
Σκέψεις με αφορμή τη νουβέλα του Ρ.Λ. Στήβενσον «Δρ Τζέκiλ και Κος Χάιντ».
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Όπως συμβαίνει με κάθε σημαντικό έργο, έτσι και η νουβέλα του Ρ.Λ. Στήβενσον στην οποία παρουσιάζεται η παράξενη σχέση του δόκτορος Τζέκυλ με τον δεύτερο εαυτό του, τον κύριο Χάιντ, διαθέτει περισσότερα από ένα εστιακά σημεία και επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Ωστόσο είναι εύλογο κανείς να θεωρήσει ότι στον πυρήνα αυτού του έργου βρίσκεται η διχασμένη φύση του ατόμου: ο δόκτωρ Τζέκυλ πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν είναι ένας ή ενιαίος, αλλά (τουλάχιστον) δύο ή διττός, επειδή το καλό και το κακό δεν συνδυάζονται.
Σε αντίθεση με τον δόκτορα Τζέκυλ, που είναι –όπως όλοι οι άνθρωποι– ένα μείγμα καλού και κακού, ο κύριος Χάιντ είναι μόνο το κακό. Ο κύριος Χάιντ αισθάνεται μονάχα φόβο και μίσος, και επιδιώκει να συντρίψει τους γύρω του.
Ωστόσο ο ίδιος αναφέρει και τις καταβολές της συγκεκριμένης του άποψης. Ήδη όταν ήταν μικρό παιδί ήθελε να δίνει την αίσθηση πως είναι σοβαρός, ότι δεν έχει καθόλου πάθη, και έτσι αργότερα αναγκάστηκε να κρύψει από τους άλλους μια ολόκληρη, φυσιολογική πλευρά του εαυτού του. Μάλιστα –αν κανείς πιστέψει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον δικηγόρο Άτερσον– δεν κατάφερε στα αλήθεια να κρύψει αυτή την πλευρά, διότι στα έτη του κολεγίου είχε τη φήμη ατόμου που έκανε έξαλλη ζωή.
Ο Στήβενσον δεν ηθικολογεί, πάντως, διότι στο ίδιο έργο παρουσιάζει και χαρακτήρες που δεν ενδιαφέρονται καθόλου να αποσιωπήσουν ή να κακολογήσουν παρόμοιες συμπεριφορές: ο ξάδελφος του Άτερσον, ο κύριος Ένφιλντ, είναι ένα άτομο που συχνάζει σε κοσμικά σαλόνια, ενώ ο Τζέκυλ σκέφτεται πως οι περισσότεροι άλλοι άνδρες είναι πολύ πιο απρόσεκτοι και ανήθικοι από αυτόν. Αλλά ο κύριος Χάιντ, στον οποίο μεταμορφώνεται ο Τζέκυλ με στόχο να παραδοθεί στις ηδονές χωρίς κανείς να τον υποψιάζεται, δεν είναι απλά κάποιο άτομο φιλήδονο ή απρόσεκτο ή ψυχρό, αλλά η προσωποποίηση της κακίας.
Σε αντίθεση με τον δόκτορα Τζέκυλ, που είναι –όπως όλοι οι άνθρωποι– ένα μείγμα καλού και κακού, ο κύριος Χάιντ είναι μόνο το κακό. Ο κύριος Χάιντ αισθάνεται μονάχα φόβο και μίσος, και επιδιώκει να συντρίψει τους γύρω του. Ρίχνει κάτω ένα μικρό κορίτσι και το ποδοπατάει, ενώ αργότερα σκοτώνει έναν βουλευτή, δίχως καμία λογική. Αυτή η πράξη είναι που θα απαγορεύσει στον Τζέκυλ να μεταμορφώνεται πλέον στον Χάιντ, αφού απειλείται η ίδια του η ζωή – είναι πλέον καταζητούμενος για φόνο, κυνηγημένος σε ολόκληρο το Λονδίνο.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Τζέκυλ, τελικά, θα χάσει τη δική του προσωπικότητα με αφορμή μια απόπειρα που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση: αποφασίζει να ενδώσει στους πειρασμούς του, αλλά ως Τζέκυλ, και να αποδεχτεί και αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του. Όμως αισθάνεται τύψεις. Η προσπάθειά του απαιτούσε μεγαλύτερη προετοιμασία, και έτσι όπως έγινε, νωθρά, σχεδόν μέσα σε λήθαργο, θα έχει ολέθριο αποτέλεσμα: ο κύριος Χάιντ αναβιώνει, διότι είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με το φιλήδονο στοιχείο στη φύση του Τζέκυλ που ανεβαίνει μαζί του στην επιφάνεια.
Ο Τζέκυλ χάνεται, διότι η πορεία που ακολούθησε οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον χαμό. Ο Χάιντ δυνάμωνε όλο και περισσότερο, και ποτέ δεν έγιναν κινήσεις προς διαφορετική κατεύθυνση, παρά μόνον κάποιες σπασμωδικές, που μικρή σημασία είχαν. Ως να είχε ο δόκτωρ Τζέκυλ να σκαρφαλώσει χιλιάδες σκαλοπάτια για να φτάσει στον προορισμό του, κουράστηκε, θεώρησε ματαιοπονία να συνεχίσει έτσι, και προτίμησε να κάνει χρήση ενός συντομότερου δρόμου –να μεταμορφώνεται στον κύριο Χάιντ– αλλά αυτός ο συντομότερος δρόμος δεν έφτανε μέχρι τον ποθητό προορισμό, δεν οδηγούσε στην αποδοχή των δύο πλευρών του χαρακτήρα του, και δεν άργησαν να προβάλουν οι θάμνοι με τα αγκάθια σε αυτό το μονοπάτι, πάνω στους οποίους αναπόφευκτα γκρεμίστηκε ο Τζέκυλ.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
→ Στην κεντρική εικόνα απόσπασμα από την αφίσα της ταινίας Dr. Jekyll and Mr. Hyde (1920).