Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Σωτήρης Σουλιώτης με αφορμή τη μετάφραση των τριών πρώτων από τους έξι τόμους του έργου «Ο αγώνας μου» του Νορβηγού συγγραφέα Karl Ove Knausgård. Τα τρία πρώτα βιβλία κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όταν πρωτοήρθα σε επαφή με την εξαλογία του Κάρλ Ούβε Κνάουσγκορντ με τίτλο Ο αγώνας μου δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ ότι θα ενδιέφερε, έστω και στο ελάχιστο, το ελληνικό κοινό. Τι σημασία έχει για εμάς η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που έκανε τα πάντα για να γίνει συγγραφέας, και τελικά το πέτυχε, σε μια μακρινή χώρα του Βορρά; Και μάλιστα με τέτοιο τίτλο, που παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στον Χίτλερ; Τελικά, αναγκάστηκα να ομολογήσω ότι έκανα λάθος, μιας και έχω φτάσει στα μισά της εξαλογίας αυτής ως μεταφραστής: πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο που μετέφρασα. Και έπεται συνέχεια.
Η επιτυχία του Κνάουσγκορντ μπορεί να πει κανείς ότι οφείλεται στο γεγονός ότι ως Σκανδιναβός πρωτοτύπησε και μίλησε με ασυνήθιστη ειλικρίνεια για τα συναισθήματά του, με αποτέλεσμα να γίνει ανάρπαστος στη Νορβηγία και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες.
Η επιτυχία του Κνάουσγκορντ μπορεί να πει κανείς ότι οφείλεται στο γεγονός ότι ως Σκανδιναβός πρωτοτύπησε και μίλησε με ασυνήθιστη ειλικρίνεια για τα συναισθήματά του, με αποτέλεσμα να γίνει ανάρπαστος στη Νορβηγία και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Σε άλλες χώρες η επιτυχία του ίσως να οφείλεται σε άλλους λόγους. Πολλοί είναι πάντως που τον έχουν χαρακτηρίσει ως τον «νέο Προυστ». Στην Ελλάδα πιστεύω ότι ο κύριος λόγος επιτυχίας του είναι ότι περιγράφει με λεπτομέρειες τη ζωή του πρωταγωνιστή, ο οποίος ανήκει στη μεσαία τάξη. Τα άτομα που σήμερα είναι 40-45 χρονών και στην Ελλάδα έχουν τα ίδια βιώματα από την παιδική ηλικία, το σχολείο, την οικογένεια.
Η μετάφρασή του, όπως και κάθε Σκανδιναβού συγγραφέα, είχε κάποιες προκλήσεις. Σε πρώτη φάση οι λεπτομερέστατες περιγραφές, οι οποίες συχνά δεν είναι εύκολες για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να «κόψω» προτάσεις, όπως: «Πήρε το σακάκι του, φόρεσε το δεξί μανίκι, μετά το αριστερό και βγήκε έξω», καθ΄ότι στα ελληνικά αρκεί να πει κανείς: «Φόρεσε το σακάκι του και βγήκε έξω». Πολλές προτάσεις ενδεχομένως να ακούγονταν ως σολοικισμοί στα ελληνικά, όμως τελικά κατέληξα στο να μην επέμβω τόσο πολύ νοηματικά και γλωσσικά, με το σκεπτικό ότι δεν μπορώ, και ίσως και δεν έχω το δικαίωμα να κάνω ένα κείμενο «καλύτερο» από ό,τι είναι.
Oι σκανδιναβικές γλώσσες εμπεριέχουν πολλές λέξεις που αναφέρονται σε αντικείμενα της σύγχρονης εποχής, που τώρα μόλις αρχίζουν να αποκτούν σάρκα και οστά σε ελληνικά συμφραζόμενα, ενώ πριν υπήρχαν στο ελληνικό λεξιλόγιο ως αφηρημένες έννοιες.
Παρεμφερές με το παραπάνω πρόβλημα είναι και το ότι οι σκανδιναβικές γλώσσες εμπεριέχουν πολλές λέξεις που αναφέρονται σε αντικείμενα της σύγχρονης εποχής, που τώρα μόλις αρχίζουν να αποκτούν σάρκα και οστά σε ελληνικά συμφραζόμενα, ενώ πριν υπήρχαν στο ελληνικό λεξιλόγιο ως αφηρημένες έννοιες. Ή, ακόμα, αντικείμενα που στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται πιο σπάνια όπως, π.χ. το «ξύλο του ψωμιού», δηλαδή ένα επίπεδο κομμάτι ξύλο, πάνω στο οποίο κόβουνε το ψωμί.
Εδώ τίθεται, όπως πάντα, το ζήτημα του διπτύχου: πιστή μετάφραση – καλή μετάφραση, όπου φυσικά επέλεξα τη δεύτερη, η οποία είναι πολύ σημαντική, ειδικά όταν πρόκειται για λογοτεχνία. Στη λογοτεχνική μετάφραση ο μεταφραστής μεταφέρει –ή πρέπει να μεταφέρει– πάνω απ΄όλα ιδέες, συναισθήματα και διανοητικές καταστάσεις, και δευτερευόντως αντικείμενα. Αυτό σημαίνει, ότι κάποιες φορές επιβάλλεται να υπερισχύσει η απόδοση συναισθημάτων, συμπεριφορών και σκέψεων, δηλαδή πώς θα αισθανόταν, συμπεριφερόταν ένας Έλληνας σε μια ανάλογη περίπτωση και ενίοτε τι θα έλεγε και πώς θα το έλεγε. Φυσικά, η πιστή μετάφραση δεν είναι πάντα αντίθετη με την καλή μετάφραση, συχνά αλληλοσυμπληρώνονται. Όταν όμως τίθεται θέμα επιλογής, επιλέγω την «καλή» έναντι της «πιστής».
Εδώ τίθεται το ζήτημα του διπτύχου: πιστή μετάφραση – καλή μετάφραση, όπου φυσικά επέλεξα την δεύτερη, η οποία είναι πολύ σημαντική, ειδικά όταν πρόκειται για λογοτεχνία. Στη λογοτεχνική μετάφραση ο μεταφραστής μεταφέρει –ή πρέπει να μεταφέρει– πάνω απ΄όλα ιδέες, συναισθήματα και διανοητικές καταστάσεις, και δευτερευόντως αντικείμενα.
Παρ΄όλα αυτά, δηλαδή παρ΄όλη την «καλή» μετάφραση, ή ακόμα και την «πιστή» μετάφραση, ερχόμενος σε επαφή με το αναγνωστικό κοινό, διαπιστώνω ότι πολλά πράγματα που εγώ θεωρώ αυτονόητα λόγω παραμονής μου στη Σκανδιναβία οι αναγνώστες δυσκολεύονται να τα κατανοήσουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια αναγνώστρια που με έκδηλη απορία με ρώτησε σχετικά με το δεύτερο βιβλίο, για το πώς ζούσαν ο Κνάουσγκορντ με τη δεύτερη γυναίκα του και τα παιδιά τους χωρίς να δουλεύουν. Της εξήγησα ότι παίρνανε υποτροφίες από το κράτος ή ακόμα και επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, κάτι που ελάχιστα αναφέρεται στο βιβλίο. Πρόκειται για την αποσιώπηση ενός γεγονότος επειδή απευθύνεται σε Σκανδιναβούς, κι έτσι θεωρεί ο συγγραφέας ότι τέτοιες λεπτομέρειες τις ξέρουν όλοι, οπότε δεν χρειάζεται να αναφέρονται. Όπως και οι διάλογοι μεταξύ των προσώπων στο νυχτερινό κέντρο, τη νύχτα που ο Κνάουσγκορντ συνδέθηκε συναισθηματικά με τη δεύτερη γυναίκα του, γίνονται αντιληπτοί με το σκεπτικό ότι τα πρόσωπα ήταν τύφλα στο μεθύσι, κάτι που ωστόσο είναι γνωστό μόνο σε κάποιον που γνωρίζει τη Σκανδιναβία τις νύχτες του Σαββατοκύριακου. Οπότε, παρ΄όλες τις σαφείς επεξηγήσεις, δημουργούνται κενά στην πλήρη κατανόηση του κειμένου, λόγω πολιτισμικών διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Σκανδιναβίας.
Τα κενά αυτά προσπαθώ να τα εξηγώ με κάθε τρόπο, γιατί πιστεύω ότι αν κάτι αξίζει από τη λογοτεχνική μετάφραση είναι η πολιτιστική επαφή ανθρώπων και λαών, έτσι ώστε να υπάρχει γόνιμη ανταλλαγή. Διαφορετικά η μετάφραση λογοτεχνικών έργων, για μένα, δεν έχει κανένα νόημα. Γιατί να διαβάζουμε τους ξένους και να μας διαβάζουν κι αυτοί, αν δεν λαμβάνουμε κάτι από την πραγματικότητά τους και εκείνοι από τη δική μας; Τι μένει από τη λογοτεχνία αν λείψει η επαφή των πολιτισμών;
Πιστεύω ότι αν κάτι αξίζει από τη λογοτεχνική μετάφραση είναι η πολιτιστική επαφή ανθρώπων και λαών, έτσι ώστε να υπάρχει γόνιμη ανταλλαγή απόψεων. Διαφορετικά η μετάφραση λογοτεχνικών έργων, για μένα, δεν έχει κανένα νόημα. Γιατί να διαβάζουμε τους ξένους και να μας διαβάζουν κι αυτοί, αν δεν λαμβάνουμε κάτι από την πραγματικότητά τους και εκείνοι από τη δική μας;
Η μετάφραση των τριών μέχρι τώρα έργων του Κνάουσγκορντ από τα νορβηγικά στα ελληνικά –δύο γλώσσες που, παρ΄όλη τη διαφορετικότητά τους, έχουν κάποια κοινά σημεία, λόγω φυσικού περιβάλλοντος (και οι δύο χώρες έχουν πολλά βουνά)–, έγινε ως εκ τούτου χωρίς τη «βοήθεια» κάποιας τρίτης γλώσσας, παρά το γεγονός ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιήσω και την αγγλική μετάφραση. Γενικά αποφεύγω να χρησιμοποιώ ενδιάμεσες ή τρίτες γλώσσες, γιατί μια τρίτη γλώσσα θα οδηγήσει σε μια λύση δια της τεθλασμένης.
Μετά το τέλος της πρώτης φάσης μιας μετάφρασης, δηλαδή έχοντας τελειώσει όλο το βιβλίο, επιδιώκω πάντα να έρθω σε επαφή με τον συγγραφέα για να λύσω απορίες. Το ίδιο έκανα και τώρα, αν και τελικά δεν ξέρω αν ήρθα σε επαφή με τον ίδιο τον συγγραφέα. Έστειλα τις ερωτήσεις μου σε κάποιους επιμελητές, οι οποίοι ενδεχομένως τις μεταβίβασαν στον ίδιο το συγγραφέα, ο οποίος απάντησε. Ενδεχομένως, όμως, να απάντησαν και οι ίδιοι στις ερωτήσεις μου. Έτσι μπορώ να πω ότι ήρθα σε επαφή με τον συγγραφέα, αλλά συγχρόνως και δεν ήρθα, γιατί έλειπε η αμεσότητα που έχω στην επαφή μου με άλλους συγγραφείς. Η παρεμβολή τρίτων έγινε ίσως αιτία να περιμένω περισσότερο καιρό για τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, όμως και πάλι δηλώνω απόλυτα ικανοποιημένος από τη βοήθειά του συγγραφέα και όσων άλλων με βοήθησαν στη λύση των αποριών μου.
Τον ίδιο το συγγραφέα πάντως δεν τον έχω γνωρίσει προσωπικά, παρ΄όλο που μένει μόλις μισή ώρα δρόμο με το τραίνο από το σπίτι μου: Εγώ μένω στην Κοπεγχάγη, και εκείνος λίγο πιο έξω από το Μάλμε της Σουηδίας. Επειδή όμως ο κόσμος, και ειδικά ο λογοτεχνικός κόσμος, είναι μικρός, και επειδή ο Κνάουσγκορντ συνεχίζει να γράφει και μετά την εξαλογία του Ο αγώνας μου, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα τον γνωρίσω. Για δύο ανθρώπους που προέρχονται και οι δύο από ορεινές χώρες, μπορεί άλλωστε να πει κανείς ότι μόνο «βουνό με βουνό δε σμίγει».
Info
Ο Σωτήρης Σουλιώτης γεννήθηκε το 1971 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όμως ύστερα από μια φοιτητική ανταλλαγή στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης (Δανία), και αργότερα του Βίλνιους (πρωτεύουσα της Λιθουανίας), άρχισε να μεταφράζει σκανδιναβική λογοτεχνία και λογοτεχνία των χωρών της Βαλτικής στα ελληνικά. Ζει μόνιμα στη Δανία.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ KARL-OVE KNAUSGAARD