβάλλουν στην ανάδειξη του προσώπου του, του μοναδικού υφολογικού αποτυπώματος του συγκεκριμένου προς μετάφραση έργου.
Όσο για τον περιβόητο άξονα πιστής - καλής μετάφρασης: θέλω να ελπίζω πως βρίσκομαι (με όλο μου το μικρό βάρος) από τη μεριά της καλής μετάφρασης. Η πίστη για μένα είναι αμφίρροπη. Δεν αισθάνομαι πως τη χρωστάω μόνο στον συγγραφέα μου (ακέραια κι ολόκληρη), αλλά και στον αναγνώστη μου (ακέραια κι ολόκληρη επίσης).
Info
Η Μαρία Αγγελίδου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε κλασική φιλολογία σε Αθήνα, Γερμανία και Ελβετία. Τα περισσότερα βιβλία της είναι ιστορικά παραμύθια και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά. Ασχολείται, επίσης, με τη λογοτεχνική μετάφραση και έχει μεταφράσει πάνω από 500 βιβλία, τα μισά από τα οποία είναι για παιδιά. Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων Stefan Zweig, Ian Fleming, Hannah Kent, Joseph Roth και Judith Hermann.
Για τις μεταφράσεις της έχει βραβευτεί τρεις φορές από τη Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Διετέλεσε πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Επαγγελματιών Μεταφραστών και μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, μεταξύ 2000-2004.