Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Γιώργος Μαθόπουλος, με αφορμή το μυθιστόρημα του Fredrik Backman «Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγνώμη», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μετάφραση εδώ και πολλά χρόνια και πάντα αντιμετώπιζα το προς μετάφραση κείμενο σαν ένα τοπίο προς εξερεύνηση, σαν ένα ταξίδι. Είναι ένα ταξίδι στον κόσμο του δημιουργού του κειμένου και απαιτεί να ταυτίζεσαι μαζί του, ώστε να μην εμφανίζεται τελικά μπροστά στον αναγνώστη ένας θρυμματισμένος καθρέφτης αλλά μια πλήρης εικόνα των φανερών αλλά και των κρυμμένων τοπίων. Επιλέγω πάντα να είμαι πιστός στο πρωτότυπο, γιατί νομίζω ότι όταν μεταφέρεις το κείμενο στη γλώσσα-στόχο, η πίστη στο πρωτότυπο σε διευκολύνει να μεταφέρεις και να παρουσιάσεις όλες τις αποχρώσεις και τις ιδιαιτερότητες του εννοιολογικού και γλωσσικού σύμπαντος που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας. Το να είσαι πιστός στο πρωτότυπο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι κάνεις μια μετάφραση με ξύλινη γλώσσα, ακατάληπτη για τον αναγνώστη στον οποίο απευθύνεσαι. Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι ο συγγραφέας μιλάει μέσα σου, ότι αφουγκράζεσαι και μετουσιώνεις τα λόγια του και τη μουσική του κειμένου. Με τον τρόπο αυτό η εργασία της μετάφρασης θεμελιώνεται πάνω στη μύηση στο έργο του συγγραφέα, και το να αποδώσεις πιστά ένα κείμενο απαιτεί πολύ περισσότερη διαίσθηση και τριβή με τη γλώσσα από το να το αποδώσεις όπως σε βολεύει. Ο μεταφραστής είναι συνήθως ένας άνθρωπος που σε όλη τη διάρκεια της εργασίας του δεν βολεύεται σχεδόν με τίποτα. Όταν μεταφράζω, κάθε φράση του πρωτοτύπου μού αποκαλύπτεται σαν μια νοητική εικόνα, και μόνο όταν την έχω ολοζώντανη μέσα μου, καταφέρνω να τη μεταφέρω στη γλώσσα-στόχο.
Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι ο συγγραφέας μιλάει μέσα σου, ότι αφουγκράζεσαι και μετουσιώνεις τα λόγια του και τη μουσική του κειμένου. Με τον τρόπο αυτό η εργασία της μετάφρασης θεμελιώνεται πάνω στη μύηση στο έργο του συγγραφέα, και το να αποδώσεις πιστά ένα κείμενο απαιτεί πολύ περισσότερη διαίσθηση και τριβή με τη γλώσσα από το να το αποδώσεις όπως σε βολεύει. Ο μεταφραστής είναι συνήθως ένας άνθρωπος που σε όλη τη διάρκεια της εργασίας του δεν βολεύεται σχεδόν με τίποτα.
Πριν από μερικούς μήνες μού προτάθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος να μεταφράσω το μυθιστόρημα Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγγνώμη του Φρέντρικ Μπάκμαν. Η μετάφραση αυτή ήταν ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις, γιατί η συναρπαστική αφήγηση του Μπάκμαν συνοδεύεται από μια απαράμιλλη λιτότητα ύφους. Όμως λιτότητα ύφους δεν σημαίνει ότι συναντάς κατ’ ανάγκην ευθείες γραμμές∙ επομένως δεν έχει ευθείες γραμμές ούτε η μετάφραση του κειμένου.
Οι δυσκολίες που συνάντησα δεν είχαν να κάνουν τόσο με τον αφηγηματικό ρυθμό όσο με τη σκιαγράφηση της κουλτούρας των χαρακτήρων, δηλαδή όλων των προσώπων που δημιουργεί ο συγγραφέας. Οι χαρακτήρες του πηγάζουν από την αληθινή ζωή∙ είναι καθημερινοί άνθρωποι και αντιπροσωπεύουν ποικίλες πτυχές της κουλτούρας των Σκανδιναβικών χωρών. Είναι τόσο πολλές αυτές οι πτυχές, όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία άλλωστε, ώστε είναι προτιμότερο να μιλάμε για ξεχωριστές κουλτούρες και όχι για μία ενιαία.
Το ζήτημα που αντιμετώπισα ήταν ότι ενώ από τη μια ήθελα να είμαι πιστός στο πρωτότυπο, έπρεπε ταυτόχρονα να αποδώσω όσο το δυνατόν καλύτερα την τοπιογραφία των ανθρώπινων σχέσεων και των συγκρούσεων (όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τους διαλόγους και τις περιγραφές), έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή από τον Έλληνα αναγνώστη, που φυσικά δεν είναι μυημένος στα μυστήρια και στις αποχρώσεις της (ευρύτερης) σουηδικής κουλτούρας.
Έζησα αρκετά χρόνια στη βόρεια Σουηδία∙ οι άνθρωποι εκεί είναι πιο λιγομίλητοι και λιγότερο ενθουσιώδεις από τους Μεσογειακούς, δημιουργούν όμως πολύ δυνατές φιλίες. Στο μυθιστόρημα αυτό τα πρόσωπα δένονται σιγά σιγά μεταξύ τους, και στα μάτια του μεταφραστή που έχει ζήσει στη σουηδική κοινωνία οι σχέσεις των προσώπων δημιουργούν έναν πολύχρωμο καμβά αλληλεπίδρασης, συχνά υπόγειας ή ελάχιστα ορατής, τον οποίο πρέπει να διακρίνει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το ζήτημα που αντιμετώπισα ήταν ότι ενώ από τη μια ήθελα να είμαι πιστός στο πρωτότυπο, έπρεπε ταυτόχρονα να αποδώσω όσο το δυνατόν καλύτερα την τοπιογραφία των ανθρώπινων σχέσεων και των συγκρούσεων (όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τους διαλόγους και τις περιγραφές), έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή από τον Έλληνα αναγνώστη, που φυσικά δεν είναι μυημένος στα μυστήρια και στις αποχρώσεις της (ευρύτερης) σουηδικής κουλτούρας. Στο μυθιστόρημα τα συναισθήματα είναι πανταχού παρόντα και έντονα· σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, από τους περισσότερους χαρακτήρες δεν δηλώνονται ευθέως, υποκρύπτονται, διακρίνονται μέσα από τη γλώσσα του σώματος, μέσα από πράξεις που έχουν διπλή ανάγνωση, μέσα από σιωπές και αποχωρήσεις.
Στο μυθιστόρημα ο χαρακτήρας της γιαγιάς παίζει καθοριστικό ρόλο. Η γιαγιά ήταν κάποτε γιατρός και ταξίδευε σε διάφορα μέρη του κόσμου όπου συνέβαιναν φυσικές καταστροφές ή ήταν εμπόλεμες ζώνες. Όταν πια επιστρέφει στη Σουηδία, γίνεται πολέμια της πολιτικής ορθότητας μέσα στην οποία αρχίζει να εγκλωβίζεται σταδιακά η σουηδική κοινωνία. Ο χαρακτήρας αυτός έχει μέσα του την κουλτούρα μιας ολόκληρης γενιάς, μιας γενιάς που έχει σχεδόν χαθεί και οι σημερινοί Σουηδοί θεωρούν λίγο έως πολύ προβληματική. Διαβάζουμε τι κάνει η γιαγιά για να διασκεδάσει την εφτάχρονη εγγονή της, την Έλσα, ένα πανέξυπνο κορίτσι, και νομίζουμε πως είναι η Πίπη Φακιδομύτη που μεγάλωσε ‒ μια φιγούρα εξέγερσης. Η γιαγιά ενοχλεί τη σουηδική κοινωνία, μια κοινωνία που αποφεύγει τις συγκρούσεις, ενώ εκείνη είναι υπέρμαχος των συγκρούσεων. Μπαίνει στη μαγική ντουλάπα με την εγγονή της και ταξιδεύουν μαζί σε ένα μαγικό βασίλειο αφηγήσεων, σε έναν κόσμο στον οποίο «όποιος μπορεί να δώσει ζωή σε μια αφήγηση γίνεται ισχυρότερος κι από έναν βασιλιά».
Αντιμετώπισα τους διαλόγους σαν τα κομμάτια ενός ψηφιδωτού που αποκαθίσταται σιγά σιγά και μας χαρίζει τη μαγεία των ανθρώπινων συναισθημάτων και τη σκιαγράφηση πολύ διαφορετικών χαρακτήρων. Με καθοδήγησε η ίδια η αφήγηση και η λιτότητα του ύφους, και νομίζω ότι κατάφερα να αποκαλύψω αυτό το ψηφιδωτό στον Έλληνα αναγνώστη. Η υποδόρια σκωπτικότητα του συγγραφέα, παρούσα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του μυθιστορήματος, αποτελεί χαρακτηριστικό leitmotiv του έργου, που νομίζω ότι αφομοίωσα στη μεταφραστική μου προσπάθεια.
Στο μυθιστόρημα συναντάμε δύο κόσμους· τον πραγματικό κόσμο και τον φανταστικό κόσμο των παραμυθιών. Όμως, συμβαίνει κάτι παράξενο· οι δύο κόσμοι ενώνονται μεταξύ τους: ο πραγματικός κόσμος εμπεριέχεται στον φανταστικό και το αντίστροφο. Ο πραγματικός κόσμος δίνει υλικό στον φανταστικό κόσμο, κι αυτός με τη σειρά του χαρίζει στον πραγματικό κόσμο τα παραμύθια του, που εξηγούν την πραγματικότητα, την κάνουν βιώσιμη, και ταυτόχρονα σπέρνουν τον σπόρο της αντίστασης. Η γιαγιά «φέρνει» παραμύθια από τη Σχεδόν Ξυπνητή Χώρα, και με τον τρόπο αυτό μυεί την Έλσα στον κόσμο, στις απαιτήσεις και στο γίγνεσθαι της καθημερινής ζωής. Η γιαγιά δημιουργεί νέες λέξεις, και καθώς παρασυρόμαστε από την αφήγηση έχουμε την εντύπωση πως τις δανείζει στον συγγραφέα, ή μάλλον ξεχνάμε πως υπάρχει συγγραφέας, που σημαίνει ότι ο συγγραφέας έχει πετύχει τον στόχο του. Τον στόχο αυτό τον πετυχαίνουν μόνο οι συγγραφείς που αγαπούν τους ανθρώπους και αγγίζουν τα πάντα γύρω τους με ταπεινότητα. Η δυσκολία εδώ ήταν να βρω έναν τρόπο να αποδώσω λέξεις που δεν υπάρχουν στα σουηδικά, λέξεις που έχει κατασκευάσει ο Μπάκμαν και εξυπηρετούν τη μυθοπλασία του. Ήταν από τις πιο όμορφες προκλήσεις, και πιστεύω ότι ανταποκρίθηκα επιτυχώς. Μια άλλη πρόκληση ήταν η απόδοση των αναρίθμητων διαλόγων, οι οποίοι αναδίδουν ζωντάνια και χτίζουν σχεδόν θεατρικά τους χαρακτήρες, μεταφέροντας μέσα από το λεξιλόγιο το ήθος τους. Οι χαρακτήρες, με διαφορετικά ονόματα βέβαια, εμφανίζονται και στους δύο κόσμους ‒στον πραγματικό και εκείνο των παραμυθιών‒ όχι απλώς αντικαθρεφτιζόμενοι από τον έναν στον άλλον, αλλά σαν αναπόσπαστα στοιχεία ενός σύμπαντος που γίνεται κατανοητό μόνο μέσα στην πολυπρισματικότητά του. Σε όλους τους διαλόγους ξεπροβάλλει η διάθεση της ακαταπόνητης γιαγιάς, της Έλσας, αλλά και άλλων προσώπων για αντίσταση στον καθωσπρεπισμό, καθώς και η αμφισβήτηση παγιωμένων αντιλήψεων. Έτσι η γλώσσα της καθημερινότητας, άλλοτε τετριμμένα καθημερινή και άλλοτε ποιητική μέσα στην αφαιρετικότητά της, παρουσιάζει έναν ενδιαφέροντα βαθμό διακυμάνσεων, με τις αντίστοιχες μεταφραστικές δυσκολίες. Αντιμετώπισα τους διαλόγους σαν τα κομμάτια ενός ψηφιδωτού που αποκαθίσταται σιγά σιγά και μας χαρίζει τη μαγεία των ανθρώπινων συναισθημάτων και τη σκιαγράφηση πολύ διαφορετικών χαρακτήρων. Με καθοδήγησε η ίδια η αφήγηση και η λιτότητα του ύφους, και νομίζω ότι κατάφερα να αποκαλύψω αυτό το ψηφιδωτό στον Έλληνα αναγνώστη. Η υποδόρια σκωπτικότητα του συγγραφέα, παρούσα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του μυθιστορήματος, αποτελεί χαρακτηριστικό leitmotiv του έργου, που νομίζω ότι αφομοίωσα στη μεταφραστική μου προσπάθεια.
Δεν επιδίωξα επαφή με τον συγγραφέα, όχι τόσο λόγω έλλειψης χρόνου όσο επειδή προτίμησα να τον αφουγκραστώ μέσα από το κείμενό του. Τον ευχαριστώ γιατί μου χάρισε μια απολαυστική αφήγηση, όπου δεν υπάρχει ούτε μία περιττή λέξη.
Τώρα μεταφράζω ένα άλλο βιβλίο του Μπάκμαν, το Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ, που κι αυτό το χαρακτηρίζει μια απαράμιλλη λιτότητα ύφους. Περιγράφεται η ζωή των κατοίκων ενός σουηδικού χωριού, όπου τα πάντα κλείνουν σταδιακά: κέντρο υγείας, ταχυδρομείο, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσε να δίνει ζωή σε ένα χωριό. Ο Μπάκμαν, με τη σκωπτικότητα που τον διακρίνει και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, ασκεί κοινωνική κριτική. Και σε αυτό το μυθιστόρημα οι διάλογοι είναι ζωντανοί δημιουργώντας ένα θεατρικό σκηνικό, όπου εκτυλίσσεται η ζωή και αποκαλύπτονται τα συναισθήματα καθημερινών ανθρώπων, πράγμα που σημαίνει πως ως μεταφραστής αντιμετωπίζω τις ίδιες ή ανάλογες δυσκολίες με αυτές που ανέφερα για το προηγούμενο μυθιστόρημά του.
Info
Ο Γιώργος Μαθόπουλος σπούδασε Συγκριτική λογοτεχνία, Γαλλική φιλολογία, Εθνολογία και Σύγχρονο Πολιτισμό στο Umeå Universitet (Σουηδία). Μεταφράζει από το 1985. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, τα μυθιστορήματα της τριλογίας Millennium του Stieg Larsson (Το κορίτσι με το τατουάζ, Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά, Το κορίτσι στη φωλιά της σφήκας) και το Ragtime του E.L Doktorow. Ήταν συνιδρυτής του Stig Poetry Workshop στη Σουηδία. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων και ένα αφήγημα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και τα αγγλικά.