
Tου Νίκου Κουρμουλή
Στις πιανιστικές κλίμακες ενός Θελόνιους Μονκ, το λίκνισμα της παραζάλης αρχινά. Αναλόγως, το τζάζι γράψιμο του Άρνε Νταλ απαλείφει τις ιαχές του εύπεπτου θρίλερ και αναδεικνύει τις οξείες γωνίες της πολιτικής δράσης.
Από τους «εκδρομείς» του Σκανδικαβικού νουάρ, που τα τελευταία χρόνια έχουν κυριαρχήσει στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος, ο Άρνε Νταλ χαρακτηρίζεται ως ο πλέον πολυκύμαντος, ο πιο διακειμενικός, ο πιο ποιητικός. Λόγος στακάτος και βίαια απροσδιόριστος. Λόγος ουμανιστικός και όχι λαϊκίστικος. Ένας συγγραφέας που κάνει ορθοπεταλιά πάνω στο σώμα των αντιθέσεων. Δεν μοιάζει καθόλου με το πρότυπο ενός αστυνομικού λογοτέχνη. Φυσικά δεν εννοούμε τον πάλαι ποτέ υπηρέτη του who dunnit, που εξάλλου έχει αποτιμηθεί ιστορικά. Αλλά ούτε και με τον συγγραφέα-θύμα της περσόνας που έχει ο ίδιος εφεύρει για τον εαυτό του. Ο Άρνε Νταλ επιφέρει ένα ακαριαίο χτύπημα στην πεπατημένη της ακατάπαυστης δράσης μέσα από ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα αλληλοεξοντομένων συναισθημάτων.
Κάποιος ίσως σκεφτεί ότι με αυτό το τρόπο χάνεται στη πορεία το κοινωνικό χνάρι. Λάθος. Εδώ ο Σουηδός, σκάει ένα σαρδόνιο χαμόγελο, αποδεικνύοντας πως το αίτημα για μετατροπή των κανόνων της ατομικής χειραφέτισης, περνά από τον προσωπικό Γολγοθά του καθένα. Πάντως και στη πρόσφατη επίσκεψη του στην Αθήνα δεν σταματούσε να ξοδεύει χαμόγελα. Η αλήθεια απέχει από την εξαπάτηση, όσο ένα χαμόγελο θα υποστήριζαν οι μέντορες του κλασσικού νουάρ και θα είχαν δίκιο. Ο μεταιχμιακός υποβλητικός χώρος μεταξύ φωτός και σκιάς, παραμένει το προνομιακό πεδίο των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Οι όποιες προσπάθειες αποδόμησης, κυρίως τη περασμένη δεκαετία, τραυμάτισαν το είδος και δεν πρόσφεραν τίποτε το καινούργιο. Ο Άρνε Νταλ ξεφεύγει από τον ιστό αυτού του μεταιχμιακού χώρου, από αυτή τη χαραμάδα της οντολογικής μετάβασης, δίχως να λειάνει τις αρχικές δομές. Οπωσδήποτε ένα περίτεχνο εγχείρημα. Οι διώκτες του εγκλήματος, είναι μια ομάδα ευγενών απροσάρμοστων. Οι «Ηλίθιοι» του Λαρς φον Τρίερ, δίχως τον ατόφιο αναρχισμό. Οι διωκώμενοι, είναι τα φονικά παράγωγα της παγκοσμιοποίησης.
Ο Άρνε Νταλ χρησιμοποιεί τη φόρμα του αστυνομικού μιθυστορήματος με σκοπό να ανοίξει διάλογο με τις εγκάρσιες πληγές της σουηδικής κοινωνίας. Παράλληλα προσδοκά να θέσει πολιτικά ζητήματα, που καίνε στον βαθμό έκτασης τους, το διαρκώς εναλασσόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Πως είναι δυνατόν να έχεις επί σειρά βιβλίων για πρωταγωνιστή μια δεκαμελή ομάδα; Ο εφιάλτης του συγγραφέα. Η «Ομάδα Α», αποτελεί ένα ιδιοστατικό πρότυπο της Σουηδικής κοινωνίας, που δεν μεταλαμπαδεύεται ούτε μπορεί να κατανοηθεί πουθενά αλλού, και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό νότο και όμως είναι με το τρόπο της οικουμενική και δια-πολιτισμική. Η ομάδα, λειτουργεί και εργάζεται φυσιοκρατικά. Σαν ένα σώμα που ενώ πάσχει, αξιοκρατεί και διανέμει διακριτούς ρόλους στα μέλη. Η «Ομάδα Α», είναι ένα ιβρύδιο. Κοινοτισμού από τη μια και ελεύθερης βούλησης από την άλλη. Τα όρια, είναι οι συμπεριφορικοί ηλεκτρολύτες που ενεργοποιούνται κάθε φορά ανάλογα ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν δεν συνδυαστούν όλα τα μέλη μαζί, τότε η ομάδα καταρέει. Σε αντίθετη περίπτωση η ομάδα περνά τα εμπόδια, αφήνοντας πίσω της μια μικρή απώλεια είναι η αλήθεια. Στα βιβλία του Άρνε Νταλ, αλώβητη μένει μόνο η αφήγηση. Που σαν σπιράλ ξετυλίγεται, αγγίζοντας τις ανήλιαγες πλευρές του σουηδικού μοντέλου πολιτικής διαρύθμισης. Για πολλούς αναγνώστες, αποτελεί μια ενδόμυχη απορία για το πως συμβαίνει να κριτικάρεται σε τέτοιο βαθμό ένα από τα τελυταία οχυρά - πρότυπα του ευρωπαϊκού πολιτικού πνεύματος. Ο Άρνε Νταλ δεν ξιφουλκεί με φτηνιάρικους πολιτικαντισμούς. Έχει την αίσθηση πως η πολυπολιτισμικότητα ως απότοκο της μετανεωτερικής εποχής, αποκαθήλωνε την έννοια του «Άλλου» από το βάθρο της αποξένωσης και την μετέφερε εντός του διαδραστικού χώρου της αμοιβαίας κατανόησης. Όλα αυτά σε αρχικό στάδιο.
Παρόλα ταύτα ο «ξένος» δεν βρήκε στέγη. Ο ρατσισμός που έχει αλλάξει ύφος, κατέκτησε έναν αμυντικό χώρο για το Εγώ και μεγάλο μέρος του συλλογικού θυμικού. Ο «ξένος» δεν είναι απαραίτητα ο φυλετικά κατώτερος, αλλά ο έξω από μένα. Εκείνος που όσο δεν με πειράζει, δεν με αφορά. Αυτή η δολιότητα της αδιαφορίας, η πτώση του επείγοντος πλουτισμού και κυρίως η σύνδεση του σύγχρονου ανθρώπου με την μερικότητα της υλικής αξίας, είναι ζητήματα που εξάρουν τη βία στη Σουηδία και σε άλλες Σκανδικαβικές χώρες. Εκεί που το έγκλημα δεν φωνασκεί, παραμένει βουβό και άρα αδιατάραχτο. Είναι μια ακραία έλξη προς το θανατικό. Στο λείο θεσμικό πρότυπο του σουηδικού ρασιοναλισμού, έχουν εξαφανιστεί οι χαραμάδες των αποσυμφορίσεων. Οι ρωγμές της ανασύνθεσης του κοινωνικού συμβολαίου, μπαλωμένες. Οι αναθυμιάσεις, δεν αργούν να κάνουν εμφανή τα σημάδια τους και να χτυπήσουν εκεί, στο ορθολογικό υπογάστριο της συλλογικής βεβαιότητας. Στο «Misterioso» εθνικιστικές μαφίες, μετανάστες και εγκληματικός κυνισμός, συνθέτουν ένα καμβά που βγαίνει κατευθείαν από τους εφιάλτες ενός Ιερώνυμου Μπος. «Τα Μπλουζ της Ευρώπης», τραγουδούν με μαράζι την αποτρόπαιη διάβρωση στα θεμέλια του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στο «Τυχαίο Θύμα», οι πηγές του εγκλήματος έχουν έναν έντονο πολεμικό χαρακτήρα, καθώς η Ευρώπη συνταράσσεται από αλλεπάληλα κύματα βίας που έχουν ως γνώμονα τα κατώτατα ένστικτά, ενώ στο «Μίσος και Αίμα, η ομάδα των ντετέκτιβ διαλύεται ύστερα από μια σφοδρή σύγκρουση με την εξ’ Αμερικής γκαγκστερική μαφία. Η «Ομάδα Α», είναι ικανή, αλλά ποτέ άτρωτη.
Σ’ έναν κόσμο που ψάχνει εναγωνίως να βρει μια καινούργια αφήγηση για να πιστέψει, όπου εικονομάχοι και εικονοκλάστες διαστευρώνουν τα ξίφη τους, με τις διεθνής εγκληματικές οργανώσεις να ποντάρουν σε τυφλά χτυπήματα αποσταθεροποίησης, ο Άρνε Νταλ μετεωρίζει την νέμεση της δικαιοκρατείας πάνω από τα κεφάλια των ταγών ενός τόπου που ό,τι φαίνεται, δεν είναι. Το Ευρωπαϊκό νουάρ έχει βρει τον μελωδό του, με στίχους που κόβουν ξυράφι.
Όλα τα βιβλία του Αρν Νταλ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.