Του Σωτήρη Βανδώρου
Εξ αντικειμένου, σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα η λεγόμενη γραφειοκρατική αυτονομία είναι πολύ περισσότερο εφικτή σε σύγκριση με αυτή ενός συγκεντρωτικού πολιτικού συστήματος – δηλαδή η δημοσιοϋπαλληλία έχει περισσότερες δυνατότητες να επηρεάζει τη χάραξη κι εφαρμογή πολιτικής σύμφωνα με τις δικές της επιδιώξεις, ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των πολιτικών αξιωματούχων. Ωστόσο, θεωρείται αμφίβολο εάν αυτό πράγματι συμβαίνει με το σώμα των διοικητικών υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατεξοχήν συνιστούν τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών»· κι αυτό γιατί σύμφωνα με ευρέως διαδομένες πεποιθήσεις είναι η ίδια πολιτικά κατακερματισμένη και προσανατολισμένη περισσότερο στην κατά προτεραιότητα υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, παρά σε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό όραμα. Αυτή την εντύπωση ανατρέπει η έρευνα των Αντώνη Έλληνα και Εζρά Σουλεϊμάν, υποστηρίζοντας αντίθετα πως, τουλάχιστον κατά την αντίληψη της διοικητικής της ελίτ, η Επιτροπή συνέχεται όχι μόνο από κοινή οργανωσιακή κουλτούρα, αλλά ότι επιπλέον οι εθνικοί ανταγωνισμοί παραμερίζονται υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που τίθεται ως υπέρτερος αδιαμφισβήτητος στόχος και σχέδιο.
Η έρευνα αυτή που βασίζεται σε 200 ημιδομημένες συνεντεύξεις με ανώτατα και ανώτερα στελέχη της Επιτροπής (γενικοί διευθυντές, αναπληρωτές γενικοί διευθυντές, διευθυντές, επικεφαλής τμημάτων) διεξήχθη πριν το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη και το φούντωμα του ευρωσκεπτικισμού που σε ορισμένες χώρες προσλαμβάνει πλέον σοβαρότατες διαστάσεις. Καθίσταται έτσι δραματικά επίκαιρη. Τι ρόλο δύνανται να παίξουν οι 25.000 υπάλληλοι της Επιτροπής σε μια περίοδο που το ευρωπαϊκό όραμα δείχνει ξεθωριασμένο; Μπορούν να αντισταθμίσουν σε κάποιο βαθμό τις πολιτικές διαιρέσεις και ομαδοποιήσεις κρατών όπως αυτές προκύπτουν σε συνάφεια προς την τρέχουσα κρίση; Ή αντίθετα θα γίνουν μέρος του προβλήματος; Οι πολιτικοί άρχοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιεζόμενοι από τα αδιέξοδα που οι ίδιοι εν πολλοίς δημιούργησαν θα μπουν στον πειρασμό να μεταθέσουν την ευθύνη στις διοικητικές υπηρεσίες αν τα πράγματα στραβώσουν κι άλλο; Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία θα εξακολουθεί να συνεργάζεται εποικοδομητικά με τους πολιτικούς της προϊσταμένους ή οι υφιστάμενες εντάσεις μπορεί κατά περίπτωση να εξελιχθούν σε ρήγματα; Βεβαίως η έρευνα αυτή που παρουσιάζεται στο Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γραφειοκρατική αυτονομία δεν μπορεί να απαντήσει ευθέως σε αυτά τα ερωτήματα, μας δίνει ωστόσο ένα χρήσιμο αναλυτικό προφίλ της και κατά προέκταση μια αφετηρία προβληματισμού για όλα τα παραπάνω.
Μολονότι λειτουργεί στο όνομα των ευρωπαϊκών λαών η Επιτροπή δεν ελέγχεται από αυτούς ούτε λογοδοτεί ευθέως σε αυτούς
Ίσως δίνουμε την εντύπωση ότι υπερτιμούμε τη σημασία των πολιτικών απόψεων και στάσεων των ευρωπαίων γραφειοκρατών, καθώς σε τελική ανάλυση τα προβλήματα είναι πολιτικής τάξεως και θα διευθετηθούν με τον ένα ή άλλον τρόπο στο πολιτικό επίπεδο. Μολονότι κατά βάση αυτό είναι ορθό, δεν θα πρέπει από την άλλη να υποτιμηθεί το γεγονός ότι εκ συστάσεώς της και προοδευτικά ακόμη περισσότερο η ΕΟΚ και η κατοπινή ΕΕ βασίζεται σε αποφασιστικό βαθμό στην τεχνοκρατική λογική και τη συναφή εξειδίκευση και τεκμηρίωση που μπορούν να προσφέρουν οι διοικητικές υπηρεσίες της όσον αφορά όχι μόνον την εφαρμογή πολιτικών αλλά και τη σύλληψη και το σχεδιασμό τους. Αυτό καθιστά την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ακόμη πιο ισχυρή και τα όρια μεταξύ διοικητικού και πολιτικού συστήματος ακόμη πιο δυσδιάκριτα. Πράγματι, ένα από τα ευρήματα της έρευνας είναι ότι ένα στα δύο ανώτερα στελέχη πιστεύουν ότι επηρεάζουν το Σώμα των Επιτρόπων περισσότερο απ’ ό,τι επηρεάζει εκείνους το Σώμα. Αυτή η επιρροή διαβαθμίζεται ανάλογα και με το βαθμό εξειδίκευσης του τομέα πολιτικής (όσο πιο τεχνικός τόσο μεγαλύτερη η επιρροή της Επιτροπής). Επίσης, σε μεγάλο βαθμό η γνώση και οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή πολιτικής παράγονται από το ίδιο το προσωπικό της Επιτροπής. Εδώ ασφαλώς εντοπίζεται και μια όψη του λεγόμενου δημοκρατικού ελλείμματος που εμφανίζει η ΕΕ: μολονότι λειτουργεί στο όνομα των ευρωπαϊκών λαών η Επιτροπή δεν ελέγχεται από αυτούς ούτε λογοδοτεί ευθέως σε αυτούς (η για πρώτη φορά φέτος διά ψηφοφορίας επιλογή του προέδρου του Σώματος των Επιτρόπων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν πρέπει να παραγνωριστεί μεν, αλλά δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την κατάσταση).
Αναμενόμενη, ίσως, αλλά όχι στον έντονο βαθμό με τον οποίο εκδηλώνεται, είναι η αρνητική στάση προς το Συμβούλιο, επειδή του καταλογίζουν φτωχή παραγωγή εποικοδομητικών πολιτικών, κυρίως όμως επειδή το αντιμετωπίζουν ως ένα όργανο όπου εκδηλώνονται οι εθνικοί ανταγωνισμοί που αντίκεινται στην ευρωπαϊκή υπόθεση. Περισσότερο περίπλοκες κι αντιφατικές εμφανίζονται οι σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι εμφανές πάντως ότι αρκετοί από τους ανώτερους αξιωματούχους της Επιτροπής το αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά, ιδίως όσο διευρύνονται οι εξουσίες του, ενώ άλλοι διαπιστώνουν αναποτελεσματικότητα που προέρχεται είτε από την έλλειψη ικανών δικών του πόρων, είτε επειδή εκτιμούν ότι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ασκούν σε αυτό υπέρμετρη επιρροή. Το ενδιαφέρον όσον αφορά τις τελευταίες είναι ότι οι ίδιοι τους αναγνωρίζουν γενικότερα σημαντικό ρόλο στη διατύπωση και την παραγωγή πολιτικής και στο επίπεδο της Επιτροπής, έχουν όμως ταυτόχρονα την αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να ελέγξουν αυτή την επιρροή και να την αξιοποιήσουν κυρίως όσον αφορά τη διαμόρφωση της σχετικής εμπειρογνωμοσύνης. Εδώ κανείς μπορεί να διερωτηθεί: και πώς ακριβώς ελέγχεται κι αξιολογείται αυτό;
Δυο άλλα ενδιαφέροντα ευρήματα είναι ότι, κατά τη γνώμη πάντα ανώτερων στελεχών της, η Επιτροπή γίνεται ολοένα και λιγότερο ιεραρχική και περισσότερο ευέλικτη κι ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση όσον αφορά την αξιολόγηση του τρόπου λειτουργίας της με βάση την προέλευση των μελών της (π.χ. νοτιοευρωπαίος – βορειοευρωπαίος). Γενικότερα, σε πολύ υψηλά ποσοστά (περισσότεροι από τρεις στους τέσσερις) θεωρούν ότι τους διέπει ένα esprit de corps, μια κοινή κουλτούρα που θέτει στο περιθώριο τις επιμέρους διαφορές τους.
Από τα καταληκτικά συμπεράσματα των Έλληνα, επίκουρου καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, και Σουλεϊμάν, καθηγητή Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, συγκρατούμε την εκτίμηση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αντιταχθεί στις διαλυτικές τάσεις που εμφανίζονται σήμερα στην ΕΕ και θα το πράξει, όχι όμως, ειδικότερα, να βοηθήσει την αναστολή των τάσεων απονομιμοποίησης της ΕΕ, δεδομένου ότι θα εντείνονται διαρκώς οι πιέσεις σε βάρος της Επιτροπής και γενικότερα των μη εκλεγμένων αξιωματούχων από όσους ειλικρινώς ή προσχηματικά θέτουν ζήτημα δημοκρατικού ελλείμματος.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γραφειοκρατική αυτονομία
Οι προστάτες της Ευρώπης
Αντώνης Α. Έλληνας – Ezra Suleiman
Mτφρ. Ελένη Κοτσυφού
Εκδόσεις Επίκεντρο 2013
Σελ. 290, τιμή €19,00