Της Μυρένας Σερβιτζόγλου
Η Πανδρόσου είναι μια μικρή οδός κάτω από την Ακρόπολη που ξεκινάει από τα υπερμεγέθη πλατάνια –που θυμίζουν Ήπειρο και Βορρά– της Πλατείας Μητροπόλεως και καταλήγει στην Πλατεία Μοναστηρακίου. Αφού κανείς διασχίσει την Αιόλου που την τέμνει κάθετα, λίγα μόλις μέτρα προτού φτάσει στον Σταθμό του Ηλεκτρικού, στο δεξί του χέρι, σε δύο σκαλάκια, δίπλα ακριβώς από ένα κατάστημα που προσφέρει φρέσκους χυμούς και απέναντι από ένα γραφικό κοσμηματοπωλείο με βαριά κεχριμπαρένια κομπολόγια και παχιές αργυρές αλυσίδες, τρία παιδιά ταξιδεύουν ανυποψίαστους και μυημένους τουρίστες, ντόπιους και κάθε λογής περαστικούς στου παραδείσου τα μπεντίρ.
Ένας νέος, φοιτητής Καλών Τεχνών, καθισμένος κατάχαμα, ερμηνεύει κανονάκι με δύο ασημένιες πέννες που λαμπυρίζουν στα δάχτυλά του, ενώ λίγο πιο πάνω στο σκαλοπατάκι μια νεαρά καλλιμαλούσα και καλλίφωνος, φοιτήτρια Μουσικής, παίζει ένα μπεντίρ με τυρκουάζ σιρίτι κάνοντας πότε πρώτη και πότε δεύτερη φωνή στον συγκαθήμενο κιθαροπαίχτη.
Ένας νέος, φοιτητής Καλών Τεχνών, καθισμένος κατάχαμα, ερμηνεύει κανονάκι με δύο ασημένιες πέννες που λαμπυρίζουν στα δάχτυλά του, ενώ λίγο πιο πάνω στο σκαλοπατάκι μια νεαρά καλλιμαλούσα και καλλίφωνος, φοιτήτρια Μουσικής, παίζει ένα μπεντίρ με τυρκουάζ σιρίτι κάνοντας πότε πρώτη και πότε δεύτερη φωνή στον συγκαθήμενο κιθαροπαίχτη, που δεν χορταίνει να τραγουδά με «κρητική» στεντόρεια φωνή. Ο τελευταίος είναι ο πληθωρικός και η ψυχή της παρέας, σπουδαστής Ηχοληψίας.
Όταν γενναιόδωροι τουρίστες αφήνουν περισσότερα νομίσματα από το σύνηθες μέσα στην ορθάνοιχτη θήκη από το νυκτό όργανο με τις εντέρινες χορδές, οι μουσικοί γουρλώνουν τα μάτια και παραδίδονται σε γέλια αθώα και γι' αυτό ζηλευτά. Ενώ δεν λείπουν και οι παραγγελιές κυρίως από τους δερβέναγες της περιοχής, τους ιδιοκτήτες των παρακείμενων τουριστικών καταστημάτων. «Θα ξαναπείτε την “Ανδρομέδα”; Θέλω να την ακούσει κι αποδω ο φίλος μου». Και φυσικά θα την ξαναπούνε, και έπειτα τη «Βασιλική», δημοτικά, λαϊκά, έντεχνα.
Το ξεχωριστό σε αυτά τα παιδιά είναι ακριβώς η απειρία τους, -καίτοι παίζουν με τρόπο επαγγελματικό–, η αθωότητα, η αυθορμησία, ο μη επαγγελματισμός τους, – καίτοι η συμπεριφορά τους προς ακροατές και θαυμαστές υποδηλοί αγωγή, παιδεία και εσωτερικότητα. «Τώρα αρχίσαμε να παίζουμε σαν team, δεν έχουμε παρά λίγο καιρό».
«Τάκης, Τάκης Δραγουμάνος, θέλεις να το γράψεις κάπου; Δραγουμάνοι ήταν οι μεταφραστές στην Κωνσταντινούπολη, έτσι να το θυμάσαι». Απάντησε ο πιο γενναίος και γελαστός της παρέας, με την κιθάρα αγκαλιά, όταν τους ζητήθηκε ένα όνομα προκειμένου να μπορεί κανείς να τους ακολουθήσει στο Facebook.
Ο Κούντερα έγραφε ότι ο ερασιτέχνης υπερσκελίζει σε φιλομάθεια και ζήλο τον ξεσκολισμένο επαγγελματία, ενώ ο Παπαγιώργης συμπαθούσε τους οργανοπαίχτες και τραγουδοποιούς που μέσα από το παίξιμό τους μιλούσε η ίδια η ζωή και όχι η «τέχνη», σημαία και επίφαση για τα «κάλπικα λειριά».
Αν τύχει να τριγυρνάει κανείς στα πέριξ, ας τους αναζητήσει, αξίζει κάθε μικρή ή μεγαλύτερη παράκαμψη ή αλλαγή πορείας.
Σε κάθε περίπτωση, τις περισσότερες φορές τα νιάτα, –πόσο μάλλον τα ατόφια, που διατηρούν ευεργετικούς δεσμούς με το πηγαίο και το αυθεντικό ενός λαού–, έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Αν τύχει να τριγυρνάει κανείς στα πέριξ, ας τους αναζητήσει, αξίζει κάθε μικρή ή μεγαλύτερη παράκαμψη ή αλλαγή πορείας. Όσα κέρματα και αν κεράσει κανείς την τσόχα, εκείνα που θα εισπράξει, θα είναι πολλαπλάσια. Στα παιδιά αυτά όλοι οφείλουμε. Είναι ακριβώς η Ελλάδα στην οποία χρωστάμε.
Addendum Ι
Στης Πανδρόσου τα στενά τυχαία με τραβολόγησε προχθές το βράδυ ο γιος μου, μετά το καθιερωμένο μας προσκύνημα στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ο μικρός μαγεύτηκε πάραυτα από τους τρεις μουσικούς, όταν τους συναντήσαμε. «Μαμά θα καθίσουμε κι άλλο;» μου ζήτησε σχεδόν παρακλητικά μετά από το πρώτο τραγούδι. Για το ωραίο, –εκείνο δηλαδή που συγκινεί την ψυχή–, και το αληθινό, το κριτήριο των παιδιών είναι αλάθητο.
Addendum ΙΙ
Στην ελληνική μυθολογία η Πάνδροσος ήταν μία από τις τρεις θυγατέρες του Κέκροπα και της Αγλαύρου. Οι αδελφές της ήσαν η 'Έρση και η Άγραυλος ή Άγλαυρος η νεότερη, κατά μία εκδοχή και η Φοινίκη. Οι αδελφές της Πανδρόσου διέπραξαν το λάθος να ανοίξουν το καλάθι ή κιβώτιο όπου η θεά Αθηνά είχε κρύψει τον μικρό Ερεχθέα ή Εριχθόνιο και τον είχε εμπιστευθεί σε όλες τις αδελφές. Τότε είδαν μέσα ένα φίδι ή το βρέφος τυλιγμένο με φίδια. Το θέαμα τις τρόμαξε τόσο, που τρελάθηκαν και γκρεμίσθηκαν από την Ακρόπολη. Μόνη τροφός του Ερεχθέα έμεινε η Πάνδροσος. Ο Ερεχθέας μεγάλωσε μέσα στον Ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, που αργότερα ονομάσθηκε Ερεχθείο. Οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι η Πάνδροσος εφηύρε το κλώσιμο. Τη λάτρευαν στο Ερεχθείο και πίστευαν ότι γιος της από τον θεό Ερμή ήταν ο Κήρυξ, ο μυθικός γενάρχης του ξακουστού στην αρχαία Αθήνα ιερατικού γένους των «Κηρύκων».
* Η ΜΥΡΕΝΑ ΣΕΡΒΙΤΖΟΓΛΟΥ είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας.