Η νεοελληνική ανδρική ποίηση και το κουίρ: Τρεις ποιητές φωτίζουν το κουίρ διαφορετικά.
Γράφει η Φανή Χατζή
Οι νέοι ποιητές δεν έχουν το προνόμιο να είναι μόνο ποιητές. Σπουδάζουν, φεύγουν έξω, κάνουν άλλες δουλειές, εκδίδουν τα βιβλία τους ανάμεσα σε δεκάδες ασχολίες με τις οποίες καταπιάνονται και προσπαθούν να αποδείξουν την αξία τους σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο που ανθίζει ακόμα στη χώρα μας.
Οι τρεις νέοι άνδρες ποιητές που θα αναδείξουμε σήμερα έχουν αρκετά κοινά. Μια συγκριτική ανάγνωση θα υπογράμμιζε τις ομοιότητες και διαφορές τους. Μεταξύ άλλων, και οι τρεις γράφουν για το κουίρ χωρίς να είναι το μοναδικό που τους απασχολεί. Άλλοτε σαν αίσθηση, άλλοτε σαν πολιτική στάση, αλλά και σαν εικόνα ή συναίσθημα, μέσα από τα κείμενά τους αναδύονται διάφορες εκφάνσεις της έννοιας ή της εμπειρίας του κουίρ, όπως την αντιλαμβάνονται τα υποκείμενα.
παράξενα φρούτα που κρέμονται [εκδ. Ενύπνιο]
Ο πρώτος ποιητής της λίστας, μόλις τριάντα χρόνων και όμως ο μεγαλύτερος ηλικιακά από τους άλλους δύο, είναι ο Ένο Αγκόλλι, του οποίου η πρώτη ποιητική συλλογή, το Ποιητικό Άιτιο (Εντευκτήριο, 2015), είχε τραβήξει τα βλέμματα της κριτικής και του κοινού. Η ποίησή του, αινιγματική και πολυφωνική, απαιτεί αναγνώστες σε εγρήγορση, έτοιμους να αποκωδικοποιήσουν τις λέξεις ακόμα και με εξωκειμενικά εργαλεία.
Ο τίτλος της δεύτερης συλλογής του, για παράδειγμα, παράξενα φρούτα που κρέμονται (ενύπνιο, 2023) παραπέμπει στον στίχο της Μπίλι Χόλιντεϊ. Για την Χόλιντεϊ τα παράξενα φρούτα ήταν τα σώματα μαύρων σκλάβων που έμοιαζαν με κρεμάμενα φρούτα στις αιματοβαμμένες λεύκες του Αμερικανικού νότου. Ο Αγκόλλι στη συλλογή του μιλάει για «φρουτώδη αντρικά κορμιά», για παίκτες κρυφτού μέσα στο δάσος που ψάχνουν το δέρμα τους, για φιγούρες που κατοικούν στο σκοτάδι και καμουφλάρονται. Γι’ αυτά τα «φρούτα» αλλά και τις ρίζες των δέντρων από τα οποία κρέμονται, για γονείς και παιδιά, εραστές και ξένους, πραγματικούς και αφηγηματικούς εαυτούς γράφει ο Αγκόλλι στη νέα του συλλογή, που ποτέ δεν αποκαλύπτει το ακριβές της περίγραμμα.
Σε μια προσπάθεια οργάνωσης του υλικού του, ο Αγκόλλι χώρισε τη συλλογή σε τέσσερις ενότητες. Στον «Προτεινόμενο Οδηγό Ανάγνωσης», μάλιστα, εξηγεί σε αδρές γραμμές τι αφορά η κάθε μία από τις ενότητες. Όταν όμως η ανάγνωση ξεκινά, αυτός ο οδηγός μένει μετέωρος σαν μια φάρσα, σαν ένα παιχνίδι που ο πρώτος του κανόνας είναι να αψηφήσεις τους κανόνες. Ο ποιητής παίζει με τη στοίχιση, τη φόρμα, την οπτική αντίληψη της ποίησης του, γεμίζει το κείμενο με υποσημειώσεις που συμπληρώνουν ή αντικρούουν το κυρίως κείμενο και προσκαλεί σε μια αποδομητική ανάγνωση, χωρίς κέντρο, χωρίς σταθερά.
Ο ποιητής παίζει με τη στοίχιση, τη φόρμα, την οπτική αντίληψη της ποίησης του, γεμίζει το κείμενο με υποσημειώσεις που συμπληρώνουν ή αντικρούουν το κυρίως κείμενο και προσκαλεί σε μια αποδομητική ανάγνωση, χωρίς κέντρο, χωρίς σταθερά.
Υπάρχει, φυσικά ειλικρίνεια στην αρχική του καθοδήγηση. Μέσα σε ένα κομφούζιο πολυφωνίας, υπάρχουν δύο κεντρικές φωνές που διατρέχουν την συλλογή. Ωστόσο, η ποίηση του Αγκόλλι είναι διαλογική και με μια άλλη έννοια, συνομιλεί με άλλες Τέχνες, το θέατρο, τη μουσική, αλλά και τη φιλοσοφία, δεν περιορίζεται σε μια γλώσσα, ούτε σε ένα ύφος. Για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε στην ίδια την φόρμα της ποίησης.
Στο οπισθόφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Αγκόλλι από το Εντευκτήριο, τα ποιήματά του χαρακτηρίζονταν «ερμαφρόδιτα». Εμείς θα τολμήσουμε να τα χαρακτηρίσουμε κουίρ, για τη ρευστότητα και κυρίως τον πλουραλισμό των εννοιών του. Εδώ ο τόπος είναι ταυτόχρονα και τόποι, το φύλο είναι φύλα, ο λόγος εμπεριέχει και τον αντίλογο. Όλα είναι ένα και πολλά ταυτόχρονα και το τρανς δεν περιορίζεται στην τρίτη ενότητα αλλά τις διατέμνει όλες. Μέσα από την ποίηση του Αγκόλι αναδύεται το κουίρ σαν μια διασυνοριακή σύζευξη εμπειριών και ρόλων.
Αρκετοί προσπάθησαν να φορέσουν στον Ένο Αγκόλλι την αλβανική ταυτότητά του ως την πιο καθοριστική για την ποίησή του. Μολονότι το στοιχείο της καταγωγής του δεν παραγκωνίζεται, σίγουρα δεν είναι το κυρίαρχο. Τα ποιητικά υποκείμενα στην ποίηση του Αγκόλλι μετατοπίζονται και μετατοπίζουν την αποξένωσή τους, νιώθουν ξένα μέσα σε έναν κόσμο με πολύ πιο περιοριστικά σύνορα από αυτά της Ελλάδας – Αλβανίας. Έχοντας βρεθεί σε πολλά μέρη του εξωτερικού, με σπουδές σε Ευρώπη και Αμερική, ο ποιητής και φιλόσοφος Αγκόλλι έχει συγκεντρώσει αρκετές εμπειρίες για να καμουφλάρει το προσωπικό του βίωμα, μπλέκοντάς το με άλλων, ανθρώπων που γνώρισε, συναναστράφηκε, ίσως ερωτεύτηκε. Η ποίηση του Αγκόλι, πάνω απ' όλα, υπηρετεί την ανοικείωση, το αίνιγμα, την εξερεύνηση, μια ποίηση που μοιάζει με λαβύρινθο χωρίς μίτο.
και τον ονόμασαν φως [εκδ. ΤΡΙ.ΕΝΑ]
Το όνομα, ή ακριβέστερα, το ψευδώνυμο Άγγελος Λουκάκος μάλλον το ακούτε πρώτη φορά, κι αυτό γιατί ο ποιητής πίσω από το προσωπείο είναι τόσο νεαρός που δεν ακούγεται καν το «είκοσι...» στην ηλικία του. Τις λίγες πληροφορίες που γνωρίζουμε γι' αυτόν δεν τις ανασύρουμε από το εσώφυλλο της συλλογής του, αλλά από το πώς ο ίδιος συστήθηκε στην 12η Λογοτεχνική Σκηνή που διοργανώνει σταθερά το «Εντευκτήριο» στη Θεσσαλονίκη: «Πάθος μου είναι να εξερευνώ ό,τι έχει παραμείνει ανείπωτο και κλειδωμένο, να βάλω το λιθαράκι μου για να πέσει ο οχετός φωτός πάνω στην περιθωριοποιημένη εμπειρία και το συλλογικό τραύμα των παραγκωνισμένων κοινοτήτων».
Στην πρώτη του ποιητική συλλογή, και τον ονόμασαν φως (ΤΡΙ.ΕΝΑ, 2023) προσπαθεί να λεκτικοποιήσει «το ανείπωτο και κλειδωμένο» μέσα από δύο πλάσματα, δύο ποιητικά υποκείμενα που σταδιακά συγχέονται. Το κουίρ στον λουκάκο κρύβεται στην άυλη υπόσταση των φωνών του, που κάποτε ενώνονται, αντικατοπτρίζονται το ένα μέσα στο άλλο και τα όρια των εμπειριών τους γίνονται δυσδιάκριτα. Τα αιθέρια σώματα τους γίνονται σε στιγμές μόνο απτά, φαντάζεσαι την ερωτική τους συνεύρεση, τη συνύπαρξή τους, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος αιωρούνται σαν σωματίδια που αρνούνται να σταθούν στο περιθώριο. Η επιβολή είναι πάντα μία παρούσα απειλή, αλλά τα υποκείμενα καταφέρνουν να μείνουν ελεύθερα σαν σωματίδια, σαν στοιχεία της φύσης.
Όλη η ποιητική συλλογή αποτελεί μία περιδίνηση γύρω από τα ίδια θέματα: η ανάγκη για την ιδιωτικότητα αλλά ταυτόχρονα και για ορατότητα, η γνώση εαυτού που ποτέ δεν μπορεί να πραγματωθεί στην εντέλεια, η κατάκτηση ενός προσωπικού χώρου έκφρασης από τη μία και από την άλλη το δυσβάσταχτο κενό της απώλειας, το πένθος σαν μόνιμη συνθήκη και μια αγάπη τόσο έντονη που πονάει σωματικά. Το παρελθόν εισβάλλει ανεξέλεγκτα στο αφηγηματικό παρόν, κουβαλώντας μνήμες και κρίματα, σαν ένα τραύμα που δε γιατρεύεται, και ορίζει μια μεταιχμιακή κατάσταση, όπου η ποιητική έκφραση συνιστά ένα παροδικό παυσίπονο.
Η γλώσσα του είναι έμμετρη με έναν τρόπο σύγχρονο που δε διαβάζεται ειρωνικά, ενώ ο λυρισμός και ο καθημερινός λόγος εναλλάσσονται διαρκώς.
Το και τον ονόμασαν φως, όσο θραυσματικό κι αν μοιάζει, εν τέλει αφηγείται μια ιστορία και για να συλλάβει το μέγεθος του βιώματος χρησιμοποιεί ετερόκλητα στοιχεία, με αυτοσχεδιαστικό και πειραματικό ύφος. Η γλώσσα του είναι έμμετρη με έναν τρόπο σύγχρονο που δε διαβάζεται ειρωνικά, ενώ ο λυρισμός και ο καθημερινός λόγος εναλλάσσονται διαρκώς. Δοκιμάζει κάθε ομοιοκαταληξία, ενώ δε διστάζει να ξεφύγει και από την ποιητική φόρμα. Αυτή η άρνηση του Λουκάκου να κινηθεί εντός του καθορισμένου πλαισίου της ποιητικής φόρμας και η διαρκής αναζήτηση μιας νέας μορφής έκφρασης οδήγησε στη θεατρική μεταφορά της ποιητικής συλλογής, επιβεβαιώνοντας την υποψία ότι η εν λόγω συλλογή «νιώθεται» παρά διαβάζεται.
Οι άνθρωποι στις κορνίζες [εκδ. συρτάρι]
Ο Γιάννης Ζαραμπούκας, γεννηθείς στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπηρετεί με πολλούς ρόλους τη Λογοτεχνία, μεταξύ άλλων γράφοντας. Ο Λαρισαίος ποιητής εξέδωσε και αυτός σε πολύ νεαρή ηλικία την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Αναπόφευκτο της μοναξιάς (Πνοή, 2018) ενώ το Οι Άνθρωποι στις κορνίζες (Συρτάρι, 2021) είναι η δεύτερή του από πολλές που σίγουρα θα ακολουθήσουν.
Η ποίηση του Ζαραμπούκα, έντονα εικονοποιητική, γεννά κάδρα που εντυπώνονται στο νου, κάθε στίχος του ένα καρέ μικρού μήκους ταινίας. Οι εικόνες αυτές με τη σειρά τους πλάθουν χαρακτήρες που σκιαγραφούνται σχεδόν τόσο καθαρά όσο στην πεζογραφία. Αυτοί είναι άνθρωποι του περιθωρίου, που προσπαθούν να «χωρέσουν» αλλά δεν τα καταφέρνουν, που προσπαθούν να γιατρέψουν τα τραύματα τους, να παρηγορηθούν. Καταπιεσμένες γυναίκες που περιορίζονται στο σπίτι ή σκορπίζονται στους δρόμους, κορίτσια και αγόρια που τελούν υπό την επίβλεψη μιας πατρικής φιγούρας που πληγώνει, εξουσιάζει και επιβάλλεται.
Στον Ζαραμπούκα δεν εκφράζεται με θετικά εμφατικό τρόπο το κουίρ βίωμα όσο η ασφυκτική του όψη, αυτή της επιβολής της κανονικότητας. Αρκετά ποιήματα της συλλογής δημιουργούν εικόνες ενός σώματος που ασφυκτιά, που οι άλλοι προσπαθούν να το κάνουν να χωρέσει σε ένα κουστούμι και δε μπορούν. Στον αντίποδα αυτής της εικόνας υπάρχει έντονο και το στοιχείο της μεταμόρφωσης, του σώματος που εκκολάπτεται από ένα κουκούλι. Η σάρκα, ρευστή και εύπλαστη, στοιχείο που υπάρχει και στον Αγκόλλι παρόλο που η ποίηση των δύο συνομηλίκων ποιητών είναι διαφορετική, τεμαχίζεται, αποσυντίθεται, κόβεται και ταΐζεται στα πουλιά.
Αρκετά ποιήματα της συλλογής δημιουργούν εικόνες ενός σώματος που ασφυκτιά, που οι άλλοι προσπαθούν να το κάνουν να χωρέσει σε ένα κουστούμι και δε μπορούν. Στον αντίποδα αυτής της εικόνας υπάρχει έντονο και το στοιχείο της μεταμόρφωσης, του σώματος που εκκολάπτεται από ένα κουκούλι.
Η συγγραφέας Πασχαλιά Τραυλού γράφει στην εισαγωγή της έκδοσης ότι ο Γιάννης Ζαραμπόυκας «από νωρίς ψηλαφούσε τον εαυτό του, για να εντοπίσει εκείνη την τόση δα ραγισματιά του υποσυνείδητου απ' όπου θα εισχωρούσε για να "κουβεντιάσει" ποιητικά με τις αλήθειες τις ανομολόγητες». Αυτή η ραγισματιά μεταφέρεται στο χαρτί. Το τραύμα και συγκεκριμένα η ρωγμή είναι ένα διαρκές μοτίβο. Όμως ο ποιητής καταφέρνει να οικειοποιηθεί το σπάσιμο, το μετατρέπει σε ενδυνάμωση.
Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, οι φιγούρες στις κορνίζες βγαίνουν από εκεί, τρέχουν, καπνίζουν, αγγίζουν, περιφέρονται, και μετά ξαναμπαίνουν στις κορνίζες, αναγκασμένοι να ξαναγίνουν χάρτινοι. Όμως έχουν αφήσει πίσω τους μια ρωγμή. Για τον ποιητή οι κορνίζες, τα κουκούλια, οι φορεσιές και όσα εν τέλει μας επιβάλλονται είναι για να σπάνε και σε αυτές τις ρωγμές μοιάζει να γεννιέται το κουίρ.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.