
Σκέψεις και υποθέσεις με αφορμή την επανέκδοση του «Λεμονοδάσους» του Κοσμά Πολίτη από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, στη σειρά Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις, που συνοδεύεται από το κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη «Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους».
Του Θόδωρου Σούμα
Το Λεμονοδάσος είναι ένα πολυσύνθετο και στοχαστικό, φιλοσοφικό κι ερωτολογικό, νεοελληνικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη που εκδόθηκε το 1931, και συνδυάζει στοιχεία μοντερνισμού και νεορομαντισμό, με συμβολισμό και μυστικισμό. Ένα λεπτοφτιαγμένο μυθιστόρημα όλο αποχρώσεις, που συνδυάζει εγκεφαλική κατασκευή και έντονο, κυρίως ερωτικό, συναίσθημα. Με τον μοντερνισμό των αρχών του 20ού αιώνα σχετίζονται εκτός των άλλων οι εικόνες και οι διάλογοι ανθρώπων και γυναικών, του 26χρονου ήρωα και των λεσβιών Λήδα και Καίτη, και άλλων νέων ανθρώπων, που διάγουν έναν ερωτικό βίο ελεύθερο κι ελευθεριάζοντα ή σεμνό και συγκρατημένο. Με τον συμβολισμό (ρεύμα του αισθητισμού και της “παρακμής”, décadence) συνδέονται ολοφάνερα οι σκέψεις του κεντρικού ήρωα Παύλου, ενός νέου αρχιτέκτονα, για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο θαυμάζει και εμπνέεται από τους μύθους του, χωρίς να τον ξέρει καλά (βλ. τη σπουδαία, λεπτομερή μελέτη 298 σελίδων της Αγγέλας Καστρινάκη “Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους”, σελ. 288-290) (1), καθώς και από τον χριστιανικό πολιτισμό των παλαιότερων χρόνων.
Το μυθιστόρημα εξέρχεται από τη θεματική και προβληματική των ηθογραφιών και των προοδευτικών κοινωνικών έργων της εποχής που πραγματεύονται τη φτώχεια, τη μιζέρια και την καθυστέρηση των λαϊκών και μικροαστικών τάξεων. Σε ένα πρώτο επίπεδο, πρόκειται για ένα δυνατό και συγκινητικό ερωτικό μυθιστόρημα. Δεν μπορούμε παρά να πάρουμε, εντυπωσιασμένοι, υπ' όψιν τα άφθονα και πλούσια συναισθήματα, ιδίως ερωτικά, τους δυνατούς πόθους και τις ερωτικές επιθυμίες που ξετυλίγονται και αναπτύσσονται γλαφυρά κι αισθαντικά μπρος στα μάτια μας.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, πρόκειται για ένα δυνατό και συγκινητικό ερωτικό μυθιστόρημα.
Παρουσιάζεται σαν να πρόκειται για ημερολόγιο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από έναν νέο άντρα, όμως βαθμιαία γίνεται σαφές πως τα ημερολόγια δεν έχουν αυτή την αφηγηματική μορφή και πρόκειται σωστότερα για μια παράθεση και σύνθεση σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων, επιθυμιών, περιγραφών και αφηγήσεων χτισμένων πάνω στην πολύ στέρεα αφηγηματική γραμμή ενός ερωτοϋπαρξιακού μυθιστορήματος. Βαθμιαία γίνεται κατανοητό από τον αναγνώστη πως το διφορούμενο, αινιγματικό αυτό έργο επιδέχεται αρκετές διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Θα περιοριστούμε σε μια προσέγγιση, περισσότερο ψυχολογική, των θεμάτων του έρωτα και του πώς ενδεχομένως μπορούν ή όχι να οδηγήσουν στην ευτυχία τους ήρωες, σύμφωνα με το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη.
Στις σελίδες 68 έως 70 της έκδοσης των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, σειρά “Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις”, έχουμε πιθανά μια προοικονομία της μεταγενέστερης, κυρίως δράσης του μυθιστορήματος· οι πράξεις και τα δράματα της κυρίως αφήγησης στο παρόν, μοιάζουν λίγο να επαναλαμβάνουν τα προγενέστερα τραύματα που έχουν συμβεί παλιότερα και τα διηγείται ο νησιώτης βαρκάρης, ο περατάρης στον τόπο της ζωής, του θανάτου και του έρωτα, στον κεντρικό ήρωα Παύλο Αποστόλου, με διαφορετικό τρόπο, αρκετά μυθοποιημένα: Η πολιορκία της παρθένας Ανθούλας αντί της παρθένας Βίργκως, ο θάνατος του άντρα που τολμά να προχωρήσει με πολλές αντιξοότητες στο δύσβατο έδαφος, δηλαδή του πατέρα της Βίργκως, Δροσίνη, και ύστερα του Παύλου, και η αυτοκαταστροφή λόγω του ματαιωμένου έρωτα, παλιά της Ανθούλας, αργότερα του Παύλου.
Διακρίνεται ήδη πως στο Λεμονοδάσος εκτίθενται ορισμένοι προβληματισμοί περί ζωής, που του δίνουν φιλοσοφική διάσταση.
Αυτού του κομματιού προηγείται άμεσα, στις σελ. 66 & 67, η περιγραφή μιας “υγιούς” και ευτυχισμένης, φανταστικής εναλλακτικής, του πιθανού γάμου και της πιθανής ζωής του Παύλου με την αρραβωνιασμένη χωριατοπούλα που συνάντησε στο πλοίο της γραμμής για τον Πόρο και στο ξενοδοχείο. Θα ζούσαν έτσι, πολύ καιρό, απολαμβάνοντας την οικογενειακή και αγροτική, “πραγματική ζωή” στον κάμπο, εναλλακτική που δεν είναι όμως δυνατόν να πραγματοποιηθεί, γιατί ο Παύλος ζει, έκτοτε, μάλλον σε μια προσποιητή όπως την χαρακτηρίζει, μυθοποιημένη και μυθική, συμβολική, καθημερινή ζωή. Διακρίνεται ήδη πως στο Λεμονοδάσος εκτίθενται ορισμένοι προβληματισμοί περί ζωής, που του δίνουν φιλοσοφική διάσταση. Η ζωή μετεωρίζεται ανάμεσα στον πόθο, την ελπίδα, την επιθυμία, την ανάγκη και ένα φωτεινό, πνευματικό φάσμα που βγαίνει από το είναι του ανθρώπου.
Ποια ή ποιες είναι οι κοσμοθεωρίες σχετικά με τη ζωή που διατρέχουν το μυθιστόρημα, το οποίο μας τις παρουσιάζει; Ο πατέρας του Παύλου του έχει, μάταια, διδάξει πως η τέχνη στη ζωή είναι να προσαρμόζεσαι στους κανόνες, αλλιώς τελικά μετανιώνεις. (Ο πατέρας είναι ο τέταρτος σε καθοριστική σημασία, χαρακτήρας της μυθοπλασίας, μετά τη Λήδα). Μα ο Παύλος δεν θα εισακούσει θετικά τον πατρικό λόγο και δεν θα τον ενστερνιστεί στην κατοπινή ερωτική ιστορία του με τη Βίργκω. Οι ιδέες της συντονίζονται με τα λόγια του πατέρα. Η Βίργκω είναι υπέρ της ευτυχίας του γάμου και μιας κοινωνικής προσαρμογής, του “κατορθωτού” εντός “των ορίων του δυνατού”, όπως μας λέει. Η άποψη του πατέρα, μάλλον πεσιμιστική, είναι πως δεν πρέπει να πλησιάσεις πολύ και να κατακτήσεις τη γυναίκα που αγαπάς γιατί σε λίγο καιρό θα ανακύψει η αναπόφευκτη διάψευση του ονείρου σου γι' αυτή τη γυναίκα. Ο πατέρας θεωρεί τον εαυτό του δύστυχο, ενώ άλλοι θα τον θεωρούσαν πολύ τυχερό. Έχει κάνει δικές του τις γυναίκες που ερωτεύτηκε – αυτός το λέει “αγάπησε”,- μα αργότερα η κοινή, πεζή πραγματικότητα διέψευσε και διαψεύδει, καταστρέφει την ευτυχία που φαντάστηκε. Απομυθοποιεί την αγάπη και τον έρωτα, και αντί να επιμείνει να δρέψει μέχρι τέλους όλους τους καρπούς που του χαρίστηκαν από τη γυναίκα, ψυχικούς, αισθησιακούς, διανοητικούς και σαρκικούς, όσο παραμένουν γλυκοί, χασμουριέται, της γυρνά την πλάτη με αχαριστία, κορεσμένος, και δηλώνει ώρα να του δίνω, “πρέπει να πάγω...”. Ο πατέρας υποστηρίζει με πραγματιστικό σκεπτικισμό πως πρέπει να παρατήσεις το όνειρό σου για την γυναίκα που αγαπάς και που (νομίζεις πως) σου ταιριάζει, πριν καταντήσει εφιάλτης... “Σήμερα αυτή και αύριο άλλη”! Οι άντρες αγάπησαν αληθινά μόνο τη ανύπαρκτη γυναίκα των οραμάτων τους (2), “που δεν θα γίνει ποτέ δική τους”. Την απαισιόδοξη, πραγματιστική, κυνική κι απομυθοποιητική αυτή αντίληψη την ορίζει ως “φρόνιμη”, συνάδει κατ'αυτόν με την προσαρμοστικότητα στην πραγματικότητα και στον προσγειωμένο ρεαλισμό. Για τον γάμο δεν υπάρχει ευτυχία, υπάρχει μόνο στον γάμο/ένωση δύο ψυχών που δεν έχει συμβεί ποτέ και αποτελεί άπιαστο όνειρο...
Την απαισιόδοξη, πραγματιστική, κυνική κι απομυθοποιητική αυτή αντίληψη την ορίζει ως “φρόνιμη”, συνάδει κατ'αυτόν με την προσαρμοστικότητα στην πραγματικότητα και στον προσγειωμένο ρεαλισμό.
Αναφορικά με την μυθιστορηματική ανάπτυξη της μυθοπλασίας, μας προτείνονται από το κείμενο ορισμένες ερμηνείες και είναι, τελικά, πολύ καθοριστικής σημασίας το ποιες αναγνώσεις, εξηγήσεις κι ερμηνείες θα κάνει, θα υιοθετήσει και θα παράγει ο αναγνώστης, ο κριτικός και ο φιλόλογος, γιατί πρόκειται για πεζογράφημα συμβολισμών, ιδεών και συναισθημάτων, και ανοικτών ερμηνειών, όπου ο κάθε αναγνώστης θα πάρει την ερμηνεία που του ταιριάζει και που τον εμπνέει. Αναγκαστικά, λοιπόν, θέλοντας και μη, θα εισπράξουμε και θα παράγουμε από το έργο ορισμένες αναγνώσεις, αλλά για να μη μεροληπτήσουμε θα βάλουμε σε αρκετές ερωτηματικό, θα τις εκθέσουμε υπό ορισμένες οπτικές γωνίες και θα τις παραθέσουμε δίπλα σε άλλες εξηγήσεις, πάλι αβέβαιες, της δραματικής ανέλιξης και των προσώπων του μυθιστορήματος. Αρκετές φορές παρουσιάζουμε την ανέλιξη της αφήγησης έχοντας προηγουμένως αποκωδικοποιήσει τις πράξεις των προσώπων και τη δράση, δίχως να αποσαφηνίζουμε, ελλειπτικά, τη διαδικασία της αποκωδικοποίησης κι ερμηνείας που έχουμε κάνει.
Η άποψη του γιου του, Παύλου, διαφοροποιείται. Στην αρχή ισχυρίζεται πως το πάν είναι η ερωτική επιθυμία (και η πραγμάτωσή της βέβαια). Κατόπιν μετανιώνει για την άποψη αυτή και εύχεται, εάν υπάρχει η ιδανική, ιδεατή γι' αυτόν γυναίκα (η Βίργκω), να ακολουθήσει έναν δρόμο παράλληλο με τον δικό του για να συναντηθούν στον θάνατο, στον κόσμο της γαλήνης, της αιώνιας ανάπαυσης και νιρβάνας.
Ο πρωταγωνιστής σκέφτεται, αναρωτιέται και ψάχνει ποιος είναι ο ίσιος δρόμος στη ζωή του ανθρώπου. Αποφαίνεται πως δεν είναι ο δρόμος της αρετής, μα ο δρόμος της απώλειας του εγώ μας και πως οδηγούμαστε έτσι, ασυνείδητα, γαλήνιοι κι ευτυχείς, προς τις μικροσυνήθειες της καθημερινής ζωής, προς τον αναπαυτικό “στάβλο” μας, τον οίκο μας, κάτι στο οποίο οι πολλοί άνθρωποι είναι σύμφωνοι και κυρίως συμφωνεί ο προλαλήσας πατέρας του (αυτά λέει ο διάλογος του Παύλου με τον Σαρή, το αλογάκι του, δηλαδή με τον εαυτό του). Ο ίσιος δρόμος δεν είναι όμως ο δρόμος που θα πάρει ο κεντρικός ήρωας, γιατί δεν ταιριάζει σε όλους και δεν ταιριάζει σ' αυτόν, ενώ πιθανά ο κακοτράχαλος, όλο ζιγκ ζαγκ δρόμος προς το άγνωστο, τις επώδυνες εμπειρίες και την ερωτική περιπέτεια να οδηγήσει σε περισσότερη, έστω οδυνηρή, γνώση, καθώς και στην κατανόηση της πραγματικότητας;
Ο ίσιος δρόμος δεν είναι όμως ο δρόμος που θα πάρει ο κεντρικός ήρωας, γιατί δεν ταιριάζει σε όλους και δεν ταιριάζει σ' αυτόν, ενώ πιθανά ο κακοτράχαλος, όλο ζιγκ ζαγκ δρόμος προς το άγνωστο, τις επώδυνες εμπειρίες και την ερωτική περιπέτεια να οδηγήσει σε περισσότερη, έστω οδυνηρή, γνώση, καθώς και στην κατανόηση της πραγματικότητας;
Στις σελίδες 121-122, 126, 131-132, ο ήρωας του Κ.Πολίτη, και ο συγγραφέας μαζί του, θέτουν ερωτήματα, σκέψεις και προβληματισμούς για την ευτυχία στη ζωή. Πριν αυτές τις σελίδες οι δρόμοι που προτείνονται και διαγράφονται για την αναζήτηση της ευτυχίας στη ζωή είναι οι δύο προαναφερθέντες, της ήσυχης συνείδησης, της αρετής και της ψυχικής (κι οικογενειακής) γαλήνης και κατά δεύτερο λόγο των οδυνηρών αναζητήσεων του έρωτα και της γνώσης, διαμέσου των επικίνδυνων ταξιδιών στο άγνωστο. Μαζί πηγαίνουν και οι προβληματισμοί του Παύλου/Πολίτη (3) για την αμαρτία, τον έρωτα, την ηδονή και τον θάνατο: Οι ξένοιαστοι (;) μύστες της αμαρτίας έχουν την ηδονή για επιούσιον άρτο, όμως η αμαρτία - άρα και η ηδονή; - βρίσκεται χαμηλά στον ηθικό βούρκο. Αφού, όμως, πρόκειται να πεθάνουμε κάποτε, τίποτε δεν έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία, ο θάνατος ρίχνει το πέπλο του σε όλες τις πράξεις μας, ανεπιτυχείς και πετυχημένες, μετά θάνατον δεν έχει καν σημασία η αλήθεια.
Προς το τέλος, στη σελ. 197, αφού ο Παύλος καεί από την ερωτική απογοήτευσή του, την αποτυχία κι ακύρωση της αγάπης του, κρίνει πως οι μέσοι άνθρωποι προσπαθούν “να περάσουν τη ζωή όπως όπως, χωρίς πάθη και υπερβολές¨ για να μην καούν. Κυνηγούν τις απολαύσεις προσεκτικά, χωρίς να πέσουν, να βουλιάξουν στο νερό και να κινδυνεύσουν να πνιγούν, πιάνοντας τις ηδονές με την άκρη των δακτύλων τους στην επιφάνεια. Παρ'όλα αυτά, κάθε άνθρωπος, μερικές φορές κρυφά, σηκώνει τον δικό του Σταυρό...
Ο Παύλος αρχικά θεωρεί την Βίργκω, εσφαλμένα, κάπως πρωτόγονη και “βάρβαρη”, ένα παιδί, μια ζωηρή, σχετικά αθώα και κάπως σκανδαλιάρα έφηβη. Όμως αυτή το αθώο και πρωτόγονο κορίτσι θα πάρει αργότερα, για ένα μεγάλο διάστημα - μέχρι την έκδοση του εκβιαστικού τελεσίγραφου του Παύλου για άμεσο ξεπαρθένεμα στην γκαρσονιέρα του - το πάνω χέρι στη σχέση τους απλά με το να μην του δίνεται σωματικά και σεξουαλικά (τεχνική που έχουν ασύνειδα εφαρμόσει χιλιάδες γυναίκες στους άντρες). Εδώ τίθεται το άλυτο πρόβλημα της ερωτικοσεξουαλικής μη αμοιβαιότητας ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα.
Για τον Παύλο η άτεγκτη αντίληψη της ευτυχίας από τη Βίργκω, είναι αυτή ενός νεαρού ανθρώπου που ακόμη δεν έζησε, μια άρνηση και άγνοια της ζωής (κάτι που ισχύει όχι μόνο για τη Βίργκω αλλά και για τον ίδιο). Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να ζει πραγματικά και συνειδητά, αντιλαμβάνεται πως ό,τι το θετικό και καρποφόρο αγάπησε γύρω και δίπλα του, μια μέρα θα χαθεί. Τίποτε δεν είναι παντοτινό, όλα τα ωραία πράγματα είναι προορισμένα να χαθούν μια μέρα (Παύλος και Βίργκω συμφωνούν σ' αυτό, σελ. 159). Οι αρχαιότητες και τα ερείπιά τους υποδηλώνουν κι υπενθυμίζουν αυτή την αγχώδη, νομοτελειακή μα και υπαρξιακή, αναπόφευκτη αίσθηση απώλειας. Αυτή η πικρή συνειδητοποίηση ανεβάζει την ηδονή των αισθήσεων και αισθημάτων και ταυτόχρονα την εξαγνίζει. Μάλλον πολύ ψιλά γράμματα για να τα αντιληφθεί ένα νεαρό κορίτσι, μα μπορούν να σκοτώσουν την “αρνητική ευτυχία”, όπως την ονομάζει ο Κ.Πολίτης, δηλαδή ευτυχία βασισμένη στην άρνηση κι άγνοια της ζωής, μιας κοπέλας που δεν έζησε ακόμη.
ίποτε δεν είναι παντοτινό, όλα τα ωραία πράγματα είναι προορισμένα να χαθούν μια μέρα. Οι αρχαιότητες και τα ερείπιά τους υποδηλώνουν κι υπενθυμίζουν αυτή την αγχώδη, νομοτελειακή μα και υπαρξιακή, αναπόφευκτη αίσθηση απώλειας.
Άραγε, ο κεντρικός αντρικός χαρακτήρας, στην αρχή της νεανικής ζωής του βίωσε την ευτυχία; Όχι, γιατί, αρχικά, η συγκίνηση δεν του έσφιξε ακόμη την καρδιά ώστε να βιώσει τον πόνο, εμπειρία οδύνης αναγκαία για να συναντήσεις και να ζήσεις την ευτυχία, που συνοδεύεται κατά συνέπεια, κατά τον συγγραφέα, κατ'αρχάς από τη βιωματική γνώση του πόνου.
Ο Παύλος θα έρθει να συναντήσει την αθώα, αγνή – σε αντίθεση με την πανσεξουαλική Λήδα – Βίργκω. Φυσικά και η Βίργκω είναι άλλο τόσο βραχυκυκλωμένη και παγιδευμένη στη δική της, αντίθετη, σεμνότυφη ηθική της πουριτανικής άρνησης του σεξ, λόγω των κοινωνικών συντεταγμένων και προδιαγραφών, που κι αυτές λοξοδρομούν πολύ από την –ερωτική– ευτυχία (4). Η Βίργκω δεν εμφανίζεται στο μυθιστόρημα απλά σαν περήφανη, αγνή παρθένα, αλλά από ορισμένα συμφραζόμενα, κατά προέκταση, ως Παρθένα Μαρία, ως μια άλλη Παναγία. Η σεξουαλική σχέση του Παύλου μαζί της θα μετατρεπόταν κατά συνέπεια συμβολικά σε μια αιμομικτική ή και ιερόσυλη ερωτική ένωση, άρα απαγορεύεται και απορρίπτεται· η αγαπημένη ασυνείδητα απορρίπτεται ως δέκτης της σεξουαλικής επιθυμίας, από τον νεαρό Παύλο, που είναι ανεξέλεγκτο έρμαιο των υποσυνείδητων παθών του...
Στις σελίδες 76 και 77, ο Κοσμάς Πολίτης βάζει τον ήρωά του να διαισθάνεται, σε μια ονειροφαντασιά, ένα παραλήρημα της φαντασίας μεταξύ ξύπνιου και ονείρου, μια δυσεξήγητη σκηνή βίας που μάλλον σχετίζεται με τη στιγμή της διακόρευσης όπως αυτός τη συναισθάνεται, το ξεπαρθένεμα σαν “κάτι σκληρό και κτηνώδες, κάτι σαν θυσία εκουσία” και “σαν μια πάλη και κατόπιν έρχεται η στιγμή του ξεσκίσματος και του υπέρτατου σπασμού”, με -προφανώς- το πέος σαν ματωμένο μαχαίρι που βγαίνει από τα σπλάχνα του θύματος, της παρθένας (Βίργκως, Ανθούλας και χωριατοπούλας του ξενοδοχείου). Ο Παύλος βλέπει τη γυναίκα σαν αντίπαλο κατά την ώρα της μάχης, σαν τα καημένα, αθώα “αρνιά του Πάσχα που σφαδάζουν αιμόφυρτα”. Μα ο συγγραφέας συμπληρώνει πως τα αθώα αρνιά δεν μπορούν να συγκριθούν με “τα πονηρά όντα που είναι ο αντίπαλός μας” στην πάλη (τις γυναίκες), τα οποία, γράφει, έχουν “υποκρισία ως και στον ύπνο των. Όταν κοιμούνται, οι χειρότερες ακόμη (μάλλον εννοεί οι πιο ασύδοτες ερωτικά) έχουν στο πρόσωπό τους την έκφραση παιδιού που ονειρεύεται αγγέλους”. Ο περιγραφικός τρόπος του Κ.Πολίτη είναι συνολικά αποτρόπαιος (θα έλεγα αποτρό-πεος), σκληρός και βίαιος. Γιατί άραγε τόση ένταση και σκληρότητα; Προεικάζει τη συναισθηματική οδύνη, την άφατη πίκρα, πίκα και διάψευση του αντρικού χαρακτήρα από τη μεγάλη δυστυχία στην οποία τον βυθίζει η άρνηση της γυναίκας να του δοθεί, που ισοδυναμεί με σεξουαλική ματαίωση και απόρριψη; Πολύ παρακάτω γράφει πως αυτό που επιθυμεί είναι να δαμάσει και να πάρει την υπερηφάνεια που έχουν οι παρθένες σαν την Βίργκω. Άλλη μία αναφορά στην αρπαγή και τον βιασμό παρθένας, ο οποίος υπονοείται από τη διήγηση μα δεν περιγράφεται άμεσα, είναι η σκηνή που ο Παύλος φαντάζεται πως διαδραματίζεται όταν οι πειρατές κλέβουν την παρθένα με το “καστανό κεφάλι”, από τον Πόρο (φαντασίωση του Παύλου για την καστανή Βίργκω), την χώνουν στη σκηνή της πρύμνης του καραβιού και ο καπετάνιος τους χαμογελά στη σκέψη της διακόρευσης και του σεξ, πιθανά του ομαδικού βιασμού, που ακολούθως θα επιβληθεί στην κοπέλα από τους πειρατές ναύτες (σελ. 105). Η επόμενη φαντασίωση διακόρευσης στο Λεμονοδάσος, βρίσκεται στη σελ. 127, όπου ο Παύλος δηλώνει πως, χθες βράδυ, εξαρτάτο από τον ίδιο να γίνει ο θυσιαστής της “μισοπαρθένας” όπως την χαρακτηρίζει, Πόπης (όπου το μισοπαρθένα σημαίνει γυναίκα που κάνει σεξ όχι όμως από τον κόλπο, δηλ. με τρόπους που διατηρούν την παρθενιά της...) Τόσες φαντασιώσεις βιασμών νεαρών γυναικών δεν μπορούν βέβαια να είναι καθόλου τυχαίες. Ποιο το νόημα αυτής της ακραία επαναλαμβανόμενης, ιδεοληπτικής σεξουαλικής εμμονής; Μήπως αποτελεί μεταφορά της απελπισμένης, βίαιης και σπαρακτικής έκφρασης του εμποδισμένου, ακυρωμένου κι αρνούμενου από τη Βίργκω, πόθου του Παύλου να κάνει έρωτα μαζί της;(4)
Απλά σημειώνω και διαπιστώνω χωρίς ιδεολογικές (επι)κρίσεις πως όλη η παραπάνω σύλληψη του Κ. Πολίτη διέπεται από τον φαλλοκρατικό ανδροκρατισμό ενός φαλλικού άντρα (5)· ανδροκρατική σύλληψη η οποία προς το τέλος καταστρέφεται, δυναμιτίζεται από την τραγική, αυτοκαταστροφική τροπή που παίρνει η ζωή του ήρωα και από την αυτοκτονία του.
Απλά σημειώνω και διαπιστώνω χωρίς ιδεολογικές (επι)κρίσεις πως όλη η παραπάνω σύλληψη του Κ. Πολίτη διέπεται από τον φαλλοκρατικό ανδροκρατισμό ενός φαλλικού άντρα (5)· ανδροκρατική σύλληψη η οποία προς το τέλος καταστρέφεται, δυναμιτίζεται από την τραγική, αυτοκαταστροφική τροπή που παίρνει η ζωή του ήρωα και από την αυτοκτονία του. Οι βίαιες αυτές αντρικές φαντασιώσεις εναντίον των νέων κοριτσιών, αντισταθμίζουν, από πριν, στη μυθοπλασία, την τελική καταστροφή στην οποία υποτίθεται πως οδηγεί η παρθένα Βίργκω τον ήρωα. Ή προλαβαίνουν και προειδοποιούν για αυτή την καταστροφή που θα επιφέρει η γυναικεία στάση υπέρ της διατήρησης της προγαμιαίας παρθενίας. Ή μπορούμε αντίστροφα, βάσιμα, να ισχυριστούμε πως η καταστροφή που επιφέρει το παρθενικό πείσμα της κοπέλας (το όχι στο σεξ) τιμωρεί τις βέβηλες, άγριες και μισογύνικες φαντασιώσεις του Παύλου. Ή μήπως ο Παύλος είναι απλά αυτός που αυτοκαταστρέφεται εξαιτίας του δικού του εγωισμού και της αλαζονικής επιμονής του στο προγαμιαίο σεξ, που έτσι κι αλλιώς θα του προσφερθεί αργότερα εάν την παντρευτεί; Μπορούμε, με λίγα λόγια, να ισχυριστούμε πως αυτές οι αντρικές φαλλοκρατικές φαντασιώσεις προοικονομούν κι εκφράζουν με άγριο, βέβηλο τρόπο την πονεμένη αντίδραση του ήρωα στην άρνηση της αγαπημένης του να κάνουν έρωτα. Το ποια εξήγηση θα δώσουμε σ' αυτά τα σεξιστικά, φαντασιωσικά φαινόμενα είναι ζήτημα διαβάσματος και ερμηνείας. Έχουμε έτσι κι αλλιώς, αντρικό εγωισμό εναντίον γυναικείου· στις ιστορίες και στη ζωή, κι όταν συντελείται αυτή η σύγκρουση αλαζονειών, το εκρηκτικό, ολέθριο αποτέλεσμα αποβαίνει αναπόφευκτο. Μην παραβλέπουμε πως η συνολική ανδροκρατική φαντασίωση διακόρευσης, του Κ.Πολίτη, τελειώνει με μια έκρηξη και καταστροφή της, με τη διάλυση του φαλλικού, βίαιου οράματός του εξαιτίας της αυτοκαταστροφής του φορέα της, Παύλου· την εισπράττουμε σαν την εκδίκηση της γυναίκας, της επικράτηση της γυναικείας οπτικής και βούλησης, σαν την θεαματική, εντυπωσιακή ακύρωση του παραληρηματικού, επιθετικού ανδροκρατισμού, με μια έκρηξη, με ένα τρομερό μπαμ, και την τελική ήττα του.
Κατόπιν, ο Παύλος, που γράφει για τον εαυτό του στο ανά χείρας κείμενο, αναθυμάται το δικό του, χωρίς πολλά συναισθήματα, ήσυχο ξεπαρθένεμα στο Παρίσι, το ήρεμο και μελαγχολικό ξεπαρθένεμα ενός δυνατού και φαλλικού άντρα, σε αντίθεση με την ταραχώδη, βίαιη διακόρευση των κοριτσιών.
Τη συγγραφέα και σχολιαστή φιλόλογο Α.Καστρινάκη ενοχλεί η “παραδοσιακή υποτίμηση της γυναίκας” στο μυθιστόρημα, μα έχουμε την εντύπωση πως το κυριότερο έλλειμμα του έργου αποτελεί σαφέστερα η υποτίμηση της ευτυχισμένης και ηδονικής διάστασης που υπάρχουν στον έρωτα, ένας κρυπτοπουριτανικός, πατριαρχικός υποβιβασμός του έρωτα και των χαρών του, της απόλαυσης, ικανοποίησης και ευωχίας των ερωτικών σχέσεων. Γύρω στο 1945, που ο Κ.Πολίτης πλησιάζει πολιτικά την αριστερά, τροποποιεί τις μυστικιστικές, γνωστικιστικές και θεοσοφικεές ιδέες του προς μια σύλληψη περισσότερο ρεαλιστική-υλιστική, μας διαβεβαιώνει η φιλόλογος.
Ο μεγάλος, νεοέλληνας συγγραφέας ξετυλίγει αργά αργά, μέσω τεθλασμένων, περίπλοκων διαδρομών, ακόμη και μέσω αντιφάσεων, τις σκέψεις και τον προβληματισμό του ίδιου και του εκπροσώπου του Παύλου, περί έρωτος. Αναρωτιέται τι είναι αυτό που σε μια γυναίκα, προσελκύει τον άντρα και γεννά την επιθυμία και τον έρωτά του. Μια ατίθαση και αλαζονική έκφραση, μια κίνηση του κορμιού, ένα περήφανο τίναγμα του κεφαλιού; Τι είδους αγάπη είναι αυτή. Απαντάει απομυθοποιητικά, λαμβάνοντας υπ'όψιν μόνο τον υλικό, σαρκικό λιβιδινικό χαρακτήρα της αγάπης και του έρωτα, πως ίσως είναι απλά μια επιθυμία και μια περιέργεια στην οποία τα πρόσωπα, τα αντικείμενα του πόθου και των ορμών δεν παίζουν κανένα ρόλο(!). Η άποψη του κεντρικού ήρωα, στο τέλος, θα διαψευστεί τραγικά. Η αντίληψή του κυμαίνεται μάλλον μεταξύ ψυχολογικού ρεαλισμού, κάπως κυνικού ηδονισμού – ιδεολογικά στοιχεία που έχει πάρει απ' τον πατέρα του – και μυστικισμού που εμπνέεται από τους μύθους και τα σύμβολα της αρχαίας και χριστιανικής Ελλάδας (1).
Το πολύ καλό δοκίμιο της Αγγέλας Καστρινάκη,– διευθύντριας της σειράς “Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις” των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στην οποία ανήκει το Λεμονοδάσος – στο δεύτερο μέρος του βιβλίου των Π.Ε.Κ., βρίσκεται από τη σελ. 237 έως τη σελ. 535, και πραγματεύεται πολλά θέματα του μυθιστορήματος: Τη συμβολική διάστασή του, ως προς τα πρόσωπα, τις συμπεριφορές, τις καταστάσεις, τα στοιχεία της φύσης και τα αντικείμενα, που λειτουργούν συμβολικά· τη θέση του στο ρεύμα του μοντερνιστικού συμβολισμού, του αισθητισμού και της “παρακμής”, décadence, και του ρομαντισμού· τους αρχαίους μύθους στους οποίους παραπέμπει. Στη διακειμενικότητα του μυθιστορήματος σε πολλές εκφάνσεις της. Eπίσης στις φιλοσοφίες, συνήθως ιδεαλιστικές και μυστικιστικές, και στις θρησκευτικές τάσεις στις οποίες παραπέμπει. Ας μην ξεχνάμε πως πρωταρχικά είναι ερωτικό μυθιστόρημα, γι' αυτό η Αγγέλα Καστρινάκη αναδεικνύει με ενάργεια και περιγράφει με την απλή, αισθαντική και ζωντανή γλώσσα της το πώς εμφανίζονται και ξεδιπλώνονται οι ισχυρές ερωτικές επιθυμίες του Παύλου, της Βίργκως, της Λήδας και του πατέρα του Παύλου, των κυριότερων, δηλαδή, χαρακτήρων, που ο καθένας φέρει μαζί του μία τουλάχιστον, ερωτική πρακτική και άποψη, αν όχι περισσότερες εξαιτίας των αντιφάσεών τους. Η μελέτη της Καστρινάκη για το έργο, μέσω μιας συναρπαστικής εξερεύνησης, είναι πλουσιότατη σε ιδέες και ανακαλύψεις, πολύ καλά και γοητευτικότατα γραμμένη, γιατί είναι άμεσα, λιτά, χωρίς εκζήτηση κι επιτηδεύσεις, εκφρασμένη. Η μελέτη της περιέχει πολλά εκπληκτικά κεφάλαια πλήρη ιδεών, εμπνεύσεων κι αποκαλύψεων, φιλολογικής, αφηγηματολογικής, φιλοσοφικής, ιδεολογικής, ψυχαναλυτικής και ιστορικής προσέγγισης.
Η μελέτη της Καστρινάκη για το έργο, μέσω μιας συναρπαστικής εξερεύνησης, είναι πλουσιότατη σε ιδέες και ανακαλύψεις, πολύ καλά και γοητευτικότατα γραμμένη, γιατί είναι άμεσα, λιτά, χωρίς εκζήτηση κι επιτηδεύσεις, εκφρασμένη.
Όσο διαβάζεις το Λεμονοδάσος σου γεννιέται η επιθυμία να κατανοήσεις τη φιλοσοφία του μυθιστορήματος για τη ζωή, τον έρωτα, τον πόθο και τον γάμο, την κοσμοθεώρηση που αναφαίνεται κι αναδύεται μέσα από δραματικές καταστάσεις, σύνθετες αφηγηματικές ανελίξεις, αλληγορίες και συμβολισμούς για τη σχέση των δύο φύλλων, την αγάπη και τον κόσμο, το σύμπαν και το μεταφυσικό επέκεινα, που αποτελούν κομβικά, φιλοσοφικά, ηθικά, ερωτολογικά, κοσμοθεωρητικά, κοσμολογικά και μυστικιστικά σημεία και ερωτήματα που θέτει το πεζογράφημα. Το οποίο, όσο προχωράς στην ανάγνωσή του, συναισθάνεσαι κι αντιλαμβάνεσαι πως κρύβει πολλά, δυσεξιχνίαστα μυστικά, νοηματικά, ιδεολογικά, θρησκειολογικά, μυθολογικά, στυλιστικά και μορφικά.
Για να συμπληρωθεί κάπως το παζλ της πολυδαίδαλης αφήγησης του έργου, χρειάζεται να δούμε και τις άλλες απόψεις που εκφέρονται από τα υπόλοιπα πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία, ακόμη και τα δευτερεύοντα. Ο Σπάθης, δικηγόρος και ερασιτέχνης κριτικός, ισχυρίζεται πως η αγάπη ταυτίζεται με την πίστη, με μια θρησκεία ή με τη θεία χάρη που σώζει τον άνθρωπο. Η αμφισεξουαλική Λήδα, μια ευερέθιστη, σχεδόν αχαλίνωτη, διαζευγμένη γυναίκα που ρέπει τόσο προς τους άντρες, όσο και προς τον λεσβιασμό,- την οποία ο Παύλος βλέπει αρχικά σαν ενσάρκωση του επικίνδυνου, διαστροφικού και διαβολικού, σεξουαλικού πειρασμού- πιστεύει πως ο έρωτας είναι κυρίως μια έξαρση παροξυσμού, μια ακραία, ακόμη και βίαιη, οργιώδης συνουσία (6), η επί της Γης ηδονή του Παραδείσου και μια μυστικιστική πίστη που οδηγεί την καρδιά και τις αισθήσεις. Αναφορικά με το μοναστήρι του Δαφνιού και τις εκεί μοναχές της παλαιότερης εποχής, η βασανισμένη ψυχικά και ερωτικά, μυστικιστική Λήδα αποδίδει στον Νυμφίο που “έρχεται εν τω μέσω της νυκτός” αλλά και στον λήσταρχο Νταβέλη, ερωτικές διαστάσεις, διαθέσεις και συμπαραδηλώσεις, και επιθυμεί και τολμά να διαπράξει μια βέβηλη, παραβατική, ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη υπέρβασης σε ένα παρεκκλήσι. Η θερμή κι ερωτική Λήδα θεωρεί, με μοντέρνα και ορθολογική κρίση, πως το αποκορύφωμα της φιλίας είναι ο έρωτας και το ερωτικό δόσιμο του εαυτού της στον καλό φίλο της, όπως εξηγεί μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του Παύλου. Προς το τέλος του μυθιστορήματος, μετανιωμένη που δεν δόθηκε στον Παύλο πριν την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας του ώστε να του αλλάξει ρότα, αποφασίζει, ακολουθώντας μέχρι τέλους τη μυστικιστική, θρησκευτική τάση της, να ασπαστεί τον χριστιανισμό και να μονάσει.
Η Βίργκω πλησιάζει τη λεσβία Καίτη και τις θεωρίες της, επειδή απωθείται από τη βιασύνη και την απολυτότητα της συμπεριφοράς του υπερδιεγερμένου Παύλου. Αγαπάει πολύ τον Παύλο ως φίλο και θέλει, λόγω της έφεσής της προς την αγνότητα, να παραμείνουν φίλοι για πάντα, όμως αυτό που ελπίζει βγαίνει έξω από τα όρια του δυνατού για τον νεαρό. Παρά τη φιλία που αισθάνεται, δεν μπορεί να κοιμηθεί, για μια εβδομάδα, από τις σεξουαλικές ιδέες που ο Παύλος προσπαθεί να χώσει στο μυαλό της και όλο αυτό αποδεικνύει πως στο ηδυπαθές κι όμορφο κορμί και μυαλό της έχουν εμφιλοχωρήσει ο έρωτας και η επιθυμία. Πιστεύει πολύ στη φιλία, μα επειδή η αντρική φιλία γίνεται ενίοτε απαιτητική, κατακτητική και τείνει προς τη σωματοποίησή της, στρέφεται προσωρινά προς την τρυφερή γυναικεία αγάπη και φιλία.
Σε μια σκηνή, ο Παύλος θέτει νέο ερώτημα: Η αγάπη είναι η χαρά και ο θρίαμβος των αισθήσεων ή ο θρίαμβος μιας άυλης, περισσότερο πνευματικής διάθεσης επί των αισθήσεων; Και αργότερα σκέφτεται πως οφείλει να βιώσει την ανανέωσή του με έναν καλύτερο τρόπο ζωής, με τρυφερότητα, αγάπη, ελπίδα και ευτυχία· που όμως εμποδίζονται από τη μόλυνση από τις σιχαμερές αναμνήσεις και τις παρελθούσες αμαρτωλές πράξεις του για τις οποίες μετανιώνει (εδώ έχουμε πρόσκαιρο μεταφυσικής και ηθικής). Πλησιάζοντας εγγύτατα τη Βιργινία, ο Παύλος, ευτυχισμένος και σίγουρος, αισθάνεται “κυρίαρχος του κόσμου”, λέει δυο φορές στο έργο, ενός μικρού ωραίου κόσμου, με “ψυχή γεμάτη ταπεινοσύνη και μεταμέλεια”, για τον προηγούμενο επιθετικό φαλλοκρατισμό του, συμπληρώνω.
Έχουμε άρα ένα ξεδίπλωμα, μια ευρεία βεντάλια ιδεών και αντιλήψεων περί έρωτος, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων γιατί εκφράζουν διαφορετικούς χαρακτήρες ή, ακόμη, ενυπάρχουν στην ψυχή του ίδιου προσώπου, του αντιφατικού, σπαρασσόμενου από αντίθετες ψυχολογικές και λιβιδινικές δυνάμεις, ηθικές, ιδεολογίες και θρησκευτικά και συμβολικά συστήματα, Παύλου, μάλλον εκπροσώπου του συγγραφέα.
Έχουμε άρα ένα ξεδίπλωμα, μια ευρεία βεντάλια ιδεών και αντιλήψεων περί έρωτος, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων γιατί εκφράζουν διαφορετικούς χαρακτήρες ή, ακόμη, ενυπάρχουν στην ψυχή του ίδιου προσώπου, του αντιφατικού, σπαρασσόμενου από αντίθετες ψυχολογικές και λιβιδινικές δυνάμεις, ηθικές, ιδεολογίες και θρησκευτικά και συμβολικά συστήματα, Παύλου, μάλλον εκπροσώπου του συγγραφέα. Στο μυθιστόρημα εντοπίζουμε τη σύγκρουση του βέβηλου σεξ, βλέπε τις προηγούμενες περιγραφές των βίαιων διακορεύσεων και το, ελλειπτικά περιγραφόμενο, σεξ του Παύλου και της Λήδας στο πάτωμα του σκοτεινού παρεκκλησιού της εκκλησίας του Δαφνιού, με την αγνή, διανοητική, ηθική και πνευματική αγάπη που τρέφει κυρίως η σεμνή παρθένα Βίργκω προς τον αγαπημένο της και που για κάποιο διάστημα ενστερνίζεται, εξαϋλωνόμενος μοιραία, κι ο ίδιος.
Ο Παύλος αμφιταλαντεύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, σαν ασταμάτητο εκκρεμές. Περνά αλλεπάλληλα από τη μια άποψη και θέση στην αντίθετή της, επισκεπτόμενος και τις ενδιάμεσες. Αισθάνεται πως το θηλυκό αντικείμενο/δέκτης της ερωτικής επιθυμίας του, η Βίργκω, απομακρύνεται, είτε πλησιάζοντας την Καίτη (ο Π. έχει σεξιστική αντίδραση έναντι του λεσβιασμού), είτε τον πρόξενο στις Βρυξέλλες, είτε τους Άγγλους αξιωματικούς, ιδίως τον μελαχρινό, και κάθε τόσο θυμώνει πολύ. Όταν νιώθει πως πλησιάζει στον σκοπό του, την ερωτική κατάκτηση της Βίργκως, αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση, μα καμία χαρά. Γιατί;
Ο Παύλος παρουσιάζει τη δική του μέθοδο ερωτικής κατάκτησης (κάθε άνθρωπος εάν έχει, έχει τη δική του), τη συμπαθή στρατηγική να κατακτήσει πρώτα την ψυχή της και μετά το κορμί της Βίργκως (ρομαντικός, ανθρώπινος, ηθικός και συναισθηματικός τρόπος, δεν ξέρουμε αν θα είναι αποτελεσματικός). Θεωρεί πως το να “νικήσει” (άλλη μια επιθετική έκφραση) ένα γυναικείο σώμα χωρίς να κατακτήσει την ψυχή του, είναι σαν να τρυπήσει (με το πέος του βέβαια) τον αέρα (έξυπνη μεταφορά· στην άλλη περίπτωση θα “τρυπήσει” σκληρά το σώμα ή το αιδοίο της). Είναι ένας συνειδητοποιημένος γυναικοκατακτητής. “Θέλω να διαβάσω τη νίκη μέσα στα ανεστραμμένα μάτια, που χάνουν την ψυχρή ακαμψία και αποκτούν την αίγλη και την τρυφερότητα της γνώσεως”! (Ο έρωτας σαν μάχη). Ο Παύλος, σίγουρος κι ευτυχής, αγαπάει στη Βίργκω την ατίθαση και υπερήφανη έκφραση. Μετά, όμως, από τις δυσάρεστες δοκιμασίες που υφίσταται σταδιακά, αρχίζει να νιώθει, μαζοχιστικά, την ηδονή του να είσαι νικημένος...
Μονολογεί, σε μια κρίση ευθυκρισίας και διαύγειας, πως μάλλον θα πρέπει να παραιτηθεί από τον βασικό, άμεσο σκοπό του, να κατακτήσει σεξουαλικά πλήρως τη Βίργκω, τώρα, και να πάει να ζητήσει το χέρι της από τη μητέρα της, ώστε όλα να γίνουν αργότερα, σίγουρα και νόμιμα, κάτι που παραπέμπει στη φροϋδική βασική “αρχή της πραγματικότητας”, στην οποία όμως, ανώριμος(;) δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί. Παριστάνει τον αγέρωχο, μα κατά βάθος φοβάται υπέρμετρα την απογοήτευση της καθημερινής ζωής που μπορεί να προκύψει μετά το ξεπαρθένεμα της κόρης. (Οφείλουμε να καταλάβουμε το μεγάλο βάρος, την πίεση και τον όγκο του ανελαστικού ταμπού της παρθενίας της εποχής εκείνης. Όπως και τις αμφιβολίες και τους ανατέλλοντες δισταγμούς των νέων των αστικών τάξεων έναντι της λύσης του γάμου ως εξέλιξης και διάδοχης κατάστασης του έρωτα.)
Ο πειρασμός της κοσμικής, ηδονιστικής ζωής βρίσκεται όμως παραδίπλα του, ξανασκέφτεται την άλλη εναλλακτική, πλούτο, επιτυχία, ίσως διασημότητα και ελευθερία. Ξαναλλάζει λοιπόν γνώμη και δηλώνει πια άνθρωπος της δράσης (το επιβεβαιώνει με τον κατοπινό σεξουαλικό εκβιασμό της Βίργκως), που αποκηρύσσει τον πολύμηνο, προηγούμενο “υστερικό ρομαντισμό” του.
Ο Παύλος, πιεσμένος από το ότι ο έρωτάς του για την Βίργκω δεν ευδοκιμεί επειδή δεν του δίνεται πλήρως σωματικά και σεξουαλικά, αλλάζει άποψη για τη Λήδα, παύει να τη βλέπει σαν ακόλαστη μάγισσα – αν και ένα επιχείρημά του για να την πάει στον Πόρο είναι πως έχει κι εκεί μοναστήρι σαν το Δαφνί, όπου θα μπορούσαν να συνευρεθούν ξανά με βέβηλο, ανίερο τρόπο, ξανά – την φλερτάρει και την παίρνει μαζί του στον Πόρο σε μια κοσμική χοροεσπερίδα για να επιδείξει τη σεξουαλική κι αισθησιακή Λήδα και να πικάρει την παρθένα. Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει και σκηνοθετεί το επεισοδιακό πάρτυ στο αγγλικό πολεμικό πλοίο, όπου οι νεανικές επιθυμίες των παριστάμενων νέων διαπλέκονται και μπερδεύονται περίεργα και παράξενα.
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει και σκηνοθετεί το επεισοδιακό πάρτυ στο αγγλικό πολεμικό πλοίο, όπου οι νεανικές επιθυμίες των παριστάμενων νέων διαπλέκονται και μπερδεύονται περίεργα και παράξενα.
Αν και ταυτιζόμαστε εύκολα με τον Παύλο, με τη δίψα για έρωτα και σεξ, με τον πόνο που εισπράττει από αυτή την ακόρεστη δίψα, με την αποτυχία, το ανικανοποίητο και το ανέφικτο λόγω των οποίων πέφτει στην άβυσσο, εν τούτοις δεν μας καλύπτει ο τρόπος σκέψης του, είναι ένας αυτοβασανιζόμενος, για να μην πούμε μαζοχιστής (και αρκετά σαδιστής έναντι της Βίργκως), πατερναλιστής κι αλαζόνας ιδεαλιστής, με τον οποίο είναι δύσκολο να συμπλεύσουμε ή να δεχτούμε τις επηρμένες, φαλλοκρατικές ιδέες του που είναι, κατ'ουσίαν εναντίον της ζωής και της αισιόδοξης πρόσληψης/δυνατότητας της ευτυχίας. (Έχουμε ξεδιπλωμένη μπροστά μας τη διάχυτη απαισιοδοξία του “παρακμιακού” αισθητισμού, στην οποία αντιπαρατίθεται το βλέμμα των με μόχθο εργαζόμενων, που πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά τους, συναντούν και σχολιάζουν αγανακτισμένοι τον ξενυχτισμένο αστό Παύλο).
Η Βίργκω του χαϊδεύει και του φιλάει το πρόσωπο και, κλαίγοντας, του ομολογεί κι αυτή τον έρωτά της, μα ο Παύλος, ανυποχώρητος κι άτεγκτος, της κλείνει ραντεβού στην γκαρσονιέρα του, όπου θα της αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα για να επιτελεστεί η τελειωτική σεξουαλική πράξη του ξεπαρθενέματος (και η αρχική του ευτυχισμένου βίου τους). Δηλώνει ξανά, υπερήφανος, πως έχει τον σκοπό του, την ολοκλήρωση του έρωτα με την Βίργκω, και πως μπορεί να πει πως τον έχει (σχεδόν) φθάσει, τον έχει πλησιάσει πολύ. Η Βίργκω, πιεσμένη ψυχικά, ξεκινάει να πάει στο ραντεβού στην γκαρσονιέρα του Παύλου, μα χάνεται, αργεί, και όταν συναντιούνται στην Πλάκα, δηλώνει πως η ώρα έχει περάσει και έχει μετανιώσει. Ο Παύλος, παρ'ότι μέσα του αμφιταλαντεύεται στην επίδειξη σκληρής απολυτότητας, κάνει το ολέθριο λάθος να της γυρίσει την πλάτη οριστικά. Και μετά επιχειρεί να παραμείνει ένας αμέτοχος θεατής της ζωής, ένας παρατηρητής χωρίς δεσμούς και έγνοιες, μάταια. Η σκέψη της θα τον κυνηγάει, επίμονα, ιδεοληπτικά, για πάντα. Όλα, εικόνες, μυρωδιές και ιδέες, του θυμίζουν τον απραγματοποίητο, ανενσάρκωτο και χαμένο έρωτά του και ουσιαστικά, παρά τους αντιπερισπασμούς, δεν θα πάψει να την αγαπάει ποτέ. Ο κάθε άνθρωπος, μερικές φορές κρυφά, σηκώνει τον δικό του σταυρό. Μήπως η αμαρτία του ήταν η αγάπη του με την Βιργινία (Virginie, vierge, virgin, δηλ. παρθένα και Παναγία). Δεν μετανοεί, ούτε εγκρίνει ό,τι διαμείφθηκε με την Βίργκω. Ενώ αρχικά, πιο νέος, ήταν ένας φαλλικός εραστής, δεν επιδιώκει πλέον να κάνει σεξ στην παραδομένη Γκάμπυ. Καταθλίβεται, κανένα γυναικείο στήθος και κανένα βλέμμα δεν φορτίζονται και δεν φουσκώνουν στην ανάμνησή του. Μετά την αποπομπή της Βίργκως επειδή δεν συναινεί να την ξεπαρθενέψει, στην μυστική, τελευταία επίσκεψή του στον Πόρο, βλέποντας τη νύχτα μέσα από το φωτεινό παράθυρο την Βίργκω και τη μητέρα της, αισθάνεται “ακρωτηριασμένος”, ευνουχισμένος. Απογοητευμένος ερωτικά, απελπισμένος που δεν μπόρεσε να κρατήσει την ευτυχία της προσφερόμενης αγάπης της Βίργκως, αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, ανέπαφη και μακριά από τις αναμνήσεις. Όπως γράφει στη β' έκδοση του Λεμονοδάσους, το 1945, στη ζωή του φανερώθηκε, διαμέσου της αγαπημένης του Βίργκως, κάτι που έμοιαζε να είναι η μόνη αλήθεια και δεν επέλεξε να σκλαβωθεί σ' αυτήν, (το υπόλοιπο σχόλιο δικό μας) της γύρισε την πλάτη για να ξεκινήσει το τυχοδιωκτικό ταξίδι του στα ξένα, σε χώρες εξωτικές κι εκμαυλιστικές, για να πληρώσει εκεί με τη ζωή του την ύβρι στην ίδια τη ζωή, δηλαδή την περιφρόνηση της ευτυχίας και της αγάπης.
Ας δούμε τις σκέψεις και συγκρίσεις του Παύλου για τα ζώα και τους ανθρώπους. Τα ζώα δεν έχουν ερωτική φαντασία και προσωποποιημένες ερωτικές προσδοκίες, άρα, αφού αυτές δεν μπορούν να διαψευστούν, είναι ευτυχισμένα. Ο Κ.Πολίτης δεν δείχνει να εμπιστεύεται τη φαντασία, που την εννοεί μάλλον ως φαντασίωση, ενώ υπερασπίζεται το όνειρο (και το όραμα;). Τα ζώα είναι θαρραλέα και αλληλοσπαράζονται ώστε ο νικητής τους να κερδίσει τη θηλυκιά, σε αντίθεση με τον δειλό, συμβατικό άνθρωπο που πιστεύει πως είναι το κέντρο του σύμπαντος, το οποίο υποτίθεται πως ασχολείται μαζί του. Μετά την πρώτη κι αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του, στο νοσοκομείο, στο κατάλευκο κλουβί του, ο Παύλος βλέπει τον εαυτό του σαν μωρό που έρχεται σε επαφή με τον κόσμο για πρώτη φορά. Και οι δύο οικογένειες, της Βίργκως και η δική του, τον θεωρούν πλέον, λαθεμένα, αρραβωνιασμένο με την Βίργκω.
Ο Παύλος,όταν συνέρχεται και πριν φύγει για το εξωτερικό, στη Γαλλία, γράφει ένα αποχαιρετιστήριο, αρνητικό γράμμα απάρνησης του έρωτά τους, που οδηγεί στον οριστικό χωρισμό ώστε να μην κάνουν τον γάμο που θα φτηνύνει και θα κάνει πεζό και ρουτινιέρικο τον έρωτά τους. Μέσα από το δικό μας (κοσμο)θεωρητικό-ιδεολογικό φίλτρο οι προφάσεις που επικαλείται για να αποφύγει την ευτυχία, δηλαδή η επικράτηση των ορμών του θανάτου, βρίθουν ιδεαλισμό και παχιά λόγια. Έχει δίκιο στο ότι οι πρωτόγονοι άνθρωποι κι οι άνθρωποι της φύσης θα είχαν λύσει το ζήτημα της ανάγκης της ερωτικής ένωσής τους με τον πιο άμεσο, αυθόρμητο κι ανενδοίαστο τρόπο, χωρίς ηθικές ανασχέσεις κι ενοχές. Ο συγγραφέας δεν είναι όμως με την πλευρά των ευτυχισμένων(;), πρωτόγονων και φυσικών ανθρώπων της ουτοπίας του Ρουσώ και άλλων διανοητών. Στη Σουμάτρα όπου τελικά θα βρεθεί, μάλλον παρατάει τα λόγια του πως υπηρετώντας “τα υψηλά ιδεώδη του ανθρωπισμού”, θα συμβάλλει σε “ένα καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας”, αν και η Καστρινάκη μας παρουσιάζει στο δοκίμιό της το πώς, μέσω της άρνησης και υπέρβασης του έρωτα, της συνεύρεσης με την αγαπημένη και της ευτυχίας στη ζωή, οδεύει, οδυνηρά, προς τη συνένωση με το πνεύμα και το επέκεινα διαμέσου των δοκιμασιών και του θανάτου. Αυτό που ο Παύλος θα κάνει στην πράξη είναι να υπηρετήσει, μαζοχιστικά, τις αυτοκαταστροφικές ορμές του θανάτου του, απλά επιλέγοντας για γυναίκα μια καστανή πόρνη με πράσινα μάτια που μοιάζει με τη Βιργινία και φέρει το όνομά της. Ο Παύλος κάνει, αναπόφευκτα, ψυχικά στριμωγμένος από την αδυναμία του να αδράξει τη ζωή και τον έρωτα της αγαπημένης του όταν του δινόταν, δύο απόπειρες αυτοκτονίας με τον ίδιο τρόπο, η δεύτερη στην ξενιτιά, στη Σουμάτρα, επιτυχημένη, όταν μαθαίνει πως η Βίργκω παντρεύτηκε έναν επιχειρηματία. Ουσιαστικό και οι δύο κάνουν μια αυτοτιμωρητική επιλογή συντρόφου για γάμο, τιμωρώντας τους εαυτούς τους γιατί απέτυχαν να αδράξουν την ευτυχία που τους περίμενε δίπλα τους, σε απόσταση ενός απλωμένου χεριού, γιατί κατέστρεψαν τον έρωτά τους και τη δυνατότητα της ευτυχίας, που έστω δεν θα διαρκούσε πολύ,– όπως διατείνεται ρασιοναλιστικά ο Παύλος, ένας αυτοβασανιζόμενος, αλαζόνας κι αιθεροβάμων ιδεαλιστής; – όπως βέβαια συμβαίνει, κατά κανόνα, στη ζωή. Ο αντρικός κεντρικός ήρωας πλησιάζει κοντά στον σωματικό θάνατο για να κατορθώσει να φθάσει στην υπερβατική, εσωτερική και πνευματική ζωή. Ο συγγραφέας πιθανά μας προσκαλεί προς τη φώτιση, που είναι η διαδικασία της επαφής με τον εσώτερο εαυτό και της αυτογνωσίας.
Ο αντρικός κεντρικός ήρωας πλησιάζει κοντά στον σωματικό θάνατο για να κατορθώσει να φθάσει στην υπερβατική, εσωτερική και πνευματική ζωή.
Η Αγγέλα Καστρινάκη, στη μελέτη της «Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους», στο δεύτερο και μεγάλο μέρος του βιβλίου, στοχάζεται κι αναρωτιέται, με αφετηρία το Μυθιστόρημα του Τριστάνου και της Ιζόλδης, του Ι.Μπεντιέ, που μοιάζει με το Λεμονοδάσος, μήπως οι κανόνες του ιπποτικού έρωτα, του ιδανικού έρωτα και της συναφούς, ιπποτικής, ρομαντικής και ερωτικής λογοτεχνίας, επιτάσσουν να παραμείνει ανολοκλήρωτος ο έρωτας(1). Μήπως αυτοί οι εραστές, συμπεριλαμβανόμενων του Παύλου και της Βιργινίας, χωρίζουν ή δεν ενώνονται σε αυτά τα έργα, για να διατηρήσουν αλώβητο, άφθαρτο τον έρωτα. Μήπως “...η ευτυχία δεν είναι του κόσμου τούτου;” Το μυθιστόρημα ίσως μας υποδεικνύει, μέσα από αρκετές οδούς, πως δεν πρέπει να παντρευτούμε ή να συζήσουμε με αυτήν ή αυτόν που είναι προορισμένη(ος) για μας. Μα πώς θα μπορούσαμε να το τσεκάρουμε εκ των προτέρων, χωρίς την καταφατική πράξη της ζωής, να ξέρουμε καν πως η χ ή ο ψ είναι ο προορισμένος(η) για εμάς; Οι επιλογές αυτές συνιστούν πιθανότατα άρνηση της ζωής και προστρέχουν, μυστικά, στον θάνατο ως οριστική γαλήνη κι ευδαιμονία. Οι δύο νέοι αποτυγχάνουν να βαδίσουν μαζί, ενωμένοι, προς την αμοιβαία αγάπη. Έχουν ήδη, προ πολλού, μπλοκαριστεί από τις ηθικές επιταγές του περιβάλλοντός τους, η Βίργκω από τον πουριτανικό κανόνα της προγαμιαίας παρθενίας και ο Παύλος από τις σκεπτικιστικές, κυνικές και ηδονιστικές απόψεις του πατέρα του, του οποίου ο σκεπτικισμός κι ο ηδονισμός αλληλοσυμπληρώνονται – άσχετα με το ποιος από τους δυο έχει το προβάδισμα – ώστε ο πατέρας, μα ακολουθώντας τον και ο γιος, να οδηγηθούν τελικά στην εξάλειψη της δυνατότητας της ευτυχίας απ' τη ζωή τους. O κεντρικός ήρωας σαγηνεύεται από τη Βίργκω, που δεν θέλει να του χαρίσει τον έρωτα, την ευτυχία και τη ζωή, και ακολούθως μαγνητίζεται από την εκμηδένισή του, τον θάνατο και το κάλεσμα του επέκεινα και του απόλυτου, της λύτρωσης και της νιρβάνα, της πέραν του κόσμου τούτου, ζωής. Οι δυο νέοι, άρα, βραχυκυκλωμένοι από τις αντιλήψεις ζωής που διακινούνται κυρίαρχες στο οικογενειακό περιβάλλον τους, εκδικούνται εαυτούς για την ανημπόρια και την οικτρή αποτυχία τους. Στο δοκίμιο του β' μέρους αναγράφεται: “Προφανώς το έργο ανταποκρινόταν (και συνεχίζει μάλλον να ανταποκρίνεται) σε μια βαθιά αμφιβολία για τη δυνατότητα της ευτυχίας, μια αμφιβολία που προτιμά να ακυρώσει εκ των προτέρων μια πιθανότητα, παρά να δοκιμάσει και να αποδείξει στην πράξη το ανέφικτο”.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα, αν το δεις από μια συγκεκριμένη οπτική, είναι μια αδιάκοπη, αμφίρροπη και αμφίσημη, ανελέητη μάχη μεταξύ των ορμών της ζωής και του θανάτου των δύο νέων ηρώων, όπου η ζωή ταυτίζεται με τον έρωτα, τη χαρά και τις τέρψεις του και ο θάνατος με την απάρνησή του, στην οποία υποπίπτουν κατ' εξακολούθηση τόσο η Βίργκω όσο και ο Παύλος. Αυτή την αδυσώπητη μάχη μπορούμε να τη δούμε και σαν σύγκρουση ανάμεσα στην αρχή της ηδονής κι απόλαυσης με την αρχή της πραγματικότητας, της κοινωνικής πραγματικότητας που τους επιβάλλει το ταμπού της προγαμιαίας, γυναικείας παρθενίας και την οποία οι δυο νέοι δεν έχουν το θάρρος και το μυαλό να υπερβούν με ευλυγισία και ευφυή επιδεξιότητα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τη σύγκρουση αυτή μπορούμε να δούμε – όπως συμβαίνει στην ταινία του Καζάν(7) που αναφέρω παρακάτω – σαν μια σύγκρουση ανάμεσα στις ερωτικές επιθυμίες, ανάγκες και πόθους των νέων και τον περιοριστικό, ασφυκτικό, πουριτανικό φραγμό των σεξουαλικών ταμπού, που φθείρει τη ζωή και την αγάπη.
Η συνολική ματιά του Κ.Πολίτη αγκαλιάζει τον κόσμο με ερωτικοποίηση / ιεροποίηση, με μια ιερατική ερωτική σύλληψή του. Ο Παύλος τρέχει με το αυτοκίνητό του στην Ιερά οδό, με τη Λήδα στο πλάι του. “Κάπου εκεί ήταν το ιερόν της Πυθωνίδος, της θείας εταίρας. Οι ανεμώνες, το αίμα του Αδώνιδος, κοκκινίζουν παντού. Άδωνι, Άδωνι, Ίακχε, Βάκχε...” Ύστερα, ο Παύλος και η αμφισεξουαλική Λήδα θα κάνουν βέβηλο έρωτα στο πλακόστρωτο του παρεκκλησιού της εκκλησίας στο Δαφνί, που η Λήδα του ζητά να επαναλάβουν το Σάββατο. Εδώ ο Κοσμάς Πολίτης επαναλαμβάνει την άσεμνη, απρεπή υπέρβαση των εσκαμμένων που βρίσκουμε στις αντίστοιχες, αναίσχυντες παραβιάσεις των ιερών, εκκλησιαστικών χώρων και αντικειμένων στον άθρησκο Μαρκήσιο ντε Σαντ, κατ' επανάληψη, και στον Ζορζ Μπατάιγ (“Ιστορία του ματιού”, του 1928), και οι δυο αντικλιρικαλιστές συγγραφείς και φιλόσοφοι (8) (καθώς και σε άλλους Ευρωπαίους και Έλληνες συγγραφείς, όπως στον Καζαντζάκη). Αυτή η υπέρβαση σηματοδοτεί στον Κ.Πολίτη μια παρόμοια ισχυρή, ανατρεπτική, σεξουαλική ενόρμηση που παραβιάζει τους παραδεδεγμένους, παραδοσιακούς ηθικούς κανόνες και αποτελεί μια αμοραλιστική αμφισβήτηση και υπονόμευσή τους (τις οποίες χρεώνει στην υποτιθέμενη “διεφθαρμένη” ερωτικά, λεσβία Λήδα, μια μάγισσα και ιέρεια / ή ιερόδουλη του έρωτα, μια μάγισσα / δαιμόνιο που θα έπρεπε να βασανίσουν και να κάψουν ζωντανό, όπως λέει φοβισμένος και θυμωμένος για τη σεξουαλική δύναμή της ο Παύλος,– άλλο δεδομένο ανδροκρατικής θεώρησης.
Μα κι αυτός δεν πάει πίσω, ούτε ο πατέρας του κρυμμένος πίσω από την κυνική “φρόνησή” του. Αμφότεροι υποστηρίζουν (και άλλες φορές, όμως, δεν την υποστηρίζουν) μια ηδονιστική σύλληψη της ζωής, μια αμοραλιστική τοποθέτηση στο ψηλότερο βάθρο, της απόλαυσης, μια και αμφιβάλλουν, πολύ σκεπτικιστικά, για τις υπόλοιπες, πιο πνευματικές αξίες, τη διάρκεια και τη χρησιμότητά τους. Η διαδρομή του Παύλου θα είναι τεθλασμένη, με στροφές και αλλαγές πορείας, άλλες φορές στρεφόμενος στον ηδονιστικό κυνισμό και άλλες προς το πνεύμα, τη μετατροπή σε άυλη πνευματική ενέργεια, στην εκμηδένιση και στην εξαΰλωση. Η πορεία θα οδηγήσει τον ώριμο Παύλο στη δυστυχία της καθημερινής ζωής.
Το λεμονοδάσος “είναι τόπος δοκιμασίας και μύησης, αγνώστων κινδύνων και σκότους”, “η είσοδος της ψυχής στους κινδύνους του αγνώστου· η περιοχή του θανάτου· τα μυστικά της φύσης ή ο πνευματικός κόσμος στον οποίο ο άνθρωπος οφείλει να διεισδύσει...”, “ο τόπος της Μητέρας Γης· ο τόπος της γυναίκας” (“Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας...”, σελ. 327 και 329). Το λεμονοδάσος και η παραλία πιο κάτω, είναι φορτισμένοι ψυχολογικά και συναισθηματικά, συμβολικοί τόποι του άλλοτε φωτεινού, ζεστού, απλού, χαρούμενου και δροσερού και άλλοτε σκιασμένου, ταραχώδους, καυτού και σκοτεινού (χώρου του) έρωτα. Είναι το μέρος και το νησί της χαράς και της θλίψης, “με μακριές αγωνίες και σύντομες χαρές”, αλλοίμονο,μας λέει ο Κ.Πολίτης. Παρόμοιο αφηγηματικό ρόλο παίζει και το πλοίο της γραμμής για τον Πόρο, στο οποίο επιβιβάζεται αδιάκοπα, πηγαινοερχόμενος ο νέος, φορτωμένο πόθους, χαρές, κουφότητα, άγχη, λύπες και παιδική αθωότητα. Ο Κ.Πολίτης, αναφορικά με τους ανθρώπους οι οποίοι θα έπρεπε να τείνουν προς ανώτερα, πνευματικά ιδεώδη, αντιτασσόταν “στο όργιο της σεξουαλικότητας, το ζωώδες σμίξιμο” τα οποία συναντώνται στη φύση.
Στις σελ. 212-213, προς το τέλος του έργου, ξανασυναντάμε τους συμβολισμούς που βρίσκουμε στα όνειρα, στις φαντασιώσεις, στις ονειροφαντασιές, στα οράματα και τα παραληρήματα που έρχονται και παρέρχονται στο μυθιστόρημα του Κ. Πολίτη.
Αυτά τα επεισόδια κι ιντερμέδια παίζουν τον ρόλο μιας προσωρινής παύσης, ενός καταλαγιάσματος της ορμητικής, συναισθηματικής, έντονης ροής της ερωτικής αφήγησης, που αποδίδουν πρόσθετο φορτίο νοήματος στην κυρίως διήγηση.
Ο Κ. Πολίτης δεν υιοθέτησε ποτέ την λαϊκή τέχνη και το δημοτικισμό, αν και το 1945 είχε προσχωρήσει στην αριστερά και το 1951 ήταν υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ. Για την αφηγηματική μέθοδο του Λεμονοδάσους θα μπορούσε να πει κάποιος πολλά, κάτι που δεν θα κάνουμε γιατί υπάρχουν πολλοί ειδικότεροι. Να θυμίσουμε απλά στον αναγνώστη τα πολλά αλλεπάλληλα, όμορφα επεισόδια, σχετικά απομονωμένα από την κεντρική αφηγηματική γραμμή, ως μικρές σκηνές-ιντερμέδια:
Το καλύτερο και συγκινητικότερο, κατ'εμάς, στη σελ. 171, για το άγνωστο “γλυκό μου κορίτσι” που τον συμβουλεύει και του συμπαρίσταται στο πάρτυ του αγγλικού πλοίου. Για τον αράπη που φιλοσοφεί περί Θεού, για το φλερτ του Παύλου στη χωριατοπούλα στο ξενοδοχείο. Για το αρκετά μεγάλο κομμάτι για τον πολυβασανισμένο καλόγερο του μικρού μοναστηριού στον Πόρο και για το παραμύθι/παραβολή για τα κουκιά που εξιστορεί ο συγγραφέας/αφηγητής. Για το ξεδίπλωμα της διαπλανητικής φιλοσοφίας στις σελ. 156-157, τις περιγραφές των παραθαλάσσιων τοπίων του Πόρου, από τις οποίες ξεχωρίζουμε τη φοβερή περιγραφή-μεταφορά όπου η θάλασσα μοιάζει με γυναίκα που ερωτοτροπεί με το δένδρο της ακτής. Για την ιστορία του παιδιού που έτρωγε αχόρταγα τα κουκιά (ορεγόταν το σεξ;), κ.ά. Αυτά τα επεισόδια κι ιντερμέδια παίζουν τον ρόλο μιας προσωρινής παύσης, ενός καταλαγιάσματος της ορμητικής, συναισθηματικής, έντονης ροής της ερωτικής αφήγησης, που αποδίδουν πρόσθετο φορτίο νοήματος στην κυρίως διήγηση.
Από τη σελ. 206 έως περίπου τη σελ. 214 (ενώ το μυθιστόρημα τελειώνει στη σελ. 236) ο συγγραφέας ξεδιπλώνει ένα κομμάτι ερωτικού, πένθιμου, ελεγειακού τόνου, που αγγίζει κατάβαθα την ψυχή του αναγνώστη, προκαλώντας του θλίψη, βουβό πόνο, αγάπη για το φευγαλέο, επιθυμία φυγής και τρυφερή λύπη.
Παρά την μυστικιστική έξαρση και εξακόντιση του συγγραφέα και του ήρωά του, μέσω της αγνότητας, του ξεπεράσματος της ύλης, της θυσίας της σάρκας, και του θανάτου, προς το υψηλό, το αιώνιο και το ιδεώδες, προς την (αδρανή) μεταφυσική τελειότητα του επέκεινα, εμείς, πιο πεζοί και ταπεινοί θιασώτες της καθημερινότητας και των τέρψεών της, θα κλείσουμε με το απλό ποίημα, που μοιάζει με τραγούδι, του Γάλλου συγγραφέα George du Maurier (1834-96), που ο Κ.Πολίτης παραθέτει στην αρχή του μυθιστορήματός του, σελ. 26, πριν ξεδιπλώσει τα πλούσια συναισθήματα, τις εξαίρετες σκέψεις και την συγκλονιστική αφήγησή του.
Η ζωή είναι μάταια,
Μια σταλιά έρωτας,
Μια σταλιά μίσος,
Κι έπειτα Καλημέρα!
Η ζωή είναι σύντομη,
Μια σταλιά ελπίδα,
Μια σταλιά όνειρο,
Κι έπειτα Καληνύχτα!
Καληνύχτα σας, Θ.Σ.
![]() |
Η Αγγέλα Καστρινάκη. Φωτογραφία: Στέφανος Παππάς |
-------
Για το Επίμετρο της Αγγέλας Καστρινάκη
(1). Η Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια φιλολογίας της νεοελληνιής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και λογοτέχνις, έγραψε το εμβριθές, υπέροχο και βαθύνοο δοκίμιο 298 σελίδων, “Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας: ένα ταξίδι στους μύθους και στα σύμβολα του Λεμονοδάσους”, που έχει τοποθετηθεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου για το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Η μελέτη της περιέχει μάλιστα πολλά βαθυστόχαστα μα λιτά καλογραμμένα, κεφάλαια πλήρη ιδεών, εμπνεύσεων κι αποκαλύψεων, όπως τα “Η Λήδα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα”, “Τρεις εκδοχές για το τέλος”, “Όπως ο Τριστάνος, ή οι δύο Βιργινίες”, “Το ιντερμέδιο,τα κουκιά και ο Πυθαγόρας...”, “Η αφύπνιση στους Δελφούς”, “Αντιθέσεις”, “Στα μονοπάτια της “Γνώσης””, “Η φύση και η ακολασία”, “Ο ρεαλισμός των ονομάτων (δεύτερη επίσκεψη)”, “Συμβολικός τόπος: το μαγεμένο δάσος”, “Μυστικά διακείμενα”, “Η Λήδα, η πίστη και η ηδονή”, “Γιν και γιανγκ”, “Αρχετυπική γυναίκα”, “Ο Παν στον σύγχρονο κόσμο”, “Ο Οιδίπους και η Σφίγγα”, “Προϊστορία”, “Τέκτονες και αρχιτέκτονες”, “Η φαντασία και οι κανόνες: για μια ποιητική του συγκερασμού”, “Ποια ιστορική και προσωπική συνάφεια;” και πολλά άλλα. Κάτι που μας άγγιξε κι εντυπωσίασε είναι η διεισδυτική και στοχαστική πληρότητα κι επάρκεια των φιλοσοφικών αναλύσεων της συγγραφέως, που ομολογούμε πως μας κατέπληξε σε πολλά κεφάλαια αυτής της μελέτης, π.χ. διαβάζοντας τα κεφάλαια “Στα μονοπάτια της “Γνώσης””, “Η Ωραία Κοιμωμένη και το συλλογικό ασυνείδητο”, “Η πτώση του ανθρώπου και το τέλος του παραμυθιού”, “Γιν και Γιανγκ”, “Ο Παν στον σύγχρονο κόσμο”, “Ο Οιδίπους και η Σφίγγα” ή “Η φαντασία και οι κανόνες: για μια ποιητική του συγκερασμού”, για τον Σπινόζα, τον Μπαχ και τα υπόλοιπα! Επίσης, όσο προχωράς την ανάγνωση του δοκιμίου αντιλαμβάνεσαι την τεράστια δουλειά έρευνας, μελέτης και αναστοχασμού που έχει πραγματοποιηθεί για να ολοκληρωθεί, χώρια η κατάκτηση της υψηλής ποιότητάς της.
Η Καστρινάκη γράφει “για την επιθυμία ενός προικισμένου ανθρώπου [Κ.Πολίτη] να παίξει το υψηλό και το κωμικό, το μεγαλειώδες και διασκεδαστικό παιχνίδι του συμβολισμού”. Η διαπρεπής φιλόλογος επιχειρηματολογεί πειστικά και μας εξηγεί κι αποδεικνύει πως ο Κ.Πολίτης, όπως και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς, ήταν επηρεασμένος από τον ρομαντισμό και τις μυστικιστικές ιδέες του γνωστικισμού, του θεοσοφισμού και τον τεκτονισμό. Ο Κοσμάς Πολίτης εναντιωνόταν προς “το ζωώδες σμίξιμο” στη φύση. “Χρειάζεται να την [τη φύση] εξημερώσει κανείς, να την εξευμενίσει ή, ακόμα καλύτερα, να την υπερβεί. Η ίδια η πορεία που διανύει ο ήρωας δείχνει την αναγωγή από την κατώτερη ύλη σε έναν ανώτερο, πιο άυλο κόσμο, τον κόσμο των αισθημάτων”. Η Καστρινάκη γράφει για τα δύο κεντρικά πρόσωπα πως “...έχουν μείνει πιστοί ανάμεσά τους “έστω και ασυνείδητα”. Οι πρόσκαιροι “γάμοι” και επαφές τους με διάφορες κατώτερες υπάρξεις δεν θίγουν ουσιαστικά τον έρωτά τους. Ο ένας ήταν “προορισμένος” για τον άλλον, ενστερνίστηκαν αυτόν τον καθορισμό, κι αν έμπλεξαν στη μιαρή ύλη, αποκαθάρθηκαν με τη μεγάλη θυσία, οπότε μετά θάνατον θα πετύχουν την επανένωση. Το αρχικό εκείνο ανδρόγυνο, το πλατωνικό, θα ξανασμίξει...”. Γράφει επίσης “...ο Παύλος, χωρίς να το συνειδητοποιεί, σε όλη την ημι-συνειδητή ή ασύνειδη ζωή του αναζητά τη φώτιση...” “Αυτή άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί η προσφορά του ήρωα στην ανθρωπότητα: ότι διέσωσε, με θυσία της ζωής του, το ιδανικό”. Ο Παύλος επιχειρεί να φθάσει, πεθαίνοντας, πέραν του επέκεινα. Ο Κ.Πολίτης πιθανά μας προσκαλεί προς την αφύπνιση και την εσωτερική φώτιση, που είναι η διαδικασία της επαφής με τον εσώτερο εαυτό και της αυτογνωσίας, και κατά τους γνωστικιστές, της θεογνωσίας. Οι πεποιθήσεις αυτές “σχετίζονται και πάλι με το σύστημα σκέψεις του γνωστικισμού”, σημειώνει η Καστρινάκη.
“Υπάρχει στο έργο μια διάχυτη άρνηση της συμβατικότητας, μια άρνηση του κατά συνθήκην γάμου”, σημειώνει η Καστρινάκη. Συναντούμε αφ'ενός την “ηθικοποίηση του έρωτα, ο οποίος έχει κατρακυλήσει” και διαφθαρεί και αφ'ετέρου την “άρνηση υποταγής στη συνήθεια, την εξέγερση ενάντια στη συμβατικότητα, το δικαίωμα στο όνειρο”. Πολύ μεγάλη σημασία έχει η άποψη του Κ.Πολίτη την εποχή του γραψίματος του Λεμονοδάσους, το 1930, πως “η ευτυχία βρισκόταν “στα όνειρά μας που μένουν ανέπαφα από τη φθορά της ζωής” και η μετατροπή της στη διαφορετική άποψη που υποστήριξε την εποχή που έγραψε “Το Γυρί”, το 1944, στο τέλος της γερμανικής κατοχής, “κανένα όνειρό μας δεν αξίζει όσο η ζωή”!
Στο κομμάτι που αναφέρεται στο Κολονάκι και στην Πλάκα, σελ. 339, η Καστρινάκη γράφει “έως ότου ο ήρωας απαρνείται τις θανάσιμες ροπές του προς τη σάρκα”. Μα στο μυθιστόρημα, αποβαίνει πολύ περισσότερο θανάσιμη και θανατερή η απάρνηση της σάρκας και της υλοποίησης και πραγμάτωσης του έρωτα, παγίδα στην οποία περιπίπτουν πρώτη η σεμνή Βίργκω-Παρθένα και κατόπιν ο αλαζονικός κι ανυποχώρητος Παύλος. Ο Παύλος θυσιάζει την ερωτική φαντασία του, τον έρωτά και τη ζωή του για να πλησιάσει το ιδεαλιστικό υψηλό και ιδανικό. Η Καστρινάκη διερευνά όπως πάντοτε τα θέματα του έρωτα, των σχέσεων των φύλων και των απιστιών. Ενδεικτικά γράφει “...η “πυρωμένη σαν φούρνος θερμάστρα” που φαντάζεται δίπλα στο κρεβάτι των οργίων, έτσι όπως αντιπαρατίθεται με με τη δροσερή αυγινή πνοή, πρέπει να μας προβληματίσει, να μας προκαλέσει ορισμένους (κολασμένους)(!) συνειρμούς...”
Όπως εξηγεί η φιλόλογος και συγγραφέας, η Βίργκω (Παρθένος Μαρία, Μητέρα Γη, μητέρα, Σφίγγα, Ιζόλδη, Λότε, ηρωίδα του Γκαίτε, μαντάμ Αρνού, ηρωίδα του Φλομπέρ, μα και κάπως αμφίσημη, ως φονική φαλλική μητέρα), εμποδίζοντας τη σαρκική ένωσή τους, θα οδηγήσει τον Παύλο στο πνεύμα και στον θάνατο, υπεράνω της ύλης. Ο Παύλος στην προσπάθειά του για εξύψωση προς το πνεύμα, παραπέμπει και προσομοιάζει με Άγιο Παύλο, Ιησού, Ιάσωνα, Οιδίποδα, Πάνα, Ιππόλυτο, Άμλετ, Τριστάνο, τον Πιερότο, τον Προμηθέα, που η αυστηρή, ηθική αντίληψη των θεών τον αλυσόδεσε ανήμπορο, για να του κατασπαράζουν φριχτά τα συκώτια, καθώς και με τον Βέρθερο και τον Φρεντερίκ Μορό. Προσωπικά επιμένουμε στις ομοιότητες με τους δυο τελευταίους βασανιζόμενους άντρες, ιδίως με τον πολυαγαπημένο μας εδώ και χρόνια, χαρακτήρα Φρεντερίκ Μορό του Σταντάλ, από το μυθιστόρημά του “Αισθηματική αγωγή” [το οποίο δωρίζουμε ορισμένες φορές σε γυναίκες, με μέτρια αποτελέσματα (τι να τον κάνουν, πώς να τον χρησιμοποιήσουν τόσο καλός και παθητικός, άπρακτος κι αποτυχημένος ερωτευμένος που είναι;). Μάλλον ψάχνουν τον βαρβάτο σινιόρ Κατσόνε της “Πόλης των γυναικών” ή στην καλύτερη περίπτωση τον Καζανόβα, και οι δυο ήρωες του σκηνοθέτη Φ.Φελλίνι)].
Σχετικά με τη διακειμενικότητα, η Καστρινάκη μας βεβαιώνει πως “Το Λεμονοδάσος είναι ένα κείμενο φτιαγμένο από άλλα κείμενα”. Επίσης επισημαίνουμε πως χρησιμοποιεί συχνά και γόνιμα, τις ψυχαναλυτικές συλλήψεις του Καρλ Γιουνγκ που ταιριάζουν με το μυθιστόρημα του Κ.Πολίτη.
(2). Η στάση αυτή του πατέρα μού θυμίζει λίγο, διαστροφικά, την αδιαφορία και περιφρόνηση πολλών προς τον “υπαρκτό σοσιαλισμό”, σε αντίθεση με την αιθεροβάμονα, τρελή αγάπη τους προς τον... ανύπαρκτο σοσιαλισμό!
(3). Σταδιακά παρατηρούμε και κατανοούμε πως, αρκετές φορές, η αντίληψη του συγγραφέα διαφοροποιείται από την πιο άπειρη κι αφελή άποψη του νεαρού ήρωά του.
(4). Αν και δεν έχω ερευνήσει καθόλου τη βιογραφία του Κ. Πολίτη, θα μπορούσα να υποθέσω πως ενδεχομένως υπάρχει στο μυθιστόρημα κάποιο υπόστρωμα βιωματικό, κάποιος απολεσθείς ερωτικός στόχος στο παρελθόν ή ένα σχετικό ερωτικό τραύμα, π.χ. στη Γαλλία, αφού συνέλαβε αρχικά την ιδέα του μυθιστορήματος όταν επέστρεψε από αυτή, το 1926, ή στην Ελλάδα.
(5). Η αδρή κατατομή του Κοσμά Πολίτη, με το ρωμαλέο πρόσωπο όλο έντονα χαρακτηριστικά και γωνίες, ίσως βοηθάει να αντιληφθούμε και να νιώσουμε την αρρενωπότητά του.
(6). Βλέπε ξεπαρθένεμα των καλογριών από τους Σαρακηνούς στα παγωμένα πατώματα, άλλη μία αναφορά του Πολίτη σε έντονο, επιθετικό ή βίαιο ξεπαρθένεμα γυναικών, θα ακολουθήσουν κι άλλες...
(7). Η ιστορία των δυο νέων πρωταγωνιστών του Λεμονοδάσους μου θυμίζει, ως κριτικό κινηματογράφου, ένα εξίσου πικρό κι επώδυνο έργο πάνω στην άδικη ματαίωση της σεξουαλικής ένωσης δυο νέων ανθρώπων που συμπαθιούνται κι αγαπιούνται πολύ, την σπουδαία, πικρόπιοτη κι οδυνηρή ταινία Splendor in the Grass (Πυρετός στο αίμα, 1961), του μετρ σκηνοθέτη Ελία Καζάν, σε έξοχο σενάριο του 1966, του μελαγχολικού μυθιστοριογράφου και δραματουργού Γουίλιαμ Ινγκ. Ο Γ. Ινγκ είχε δημιουργήσει μερικούς χαρακτήρες κλειστούς, προβληματικούς, μοναχικούς και βασανισμένους από έρωτα, έλλειψη καλής επικοινωνίας και ψυχολογικά ζητήματα (και τερμάτισε διαπράττοντας αυτοκτονία, όπως κάποιοι χαρακτήρες του). Αναφορικά στον Πυρετό στο αίμα, που διαδραματίζεται στην επαρχιακή Αμερική του 1929, δεν βρίσκω τυχαίο πως το Λεμονοδάσος γράφτηκε σε κοντινή χρονολογία με αυτή της δράσης του φιλμ, το 1930. Και στα δυο έργα, δύο άνθρωποι, κοπέλα και νεαρός, μπλοκαρισμένοι από τον διάχυτο πουριτανισμό του περιβάλλοντος, δεν προχωρούν προς το σεξ, ώστε να ολοκληρώσουν την αγάπη. Μα στον Πυρετό στο αίμα το μεγάλο ψυχικό βάρος και τον αβάσταχτο πόνο της αδυναμίας συνεύρεσης, φορτώνεται η γυναίκα (την υποδύεται πολύ ευαίσθητα η Νάταλι Γουντ), που και αυτή κάνει απόπειρα αυτοκτονίας (όπως και στην πραγματική ζωή της), όπως ο Παύλος – η δική της αποτυχημένη στην ταινία – και τελικά τρελαίνεται (όπως ουσιαστικά κι ο Παύλος), ενώ ο νέος άντρας (Γουόρεν Μπίτι) γλυτώνει, όπως η Βίργκω, τσαλακωμένος...
(8). Η ηθική υπέρβαση, transgression, είναι η παραβίαση των κοινωνικών κι ερωτικών, ηθικών κωδίκων ενώ η απαγόρευση που αυτοί θεσπίζουν είναι ακόμη ενεργή, όπως γράφει ο Μπατάιγ, και ουδόλως αμβλυμένη ή καταργημένη.