
Επτά ποιητές και ποιήτριες παραδίδουν τους στίχους τους στο αναγνωστικό κοινό μέσα από τις νέες τους ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Book Press
Επτά ποιητικά βιβλία από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Μωσαϊκό σκέψεων και λέξεων του Δημήτρη Ρακιτζάκη
Ήμουνα άμμος ψιλή και ήσουν η θάλασσα.
Ερχόσουν και με έβρεχες, νύχτα και μέρα
και πριν προλάβω να στεγνώσω, ξαναγινόμουν μούσκεμα.
Με έπαιρνες μαζί σου κάθε φορά και πάνω που συνήθιζα,
με γύριζες πίσω στην ακτή με το επόμενο κύμα.
Πήρα το ρίσκο.
Καβάλησα ένα βότσαλο, που παίζανε παιδιά.
Τώρα πνιγμένος.
Τώρα αόρατος.
Παρέα με τους υπόλοιπους κόκκους,
σε έναν σκοτεινό βυθό, να χρυσαφίζουμε στην πρώτη
ευκαιρία…
Μάταια.
Δεν μας βλέπεις.
Δεν με ακούς.
Χαμένες ανάγκες του Μιχάλη Φιλίππου
Τα σύνορά σου να αγαπάς μου έμαθαν στο σχολείο
Μα τώρα που μεγάλωσα και κλείνω το βιβλίο…
Ποια σύνορα να αγαπώ αυτά που δεν αντέχω;
Οι άνθρωποι χωρίζονται γι’ αυτό και γω απέχω
Τα σύνορά σου να αγαπάς μου έμαθαν στο σχολείο
Κι ο Ιμπραχίμ να βλέπει με απορία το βιβλίο
Ο πόλεμος ξερίζωσε την πόλη σε μια μέρα
Χάραξε νέα σύνορα σε μια καλημέρα
Τα σύνορά σου να αγαπάς μου έμαθαν στο σχολείο
Μα το τετράδιο να γραφεί δεν ξεχνώ κάτω απ’ το βιβλίο
Τι να σου πω για όνειρα τι να μου πεις και μένα
Πενήντα χρόνια είναι πολλά μα δεν ακούει κανένας
Τα σύνορά σου να αγαπάς μου έμαθαν στο σχολείο
Μα η Μικρά Ασία έσβησε απ’ της Ελλάδας το βιβλίο
Τι να σου πουν τα σύνορα που γράφουν ιστορίες
Τι να σου πουν οι άνθρωποι που έγιναν θυσίες
Για τις γραμμές των οριζόντων οι άνθρωποι παλεύουν
Κι ό,τι απέμεινε στη μνήμη μας το καταστρέφουν
Πετάω την ταυτότητα χαράζω τα βήματά μου
Απαξιώ τα σύνορα που περιορίζουν τα όνειρά μου
Εσωτερικά τοπία της Καίτης Μάρακα
ξαφνικά
η ζωή που δεν
η αγάπη που δεν
ξαφνικά
ό,τι δε ζήσαμε
ενώ ήταν εκεί
ό,τι δεν αγαπήσαμε
ενώ ήταν εκεί
ξαφνικά
η λύπη για όσα δεν
κι ο φόβος για όσα μπορεί να μην
ξαφνικά
μήπως η χάρη της
ποτέ δε μας αγγίξει
Την ημέρα που ερχόμουν του Γιώργου Μουφτόγλου
Ο πολυπρόσωπος καθωσπρεπισμός μου
θέλοντας τη θλίψη θηλιασμένη και
λανθάνουσα τη θλάση και
το θάρρος θαλερό
έσβηνε ενθουσιωδώς κάθε προσπάθεια σμίλευσης
εκείνου του ποιήματος για το σαράκι που
επέμενε ενθουσιωδώς να σκαλίζει χαίνουσες σιωπές
σπρώχνοντας τα ροκανίδια
κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας.
Ο γλωσσολόγος της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού
Ο Γλωσσολόγος… Μεταξύ φυσικής και υπερβατικής οντότητας, ίπταται όπου άνθρωποι «διαφθείρουν» τις λέξεις. Όχι από άγνοια. Από δόλο το συχνότερο, στον πόλεμο ή στην ειρήνη – πάντα κάτι κερδίζουν από τις χαλασμένες λέξεις. Κι εκείνες χάνουν την ομορφιά, τη γαλήνη, την αρμονία – την αλήθεια τους. Αυτήν έρχεται ο Γλωσσολόγος να αποκαταστήσει, δάσκαλος, θεραπευτής, ιερέας και μάγος. Ο μόνος στον οποίο υποτάσσονται – του έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη, να παραδώσουν στην Κιβωτό του σώμα και ψυχή. Κι εκείνος…
Μην περιμένετε να σας απαντήσει ο ποιητής. Ένας διάμεσος είναι κι αυτός. Παντογνώστης, φαντάζεστε, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν ξέρει καλά-καλά τον «χαρακτήρα» της λέξης του, αυτής που σαν πολυδουλεμένη σκαπάνη επιζητεί να σκάψει στη ρίζα της αλήθειας. Σε ορυχείο βασανιστικό, μα όχι μάταιο. Πόσο έχει την ανάγκη σας, για να κατανοήσει, από απόσταση τώρα, τον Γλωσσολόγο του, να ψυχαναλύσετε μαζί τις προθέσεις και τις πράξεις του.
Δεν έχετε παράπονο. Σας διευκόλυνα –όσο είχα δικαίωμα– σε αυτήν τη διαδρομή, μέχρι τον τελευταίο, άγνωστο σταθμό. Αλλά τώρα, να, μπροστά μας τα πιο δύσκολα. Τι μέλλει γενέσθαι; Και πότε ακριβώς; Είθε να μην είναι ουτοπία του μυαλού, μια σύλληψη παράτολμη, κρυμμένη στην «Κιβωτό των Αναγεννημένων Λέξεων».
Δ-ούριος άνεμος – Του ουρανού και της θάλασσας της Ανδρονίκης Δημητριάδου
Περπάτησα
πάνω σε θάλασσες αυγουστιάτικες
και κατέληξα να κοιμάμαι
κάτω από φτέρες του Απρίλη.
Κανείς δεν μου ’πε πως τα όνειρα
βγαίνουν αληθινά.
Αντ' του Μάνου Μαυρομουστακάκη
Μου έπιασε το χέρι.
Τα μάτια μου ίσα που τον βαστούσαν.
Απέμεινα ανήμπορος να τον κοιτώ,
να τον διαβάζω ακατάληπτα,
στα γράμματα της μονάντερης μοναξιάς του,
στο νόημα μιας λέξης της
που ίδια ποτέ δεν σήμαινε.
Μοναξιά!
Το πιο προσωπικό μας δράμα,
το πιο αφόρητα ιδιωτικό.
Δεν τον ένιωσα,
ωστόσο, έκλαψα με το δικό μου κλάμα,
και τότε σαν έσμιξαν τα δάκρυα
οι μοναξιές μας κίνησαν να συνομιλούν αυτές…
ανθ’ ημών!