Σκέψεις –προσωπικός φόρος τιμής και περιδιάβαση– για το συγγραφικό έργο και την προσωπικότητα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.
Της Ειρήνης Ρηνιώτη
Γνώριζα το ευθύβολο βλέμμα του από τις φωτογραφίες των βιβλίων του, που μελετούσα προτού τον γνωρίσω. Η πρώτη μας συνάντηση έγινε όταν με κάλεσε σε μιαν εκπομπή Λόγου και Τέχνης που παρουσίαζε στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Με υποδέχτηκε φιλικότατα, και νιώθοντας μαζί του εξαρχής ένα είδος «εκλεκτικής συγγένειας», συζητήσαμε στον αέρα για ποίηση με αφοπλιστική εγγύτητα. Με καθήλωσε ο λόγος του, με εντυπωσίασε η ευθυκρισία του, με συγκίνησε η σεμνότητά του. Έκτοτε, μεταπήδησε από τις σελίδες των βιβλίων του στη ζωή μου, έγινε σημείο αναφοράς στον πνευματικό δρόμο μου, αποτέλεσε για μένα μιαν ανεκτίμητη –υπαρξιακής χροιάς– φιλική σχέση, που εδράζετο στην ποίηση.
Τα πρώτα χρόνια συναντιόμασταν συχνά και κουβεντιάζαμε για λογοτεχνία. Τον θυμάμαι να διανύει τους αιώνες –με απίστευτη άνεση– μιλώντας για πρωτοπορίες και ρεύματα, έργα και συγγραφείς, ποίηση, πεζογραφία και κριτική. Κάποιες φορές, όταν είχε οίστρο, η σκέψη του κάλπαζε, ιχνηλατώντας τον συναρπαστικό και ερεβώδη κόσμο της γραφής με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Ισχυριζόταν ότι μόνον η οδύνη γεννά νέα πράγματα στη λογοτεχνία και θεωρούσε ότι η συναισθηματική εμπλοκή θολώνει το λογοτεχνικό τοπίο, αναχαιτίζοντας την εξελικτική δύναμη του κειμένου. Τα πάντα διακυβεύονται στην τέχνη, έλεγε, γιατί είναι ένα τολμηρό και απρόβλεπτο παιχνίδι, που απαιτεί τη σοβαρότητα, την αφοσίωση και την προσήλωση ενός παιδιού που παίζει. Έφερνε ως παράδειγμα τον Αρθούρο Ρεμπώ, ο οποίος σε μια καίρια στιγμή της ποιητικής εξέλιξης, διαθέτοντας τη μεγαλοφυή σύλληψη της νεαρής ηλικίας, διακήρυξε την ποιητική ελευθερία συλλαμβάνοντας τη δύναμη της αυτόματης γραφής, του υποσυνείδητου και του ονείρου, χρησιμοποιώντας δημιουργικά την άβυσσο των παθών του.
Δεινός μελετητής της λογοτεχνίας και βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος, για να ηνιοχήσει τη μνήμη αξιοποίησε εντέχνως τον υπαινιγμό, την αμφισημία, την ειρωνεία, τη φαντασία και τον συνειρμό, προκειμένου να δημιουργήσει νησίδες ασφαλούς προσπέλασης στη σκοτεινή θάλασσα των συναισθημάτων και να οικοδομήσει το έργο του στο στέρεο έδαφος της αποστασιοποίησης.
Μήπως, εντέλει και ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου δεν έπραξε με παρεμφερή τρόπο, απελευθερώνοντας τον ποιητικό λόγο από τα δεσμά του, καταθέτοντας τη βιωματική οδύνη του με παιγνιώδη διάθεση, διαμορφώνοντας μιαν άλλη αίσθηση των πραγμάτων; Όπως όλοι οι μεγάλοι της λογοτεχνίας, βιώνοντας εντόνως την υπαρξιακή αγωνία που οδηγεί στην αυτεπίγνωση, επιδίωξε συστηματικά –μέσω της ποίησης, της πεζογραφίας και της κριτικής– ν’ αναδείξει τους συνεκτικούς αρμούς που τον έδεναν με τον κόσμο. Δεινός μελετητής της λογοτεχνίας και βαθύτατα σκεπτόμενος άνθρωπος, για να ηνιοχήσει τη μνήμη αξιοποίησε εντέχνως τον υπαινιγμό, την αμφισημία, την ειρωνεία, τη φαντασία και τον συνειρμό, προκειμένου να δημιουργήσει νησίδες ασφαλούς προσπέλασης στη σκοτεινή θάλασσα των συναισθημάτων και να οικοδομήσει το έργο του στο στέρεο έδαφος της αποστασιοποίησης. Με τις λεπταίσθητες κεραίες του αντιλαμβανόταν την παράνοια, τη λαίλαπα και τον ορυμαγδό του κόσμου, και –έχοντας σαφέστατη καλλιτεχνική πρόθεση– εστίαζε με μεγάλη καθαρότητα στο καίριο, καταθέτοντας επιλεκτικά ό,τι ανταποκρινόταν στην ιδιοσυγκρασία και στον ψυχισμό του, δημιουργώντας σκοπίμως μιαν ανθρωπογεωγραφία, η οποία, ενώ αναφέρεται στον δικό του κόσμο, απευθύνεται εντέλει και αφορά τον καθένα μας.
Με την αισθητική και το ύφος του επιχείρησε εγκάρσιες τομές στο σώμα της ύπαρξης, βαθαίνοντας το νυστέρι της αυτογνωσίας ως το μεδούλι των πραγμάτων. Μίλησε με συνειδησιακή ειλικρίνεια για το: απαστράπτον ξεψύχισμα του νοήματος, και για τον λόγο: που ήταν πρώτα κλάμα, ξόρκι και ρυθμός […] και ύστερα νόμισμα στα χέρια των τρελών, δημιουργώντας στίχους –που αιωρούμενοι στ’ όνειρο– ανιχνεύουν τον εφιάλτη: Ραβδοσκόποι του ονείρου με απειλούν […]. Οπότε και τ’ όνειρο χώρος κοινόχρηστος θα είναι και άσυλο η νύχτα ακατάστατο. Η σκέψη του βουτά στο σκοτάδι για ν’ αναμετρηθεί με το φως σ’ έναν χρόνο ρευστό που καλπάζει: οι ώρες είναι ανήμερες σαν ξεχασμένοι αντάρτες που ξέμειναν κρυμμένοι στις σπηλιές της πιο άγριας ιστορίας. Ο συγκερασμός του χρόνου είναι ενδεικτικός στην ποίησή του, το παρελθόν εισχωρεί στο παρόν, το παρόν απομυζά το μέλλον, ενώ η στιγμή τα συμφύρει όλα σε μια λάμψη που επιτρέπει στο οξυδερκές μάτι του ποιητή να δει: τα πράγματα να σπαρταρούν πιασμένα στο αγκίστρι του ονόματός τους. Και άδεια ονόματα ύστερα να σέρνονται παρασυρμένα από τη δύναμη ενός τίποτα.
Ελλειπτικός, αφαιρετικός, ανατρεπτικός ο ποιητικός λόγος του, στήνει ενέδρα στον εφησυχασμό και στην αδράνεια, αποτυπώνει λεπταίσθητες βιωματικές αποχρώσεις, καταγράφει υπόγεια συνειδησιακά ρεύματα, αναζητώντας: στα καταγώγια του ύπνου, τις μύχιες αλήθειες της ύπαρξης.
Το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας επίγνωση αφενός της μηδαμινότητας και αφετέρου του δυνητικού ανθρώπινου μεγαλείου, ακροβατεί στα πιο απόκρυφα σημεία του αίματος, για να καταγράψει την έσωθεν και έξωθεν μαρτυρία ενός κόσμου που καταρρέει, καθώς: κάθε ιθαγένεια ταλαντεύεται ανάμεσα στη στέρηση και την ιδιοτελή φιλανθρωπία. Ελλειπτικός, αφαιρετικός, ανατρεπτικός ο ποιητικός λόγος του, στήνει ενέδρα στον εφησυχασμό και στην αδράνεια, αποτυπώνει λεπταίσθητες βιωματικές αποχρώσεις, καταγράφει υπόγεια συνειδησιακά ρεύματα, αναζητώντας: στα καταγώγια του ύπνου, τις μύχιες αλήθειες της ύπαρξης. Αλλού χιονίζει ακόμα ενώ στην κάτασπρη ποδιά του εκδορέα αίμα και ήχος δερμάτινου ακονίσματος στο γλαρωμένο βλέμμα του παιδιού που αρνήθηκε πεισματικά τη μάσκα του άντρα.
Η παραστατικότητα και η σήμανση των στίχων, υπαινικτική και ιδιαιτέρως υποβλητική, αφοπλίζει και καθηλώνει. Η αίσθηση του επερχόμενου τέλους, φαίνεται πως δεν τρομάζει τον ποιητή, ο οποίος γνωρίζει τα τεχνάσματα του αντιπάλου και σαρκάζει την ευσπλαχνία του: Ο θάνατος είναι τρυφερός και αγαπάει τους υπηκόους του. Χαρίζει εκτάσεις ύπνου απέραντες, δωρεάν τους τρέφει και τους συντηρεί, με λάσπη τους στερεώνει τα μαλλιά να μη χαλάει τη χωρίστρα τους ο αέρας. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, προχωρώντας με σθένος προς το ποιητικό όραμά του, ράβοντας πάνω στο λευκό πουκάμισο της ποίησης ένα μαύρο κουμπί που συμπυκνώνει και ερμηνεύει διαχρονικά την πεμπτουσία του έργου του: Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, και αλλού: Το μαύρο αν μίλαγε «μη με φοβάστε». Θα έλεγε «χτενίστε με στο φως, στον ήλιο. Απλώστε το αίμα μου να δείτε. Πώς πονάω όταν με ντύνεστε˙ δεν. Είμαι εγώ το σκοτεινό που σας τυφλώνει. Δεν είμαι εγώ το σκοτεινό μα το ένδυμά του».
«Ο θάνατος είναι τρυφερός και αγαπάει τους υπηκόους του. Χαρίζει εκτάσεις ύπνου απέραντες, δωρεάν τους τρέφει και τους συντηρεί, με λάσπη τους στερεώνει τα μαλλιά να μη χαλάει τη χωρίστρα τους ο αέρας».
Στην ποίηση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, όλα όσα συνιστούν τη ζωή συγχωνεύονται στην παρούσα στιγμή, γίνονται ευανάγνωστα εσωτερικά εικαστικά τοπία και μεταστοιχειώνονται σε εξαίρετα δείγματα ποιητικής γραφής, μέσω μιας αυτόνομης, διαταραγμένης και αποσπασματικής γλώσσας, η οποία αντιμάχεται τη φθορά και καταλύει τον θάνατο, μέσω της αποδοχής του: Το φύλλο αυτό που αποσβολώθηκε σε βράχο επάνω και ύστερα είπαν ότι απόδειξη ζωής, σημάδι αιφνίδιας σύναξης του πράσινου μπροστά στου αφανισμού του το ενδεχόμενο, το φύλλο αυτό και τώρα ακόμα στη μνήμη του ίσκιου του θροεί. Ο ρυθμικός καλπασμός των στίχων του μαρτυρεί ότι το παρόν του ποιητικού υποκειμένου επικυρώνεται διαρκώς μέσα από την απώλεια και το πένθος, ενώ ο ίδιος ποιητής, όπως είπε στην εκπομπή Μονόγραμμα, προτείνει μιαν αξιοθαύμαστη στάση ζωής επιλέγοντας να πεθαίνει ζώντας παρά να ζει πεθαίνοντας.
* Η ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΝΙΩΤΗ είναι ποιήτρια.