Σκέψεις για τη μεγαλόφωνη ανάγνωση από τη βρεφική ηλικία και γιατί καθίσταται απαραίτητη σύμφωνα με εξειδικευμένους επιστήμονες. Στις 8 Σεπτεμβρίου δράσεις μεγαλόφωνης ανάγνωσης για παιδιά σε διαφορετικές γλώσσες στο «Πάρκο για το Παιδί & τον Πολιτισμό» (Λάμψα & Τριφυλίας, Αμπελόκηποι).
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
O George Steiner στη Σιωπή των βιβλίων αναφέρει πως «ο γραπτός λόγος ιχνογραφεί ένα αρχιπέλαγος στα απέραντα ύδατα της ανθρώπινης προφορικότητας», καθώς συνιστά μια ιδιαίτερη τεχνική στην καρδιά ενός σημειολογικού συνόλου, σε μεγάλο βαθμό προφορικού. Κατά μία έννοια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την παρότρυνση του καθηγητή αγγλικών στο πανεπιστήμιο του Harvard, Daniel Donoghue, να ακούσουμε τη φωνή στο κεφάλι μας, που υφίσταται ακόμα και όταν διαβάζουμε σιωπηλά!
Η μεγαλόφωνη ανάγνωση υπήρξε ανέκαθεν στενά συνδεδεμένη με τη μνήμη και αποτελούσε το μέσο της επαφής ενός θεατή «αναγνώστη» με τη λογοτεχνική δημιουργία ενώ, παράλληλα, με τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο αφηγητής (θεατροποιημένος λόγος, ρυθμός, μουσικότητα) συντελούσε καίρια στην αναγνωστική μέθεξη.
Η μεγαλόφωνη ανάγνωση συνιστά μια αρχικά εξωστρεφή ενασχόληση του δυτικού ανθρώπου, ο οποίος για πάνω από 5.000 χρόνια γράφει και διαβάζει κείμενα. Ιδιαίτερα για την κυρίαρχη παρουσία της στην ιστορία της δυτικής μηχανικής της ανάγνωσης, καθώς και για το πώς αυτή επηρεάστηκε από την κατά πολλούς αναπόφευκτη μετάβαση στη σιωπηλή ανάγνωση1 πολλά έχουν γραφτεί και άλλα τόσα ειπωθεί. Ο Πιέτρο Τσιτάτι την ορίζει στους Επαναστάτες της ανάγνωσης ως την αυθεντική μορφή ανάγνωσης για τους Έλληνες. Της δίνει και άλλα προσδιοριστικά επίθετα όπως ηχηρή, συνδέοντάς την με το κλέος του ήρωα, μελωδική, εκφραστική, αφού το βιβλίο δεν είχε προορισμό του να το διαβάσει κάποιος, αλλά να το ακούσει. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση υπήρξε ανέκαθεν στενά συνδεδεμένη με τη μνήμη και αποτελούσε το μέσο της επαφής ενός θεατή «αναγνώστη» με τη λογοτεχνική δημιουργία ενώ, παράλληλα, με τα μέσα που χρησιμοποιούσε ο αφηγητής (θεατροποιημένος λόγος, ρυθμός, μουσικότητα) συντελούσε καίρια στην αναγνωστική μέθεξη.
Η ανάγνωση του γραπτού λόγου, πολλώ δε μάλλον η εκμάθηση των μηχανισμών της, αποδυνάμωσαν τις τεχνικές απομνημόνευσης των κειμένων, λογοτεχνικών ή μη, και ενδυνάμωσαν άλλου είδους τεχνικές αποκωδικοποίησης και νοηματοδότησής των, όχι χωρίς ακόλουθες συνέπειες στον ανθρώπινο εγκέφαλο. «Όταν ένα παιδί μαθαίνει να διαβάζει», μας λέει στο Ο Προυστ και το καλαμάρι η Maryanne Wolf, «ο εγκέφαλός του αναδιαρθρώνεται και δημιουργεί συγκεκριμένες νευρωνικές συνδέσεις προκειμένου να μπορεί να κατανοήσει τα γραπτά σύμβολα. Η υιοθέτηση της γραφής περιόρισε την ανάγκη για μνήμη…»
Τις τελευταίες δεκαετίες, εντούτοις, βιώνουμε πιο έντονα την προσπάθεια διάδοσης-αναζωπύρωσης των προφορικών αφηγήσεων και των μεγαλόφωνων αναγνώσεων. Πέρα από τα καθιερωμένα φεστιβάλ αφήγησης, συχνά παρακολουθούμε οργανωμένες απαγγελίες έργων με αφορμή διάφορα αφιερώματα2.
Κι αν αυτές οι προσπάθειες έχουν σαν αποδέκτη το ενήλικο κοινό, συμβαίνει συχνά οι περισσότεροι να ανασύρουμε στη μνήμη μας εικόνες από την παιδική μας ηλικία που αφορούν τους σημαντικούς μας άλλους να μας διαβάζουν ένα παραμύθι αλλά και εμάς προσηλωμένους να ακούμε μια ιστορία στο ραδιόφωνο ή να την παρακολουθούμε ενίοτε δραματοποιημένη στην τηλεόραση. Αυτές οι εικόνες βέβαια για δεκαετίες αφορούσαν μια ευχάριστη δραστηριότητα που απέβλεπε καθαρά στην ψυχαγωγία του παιδιού. Αυτό που ονομάζουμε σήμερα αναγνωστική επιτυχία ήταν αποκλειστικό προνόμιο της σιωπηρής ανάγνωσης και η επιθυμητά αυξανόμενη ενασχόληση με την ανάγνωση αφορούσε δικές της πρακτικές.
Τα τρία πρώτα χρόνια στη ζωή ενός παιδιού, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, είναι κρίσιμα για την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση από τη βρεφική ηλικία μπορεί να προετοιμάσει ένα παιδί στην ανάγνωση και τη μάθηση.
Παράλληλα με τις προσπάθειες αναβίωσης της προφορικής αφήγησης στην εποχή μας και αξιοποιώντας κυρίως επιστημονικά ευρήματα σχετικά με τη λειτουργία του εγκεφάλου, το ενδιαφέρον φαίνεται να στρέφεται στα οφέλη της μεγαλόφωνης ανάγνωσης ήδη από τη βρεφική ηλικία. Σε αυτό που εστιάζουν οι επιστημονικές μελέτες, ένας κοινός τόπος, είναι η παραδοχή ότι η μεγαλόφωνη ανάγνωση συνιστά μια από τις πιο σημαντικές αναπτυξιακές δραστηριότητες. Και πραγματικά, αφορά πλήθος επιστημονικών πεδίων αφού πέρα από τη θεμελίωση ενός δια βίου αναγνώστη προσβλέπει σε έναν ενεργό, γεμάτο ενδιαφέροντα πολίτη που αυτόβουλα και με πλήρη γνώση σχεδιάζει το μέλλον του.
Τα τρία πρώτα χρόνια στη ζωή ενός παιδιού, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, είναι κρίσιμα για την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση από τη βρεφική ηλικία μπορεί να προετοιμάσει ένα παιδί στην ανάγνωση και τη μάθηση. Χωρίς πια τη μοναδικότητα της προφορικής απαγγελίας παρά με τη σημαντική ύπαρξη του βιβλίου ανά χείρας, ο αφηγητής ενεργοποιεί μια δυναμική σχέση ανάμεσα στο παιδί, τον ίδιο και το βιβλίο. Το τελευταίο αποκτά και έναν διττό ρόλο τόσο σαν λογοτεχνικό προϊόν –με την όποια διαβάθμιση στοιχείων λογοτεχνικότητας– αλλά και μέσω της υλικότητάς του ως αντικείμενο. Έχοντας άμεσα συνδεθεί με τις αναδυόμενες ικανότητες γραμματισμού, οι οποίες μπορούν να οριστούν ως δεξιότητες ή γνώσεις που τα παιδιά αναπτύσσουν πριν μάθουν πιο συμβατικές δεξιότητες ανάγνωσης και γραφής, η μεγαλόφωνη ανάγνωση μπορεί δραστικά να επηρεάσει την μετέπειτα επιτυχημένη αναγνωστική πορεία των παιδιών.
Βάζοντας ένα ελκυστικά μικρό χρονικό όριο συνανάγνωσης από 10-15 λεπτά, που υιοθετείται όχι άστοχα, αφού άμεσα συνδέεται με την ικανότητα συγκέντρωσης ενός παιδιού και την εξασφάλιση του ποιοτικού χρόνου στη σχέση ενήλικα-παιδιού, επιθυμούν να εμπλέξουν αβίαστα έναν μη υποψιασμένο ενήλικα αναγνώστη, όπως πιθανά να είναι ο γονιός στον οποίο απευθύνεται το μήνυμα.
Δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότερες καμπάνιες προώθησης της ανάγνωσης σε παγκόσμιο επίπεδο υιοθετούν συνθήματα που υπερασπίζονται ένθερμα τη μεγαλόφωνη ανάγνωση στα μικρά παιδιά. Βάζοντας ένα ελκυστικά μικρό χρονικό όριο συνανάγνωσης από 10-15 λεπτά, που υιοθετείται όχι άστοχα, αφού άμεσα συνδέεται με την ικανότητα συγκέντρωσης ενός παιδιού και την εξασφάλιση του ποιοτικού χρόνου στη σχέση ενήλικα-παιδιού, επιθυμούν να εμπλέξουν αβίαστα έναν μη υποψιασμένο ενήλικα αναγνώστη, όπως πιθανά να είναι ο γονιός στον οποίο απευθύνεται το μήνυμα. Στη πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχουν ακριβή όρια στο πόσο και για πόσο θα διαβάσουμε σε ένα παιδί, αυτό θα εξαρτηθεί από την ίδια τη διάθεση ενήλικα αφηγητή και ανήλικου θεατή-συναναγνώστη, καθώς και από το βιβλίο που έχουμε επιλέξει. Η δε επιτυχία της αναγνωστικής επιλογής μας ορίζεται από διάφορες παραμέτρους. Αν, δηλαδή, το βιβλίο βρίσκεται κοντά στα ενδιαφέροντά του, ταιριάζει με το αντιληπτικό του επίπεδο, διαθέτει μια ελκυστική σχέση εικονογράφησης-κειμένου ικανή να τραβήξει την προσοχή και το ενδιαφέρον του. Αν αφήνει περιθώρια να καλλιεργηθεί η φαντασία του παιδιού, προσφέρεται για έναν ευφάνταστο, πλούσιο και γόνιμο διάλογο μεταξύ αφηγητή και θεατή αναγνώστη, δίνει τη δυνατότητα στο μικρό παιδί να αναπτύξει μια διαδραστική σχέση μαζί του, όπως να τελειώσει φράσεις, να επαναλάβει μέρη της αφήγησης, να γυρίσει μόνο του τις σελίδες, να σταθεί το βλέμμα του σε ό,τι ονομάζουμε αφηγηματική παύση προκειμένου να επεξεργαστεί αυτό που άκουσε, να κάνει συνδέσεις, να θέσει νέα ερωτήματα και να κάνει νέες προβλέψεις.
Πολλοί είναι οι λόγοι που προτάσσονται από τους ειδικούς για την αναγκαιότητα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης. Άλλοτε γνωστικοί-αναπτυξιακοί που αφορούν στην εξέλιξη του εγκεφάλου του παιδιού με πρόταγμα τους νευρώνες, φέροντας ως επιχείρημα την ανάπτυξη του λεξιλογίου, την εσωτερίκευσή του, τη σταδιακά αυξανόμενη κατανόηση της αφηγηματικής λειτουργίας και των δομών της. Ο αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιεί ένα μικρό παιδί, μας πληροφορούν, όταν εισέρχεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, είναι μια παράμετρος κλειδί για να προβλέψει κανείς τη μετέπειτα ακαδημαϊκή του επιτυχία. Άλλοτε ψυχικοί και συναισθηματικοί που αφορούν στη συμβολή της μεγαλόφωνης ανάγνωσης στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης σχέσης και ενός ενίοτε απαράμιλλου δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα, την ψυχική και συναισθηματική θωράκιση του παιδιού, κατοπινού εφήβου, την καταφυγή του σε έναν κόσμο που άλλοτε δίνει δυνατότητες διαφυγής άλλοτε εξομοιώνει καταστάσεις φαντασιακού και πραγματικού κόσμου κάνοντας αυτές τις πολύτιμες συνδέσεις ένα όχημα μετάβασης στις αντιξοότητες της καθημερινότητας του παιδιού-κατοπινού εφήβου. Και άλλοτε προτάσσονται οι κοινωνιολογικές παράμετροι, αφού η μεγαλόφωνη ανάγνωση ενισχύει την ισότητα μεταξύ παιδιών και οικογενειών ανεξάρτητα από το οικονομικό ή κοινωνικό τους υπόβαθρο και προσβλέπει σε έναν ενεργό πολίτη με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση στον κοινωνικό του ρόλο.
H συμβολή της μεγαλόφωνης ανάγνωσης στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης σχέσης και ενός ενίοτε απαράμιλλου δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα, την ψυχική και συναισθηματική θωράκιση του παιδιού, κατοπινού εφήβου.
Η μεγαλόφωνη ανάγνωση μπαίνει δυναμικά στη ζωή μας από την πρώτη στιγμή της γέννησης του παιδιού. Στην Ελλάδα, το Διεπιστημονικό Σωματείο «Διαβάζοντας Μεγαλώνω» πρώτο υποστήριξε την ανάγκη των πρώιμων παρεμβάσεων και των βρεφικών αναγνώσεων πρωτοστατώντας στη δημιουργία της πρώτης βρεφικής βιβλιοθήκης στον Δήμο της Αθήνας, στους Αμπελόκηπους. Και υποστηρίζει διαρκώς αυτή την ανάγκη με επιμορφώσεις επαγγελματιών στον χώρο της υγείας που έρχονται σε επαφή με το μικρό παιδί και την οικογένειά του, εκπαιδευτικών και ανθρώπων στον χώρο του βιβλίου που σχετίζονται με την καλλιέργεια της αγάπης για το διάβασμα. Στις 8 του Σεπτέμβρη, γιορτάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα Γραμματισμού στο Πάρκο των Αμπελοκήπων, θα αναδείξει αυτά τα οφέλη με δράσεις μεγαλόφωνης ανάγνωσης για παιδιά σε διαφορετικές γλώσσες, δίνοντας την ευκαιρία να προβληθεί μια πολύ σημαντική δραστηριότητα που μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή, αφού η επιθυμία μας να ακούμε ιστορίες δεν σταματά ποτέ!
* Η ΣΙΣΣΥ ΤΣΙΦΛΙΔΟΥ είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών
και μέλος του Δ.Σ. του Διεπιστημονικού Σωματείου «Διαβάζοντας Μεγαλώνω».