Της Μαρίας Λάτσαρη
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Στην εναρκτήρια φράση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Μαρσέλ Προυστ θέτει αμέσως τις δύο αλληλένδετες έννοιες που διατρέχουν το μυθιστόρημά του. Χρόνος και μνήμη. Το μυθιστόρημα αρχίζει με τη φράση «για χρόνια» και ολοκληρώνεται με τη φράση «στον Χρόνο» με χ κεφαλαίο. Μέσω της μνήμης κλείνει ένας κύκλος ξανακερδισμένου χρόνου. Το τέλος γίνεται η αρχή.
Με την επιστήμη στο τιμόνι, λύνουμε τους κάβους του χρόνου. Είμαστε τυχαίες υπάρξεις πάνω σε έναν τυχαίο πλανήτη που περιφέρεται γύρω από έναν τυχαίο ήλιο ενός πολύ πιθανόν τυχαίου σύμπαντος από τα πολλά εν δυνάμει σύμπαντα, σύμφωνα με τη θεωρία του πολυσύμπαντος.
«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω» θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε μαζί με τον Ιερό Αυγουστίνο (Αγ. Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, XI, 14).
Οι πρώτοι άνθρωποι, με μια κυκλική αντίληψη του χρόνου, έπλασαν ιστορίες για να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα πριν καταφέρουν να μετρήσουν, να πειραματιστούν και να επαληθεύσουν. «Νιώθω φιλικά μες στο μυστήριο του κόσμου γιατί ’μαι μέσα στο χώρο και το χρόνο…» αποφαίνεται στην Γκραγκάντα ο Γιάννης Ρίτσος. Με την επιστήμη στο τιμόνι, λύνουμε τους κάβους του χρόνου. Είμαστε τυχαίες υπάρξεις πάνω σε έναν τυχαίο πλανήτη που περιφέρεται γύρω από έναν τυχαίο ήλιο ενός πολύ πιθανόν τυχαίου σύμπαντος από τα πολλά εν δυνάμει σύμπαντα, σύμφωνα με τη θεωρία του πολυσύμπαντος. Ακολουθώντας τη θεωρία του Big Bang ο χρόνος είναι περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών. Όλα αυτά όμως τα στοιχεία δεν δείχνουν τίποτε άλλο από το πεπερασμένο της ύπαρξής μας. Η πορεία από τη γέννηση στον θάνατο σηματοδοτεί το ψυχολογικό βέλος του χρόνου. Εδώ ακριβώς μας βρίσκει η ποίηση. Ο ποιητής χαμένος, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, κάνει την πλάνη του ποίημα για να αντέξει. «Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, / ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, / "όλα τελείωσαν" ψιθυρίζουν «τώρα», / πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος…» γράφει στους «Ιδανικούς αυτόχειρες» ο Κώστας Καρυωτάκης. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Αλμπέρ Καμύ, «το να δημιουργείς είναι σαν να ζεις δύο φορές».
Στην ποίηση περιηγούμαστε στον χρόνο εύκολα και απλά, όπως στα όνειρά μας. Ο χρόνος επιμηκύνεται, αναδιπλώνεται, παλινδρομεί, συντρίβεται, παγώνει, αλλά ποτέ δεν σπαταλιέται. Φορώντας τη μάσκα του χώρου, μπορεί να γίνει ρυάκι, ποτάμι, χείμαρρος ή και καταρράκτης. Η ποίηση λειτουργεί συμφιλιωτικά, βελτιώνοντας διαρκώς τη σχέση μας με το απροσδιόριστο παρόν. Τι είναι το παρόν; Η απειροελάχιστη στιγμή που χωρίζει το παρελθόν από το μέλλον ή η μόνιμη ουσία που μας περιβάλλει; Συνειδητά ή υποσυνείδητα το παρόν συνδέεται αδιάλειπτα με το παρελθόν και το μέλλον. Είναι το φάντασμα της κίνησης του ήλιου, του ρολογιού, της άμμου σε μια κλεψύδρα.
Ο μοντερνισμός αναλαμβάνει να εκφράσει τον χρόνο με την εσωτερικότητα, το ρεύμα της συνείδησης και την υποκειμενικότητα. Ωστόσο, με τον μεταμοντερνισμό παρατηρείται μια μετατόπιση από τον χρόνο στον χώρο, από την ιστορία στη γεωγραφία, από το παρελθόν στο παρόν και τη σύγχρονη εικόνα.
Γράφει στα Τέσσερα Κουαρτέτα ο Αμερικανός ποιητής Τόμας Έλιοτ, κωδικοποιώντας την έννοια του χρόνου: «Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών / Ίσως και οι δυο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο / Και ο μέλλων χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο / Αν ο χρόνος όλος είν’ αιωνίως παρών / Όλος ο χρόνος δεν μπορεί να ανακτηθεί. / Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση / Που μένει ως αέναη δυνατότητα / Μόνο σε έναν κόσμο εικασιών…». Ό,τι δεν μπορούμε να ανακτήσουμε από τον παρελθόντα χρόνο, το αναζητούμε στην ποίηση. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα του ποιητή, πώς θα φορτίσει τις λέξεις για να αποσπάσει το διαχρονικό από το προσωρινό και, ταυτόχρονα, να διεγείρει τις συγκινησιακές χορδές του αναγνώστη.
Η αισθητική του Τόμας Έλιοτ, του Μαρσέλ Προυστ, της Βιρτζίνια Γουλφ εντάσσεται στη νεωτερικότητα που αντιλαμβάνεται τον χρόνο με τη γραμμική αντίληψη της προόδου. Ιδιαίτερα ο μοντερνισμός –τον όρο «modernité» εισήγαγε ο Μπωντλαίρ το 1845– αναλαμβάνει να εκφράσει τον χρόνο με την εσωτερικότητα, το ρεύμα της συνείδησης και την υποκειμενικότητα. Ωστόσο, με τον μεταμοντερνισμό παρατηρείται μια μετατόπιση από τον χρόνο στον χώρο, από την ιστορία στη γεωγραφία, από το παρελθόν στο παρόν και τη σύγχρονη εικόνα.
Επάνω: T.S. Eliot, Virginia Woolf Κάτω: Lewis Carroll, Jorge Luis Borges |
Ο χρόνος στην ποίηση κυλάει σαν το ξακουστό ποτάμι του Ηράκλειτου. Το γεγονός ότι η αντίληψή μας αφορά μία χρονική στιγμή και ότι βιώνουμε τη στιγμή αυτή σαν να ανήκει σε μία ροή από στιγμές δεν είναι ψευδαίσθηση. Όπως το θέτει καίρια η Χλόη Κουτσουμπέλη στο ποίημά της «Χρόνος»: «Και η στιγμή ένα γοργοπόδαρο ελάφι / που αφήνει πίσω του / μια βουρκωμένη, βελούδινη ματιά / πριν βουτήξει για πάντα στο κενό». Ο ποιητής, κινούμενος στη δική του προσωπική τροχιά, αιχμαλωτίζει τις στιγμές και παρεμβαίνει με ανοίκειο τρόπο στον απρόσωπο, συλλογικό χρόνο. Τον όρο «ανοικείωση» εισήγαγε ο Ρώσος θεωρητικός της λογοτεχνίας Βικτόρ Σκλόφσκι στο δοκίμιό του Η Τέχνη ως τέχνασμα το 1924. Η πραγματική λογοτεχνία, σύμφωνα με τους φορμαλιστές, δεν πρέπει να αντανακλά απλώς την πραγματικότητα, αλλά να την παρουσιάζει μέσα από ένα διαφορετικό ιδιόμορφο πρίσμα. Μας αιφνιδιάζει ο Λούις Κάρολ στο βιβλίο του Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων γράφοντας «αν γνωρίζατε το χρόνο τόσο καλά όσο τον γνωρίζω εγώ, είπε ο Καπελάς, δεν θα λέγατε πως θα τον ξοδέψετε σαν να ’ταν ένα αντικείμενο. Ο χρόνος είναι ένα πρόσωπο». Αν θα μπορούσα να ερμηνεύσω τον Κάρολ, θα έλεγα ότι το πρόσωπο αυτό είμαστε εμείς. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, άλλωστε, στο δοκίμιό του Νέα ανασκευή του χρόνου, το διατυπώνει ρητά: «Ο χρόνος είναι η ουσία απ’ την οποία είμαι φτιαγμένος. Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με παρασέρνει, αλλά εγώ είμαι το ποτάμι˙ είναι ένας τίγρης που με κατασπαράζει, αλλά εγώ είμαι ο τίγρης˙ είναι μια φωτιά που με αναλώνει, αλλά εγώ είμαι η φωτιά. Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι πραγματικός˙ εγώ δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες».
Στην ποίηση, η οποία εξάλλου είναι μια μεταφορά, το νήμα του χρόνου άλλοτε διαγράφει κύκλο, άλλοτε ευθεία γραμμή και άλλοτε μαιάνδρους. Με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση δημιουργεί μια νέα οπτική του χρόνου και η σχέση μεταξύ τους καταλήγει αμφίδρομη. Ο χρόνος γεννά ποίηση και η ποίηση γεννά χρόνο.
Το 1751, ο Σουηδός βοτανολόγος και φυσιοδίφης με το εξελληνισμένο όνομα Κάρολος Λινναίος σχεδίασε ένα ρολόι από άνθη, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα είδη λουλουδιών που ανθίζουν. Ο Λινναίος τοποθέτησε τα επιλεγμένα είδη λουλουδιών σε έναν κύκλο, δημιουργώντας ένα ρολόι που έδειχνε την ώρα της ημέρας που άνοιγε το άνθος του το κάθε είδος. Ο χρόνος, τόσο ο κυκλικός όσο και ο γραμμικός, είναι ενσωματωμένος στα έμβια όντα. Ο κυκλικός χρόνος αποτυπώνεται στα βιολογικά ρολόγια, τα οποία συγχρονίζουν τους ημερήσιους ρυθμούς, παραδείγματος χάριν, τον ύπνο και την αφύπνιση, τον κύκλο διάφορων ορμονών και άλλες φυσιολογικές λειτουργίες. Ο γραμμικός χρόνος σχετίζεται άμεσα με τη μνήμη, η οποία είναι μία από τις λειτουργίες που ορίζουν την ατομικότητα του καθενός μας. Στην ποίηση, η οποία εξάλλου είναι μια μεταφορά, το νήμα του χρόνου άλλοτε διαγράφει κύκλο, άλλοτε ευθεία γραμμή και άλλοτε μαιάνδρους. Με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση δημιουργεί μια νέα οπτική του χρόνου και η σχέση μεταξύ τους καταλήγει αμφίδρομη. Ο χρόνος γεννά ποίηση και η ποίηση γεννά χρόνο.
Η αναλγησία του χρόνου αποκαλύπτεται σκανδαλωδώς και ανάγλυφα στο ανθρώπινο σώμα. Από το κυτταρικό επίπεδο, που δεν φαίνεται, μέχρι το επίπεδο του οργανισμού, που δεν κρύβεται. Η σάρκα δεν μετρά τον χρόνο σε μέρες και χρόνια αλλά σε ρυτίδες και αμπούλες botox. Η διάβρωση και η φθορά του σώματος δηλώνει την άνιση αναμέτρηση με το μεταφυσικό κενό και τον φόβο του θανάτου. Και η ποίηση αναλαμβάνει να εκφράσει τη σωματική αίσθηση του χρόνου και την αποδοχή του τετελεσμένου μέλλοντός μας. Λέξεις που έχουν αποθηκεύσει τις οδύνες του παρελθόντος γίνονται σώματα που θυμούνται, που περιμένουν, που σταδιακά καταρρέουν. Σύμφωνα με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Δεν θα ’μαστε ποτέ / αυτό που είμαστε στιγμιαία / αλλ’ είναι θρίαμβος / αυτή η σταθερή απώλεια. / Σώζεται μόνο / η σιωπή του φύλλου /σκουραίνει το σώμα / μαζί με τη μέρα / ως της νύχτας την απρόσμενη / λάμψη του μαύρου. / Θραύσματα ζωής / αντικαταστούν τα χρώματα / στις μικρές απεικονίσεις / του ονείρου, / αμυχές / τις σκιές φωτός / στο προσωρινό δέρμα…» («Θρίαμβος της σταθερής απώλειας»).
Επάνω: Τάσος Λειβαδίτης Κάτω: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Χλόη Κουτσουμπέλη |
Ο ποιητής, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στην εξόφληση του βιολογικού γραμματίου, εφευρίσκει τρόπους να παρηγορηθεί για την τελεσιδικία με την έσχατη ώρα. Τοποθετεί ζώντες και τεθνεώτες να συνοδοιπορούν εντός του ποιητικού χρόνου, σώζοντάς τους από την πίκρα που φέρνει ο θάνατος. Δοκιμάζει να περάσει από το τελευταίο τελωνείο ένα μολύβι και μερικές σελίδες χαρτί. Ο Τάσος Λειβαδίτης, για παράδειγμα, προσπαθεί να κλείσει τις ρωγμές που αφήνει πίσω του ο χρόνος, χαρίζοντάς μας κόσμους που δεν θέλει να αποχωριστεί: «Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο, / κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου / για να πάρω και τον χρόνο μαζί μου / Κι ίσως ό,τι μένει από μας να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας / ένα μικρό μη με λησμόνει» («Φύλλα ημερολογίου»). Άλλες φορές πάλι, εύστοχα και επιγραμματικά, αρνείται να συμβιβαστεί με το πέρασμα του χρόνου, καταγγέλλοντας τα Ψεύδη του ημερολογίου: «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή».
Δεν μπορούμε να δούμε το παρελθόν παρά σαν μια ανάμνηση της σκέψης μας. Τι είναι, λοιπόν, η μνήμη; Σύμφωνα με τον Διονύση Σιμόπουλο «οι αρχαίοι Έλληνες που έβλεπαν κάθε βράδυ τη γαλακτόχρωμη φωτεινή λωρίδα του Γαλαξία μας να διασχίζει τον ουρανό, την ονόμασαν “γέφυρα του χρόνου”. Επειδή απαιτείται η παρέλευση κάποιου χρόνου για να φτάσει μέχρι σε μας το φως από τα μακρινά άστρα και τους γαλαξίες, όταν κοιτάζουμε έξω στο διάστημα βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι τη στιγμή που το παρατηρούμε. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι βλέπουμε και μελετάμε αναμνήσεις. Κατά κάποιον τρόπο ο έναστρος ουρανός είναι ένα είδος μηχανής του χρόνου. Όσο πιο μακριά βλέπουμε μέσα στο Σύμπαν, τόσο πιο πολύ εισχωρούμε στο παρελθόν». Η μνήμη μάς βοηθά να ταξιδεύουμε νοητικά στον χρόνο. Η αντίληψη του χρόνου ή, αλλιώς χροναισθησία, οικοδομείται πάνω στη μνημονική ιλύ, τις διαδοχικές, ενίοτε και φανταστικές, επιστρωματώσεις της. Ο ποιητής διαλέγει τις αναμνήσεις που έχουν σημασία για το «τώρα», για να του προσδώσει τη δύναμη του πραγματικού.
«Όταν θυμόμαστε τους προηγούμενους εαυτούς μας, υπάρχει πάντοτε αυτή η μικρή φιγούρα με τη μακριά σκιά της που κοντοστέκεται σαν ένας αβέβαιος, αργοπορημένος επισκέπτης σ’ ένα φωτισμένο κατώφλι στο μακρινό τέλος ενός διαδρόμου που στενεύει αμείλικτα» αναφέρει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο μυθιστόρημά του Άντα. Η βιωματική μνήμη που «επανέρχεται όπως τα φώτα στο ταβάνι από διερχόμενα αυτοκίνητα…» διαβάζουμε στο ποίημα «Ο κύριος Παναγιώτης» του Θανάση Μαρκόπουλου, είναι αναδρομική και αυτοαναφορική. Δημιουργούμε αναμνήσεις ή οι αναμνήσεις μας αυτοδημιουργούνται. Η ανάκληση μιας ανάμνησης τη μετατρέπει σε ανάμνηση της ανάμνησης. Οι συνάψεις μεταξύ των νευρώνων διευθετούνται εκ νέου, η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μεταβάλλεται, και η μνήμη ξεγελάει τον χρόνο. Η ποίηση περνάει από τις χαραμάδες της και οι αναμνήσεις που ανασύρονται, αναβιώνουν και αποκτούν νέο πρόσωπο. Κατά την ποιητική πράξη, μέσω της επανάληψης, του αναστοχασμού και της επιβράδυνσης, είναι δυνατόν να βιώσουμε μεθύστερα ένα γεγονός. Ίσως, οι εικόνες, οι προσδοκίες, οι συγκινήσεις και οι απογοητεύσεις της παιδικής ηλικίας καθώς και ο γενέθλιος τόπος αναδύονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα ποιήματα. Αυτές οι εμπειρίες έχουν αφήσει έντονο και άμεσα προσβάσιμο αποτύπωμα στην ενήλικη ζωή μας. Ο λόγος είναι ότι στην παιδική ηλικία τα πάντα είναι πρωτόγνωρα, η μνήμη «γράφει» διαρκώς, και γι’ αυτό τα καλοκαίρια φαίνεται να κρατούν περισσότερο.
Ο χρόνος υπάρχει για τον ποιητή, όχι ο ποιητής για τον χρόνο. Σύμφωνα με τον ορισμό της Μαρίνα Τσβετάγεβα ένας μοντέρνος ποιητής, όπως ήταν ο Γκαίτε, δεν αντικατοπτρίζει τον χρόνο του, την εποχή του, αλλά τη δημιουργεί.
Εντέλει, θησαυρίζοντας τα θραύσματα της μνήμης, ο ποιητής καρφιτσώνει τον χρόνο στο ποιητικό παρόν. Οι χτύποι της καρδιάς του συντονίζονται με τον ωροδείχτη και γεννιέται χώρος από τον χαμένο χρόνο. Έτσι, συνεχίζεται ο αείροος κύκλος της φθοράς και της αναγέννησης, όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Η χρησιμότης του εκνευρισμού» της Δήμητρας Χριστοδούλου: «Βέβαια, ένα γρανάζι εδώ, ένα πέρα, / Τιμούν τη μνήμη της ευλαβικής χειροτεχνίας / Κι αρχίζουν να μετρούν εν τη διαλύσει / Τον νέο χρόνο της ποινής και της τάξης: / Τικ-τακ, το φως τα χαράματα! / Τικ-τακ, το ευγενικό φεγγάρι! / Τικ-τακ, η αντλία της καρδιάς…».
Όταν οι χτύποι της καρδιάς του δίνουν τον σφυγμό της εποχής του, ο ποιητής γίνεται μοντέρνος. Ο χρόνος υπάρχει για τον ποιητή, όχι ο ποιητής για τον χρόνο. Σύμφωνα με τον ορισμό της Μαρίνα Τσβετάγεβα, ένας μοντέρνος ποιητής, όπως ήταν ο Γκαίτε, δεν αντικατοπτρίζει τον χρόνο του, την εποχή του, αλλά τη δημιουργεί. Ίσως εκείνοι που αποδείχθηκαν έξυπνα μοντέρνοι είναι ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Δεν έγραψαν απλώς ποίηση, αλλά δημιούργησαν με τον έργο τους τη σύγχρονη αντίληψη για την ελληνικότητα και τον ελληνισμό.
* Η ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ είναι βιολόγος στο Τμήμα Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ και ποιήτρια.
Το πρώτο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Εν δυνάμει πραγματικότητα» κυκλοφορεί από τις εκδ. Μανδραγόρας.
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του Max Ferguson «Χρόνος», λάδι σε καμβά (2006).