Της Σώτης Τριανταφύλλου
«Το δόγμα του σοκ: η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής» της Naomi Klein διαβάζεται, στην καλύτερη περίπτωση, σαν συνωμοσιολογικό μυθιστόρημα και, στη χειρότερη, σαν στομφώδες παραλήρημα. Και παρότι η Naomi Klein διατυπώνει ορισμένες αλήθειες γύρω από τον καπιταλισμό, την παγκοσμιοποίηση, την πλουτοκρατία και τη σύγχρονη οικονομική επιστήμη, έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να χάνει το δίκιο της.
Στο βιβλίο αναπτύσσει επιχειρήματα εναντίον της σχολής του Σικάγου –κυρίως εναντίον του Milton Friedman– περιπίπτοντας στην πλάνη του αχυράνθρωπου, δηλαδή παρερμηνεύοντας ορισμένες από τις θέσεις των αντιπάλων της. Επανεφευρίσκει τον Milton Friedman[1] ώστε να του επιτεθεί και να οικοδομήσει το ιδεολογικό της σύστημα μέρος του οποίου είναι, για τους περισσότερους από μας, αυτονόητο: λιγοστοί εχέφρονες άνθρωποι στον κόσμο αμφισβητούν την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού, του μιλιταρισμού, της πλουτοκρατίας και της βλαβερής επίδρασης των μεγάλων (και των μικρών) επιχειρήσεων στο περιβάλλον. Οι διαφωνίες μας εμφανίζονται στην εκτίμηση των αιτίων και στην αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων – κι εδώ η Naomi Klein δεν έχει απαντήσεις.
Το “No Logo” ήταν μια ευπρόσδεκτη καταγγελία της ομοιογενοποίησης που επιβάλλουν η διαφήμιση και τα ΜΜΕ – νομίζω ότι η Naomi Klein τα καταφέρνει καλύτερα στον σχολιασμό της λαϊκής κουλτούρας απ’ ό,τι στην ανάλυση της μακροοικονομίας και της πολιτικής ιστορίας. Το «Δόγμα του σοκ» περιέχει όλες, σχεδόν όλες, τις fallacies που μπορούν να απαντηθούν σε ανάπτυξη επιχειρημάτων: εκλαμβάνει ως δεδομένα διάφορα πράγματα που ίσως συμβαίνουν (π.χ. η αμερικανική εξουσία χάρηκε άραγε με τον τυφώνα Κατρίνα και κέρδισε από την «εκμετάλλευσή» του;), ανταπαντά στα επιχειρήματα των νεοφιλελευθέρων μέσω της άμεσης προσβολής στα πρόσωπα (ad hominem fallacy), καταφεύγει (υπερβολικά συχνά) σε ψευδή διλήμματα, στην πλάνη των άκρων, σε υπεραπλουστεύσεις και ευσεβείς πόθους. Διαβάζοντας, καταλήγω ότι το υλικό και οι στόχοι της την υπερβαίνουν, ότι της λείπουν τα εργαλεία και το υπόβαθρο για να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτού του βιβλίου.
H Naomi Klein δεν φαίνεται να διακρίνει τις αποχρώσεις μεταξύ των ποικίλων σχολών οικονομικής σκέψης στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς
Λαϊκισμός της αριστεράς
Ο λαϊκισμός της Naomi Klein είναι γνώριμος: τον μοιράζεται με τους περισσότερους εκπροσώπους της αμερικανικής αριστεράς που έχουν μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη[2]. Η απήχηση αυτή στηρίζεται σε μια σειρά από μεροληπτικές, εσφαλμένες υποθέσεις: στον άνευ όρων αντιδυτισμό, στην αποθέωση του «μικρού ανθρώπου» που αποτελεί θύμα των «fat cats». Μερικοί ισχυρισμοί είναι ορθοί – άλλοι ακούγονται κάπως βεβιασμένοι: για παράδειγμα, το ότι στον καπιταλισμό οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι (στην πραγματικότητα, γενικά μιλώντας, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί λιγότερο φτωχοί), καθώς και ότι ο κόσμος χωρίζεται σε καλούς και κακούς - την ιδέα αυτή η Naomi Klein μοιράζεται άλλωστε με την αμερικανική δεξιά που πιστεύει στον πόλεμο «εναντίον του Κακού» μόνο που για την Klein το χειρότερο «κακό» είναι η CIA οι μέθοδοι της οποίας κυριαρχούν σε όλες τις σφαίρες της εξουσίας. Δεν πρόκειται απλώς για κλισέ, πρόκειται για μια ολόκληρη ιδεολογία, για μια κοσμοαντίληψη σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε εξέλιξη οφείλεται σε κακοήθη πρόθεση – άρα, εν τέλει, πρόκειται για μια μορφή συντηρητισμού. Ο λαϊκισμός είναι μια παρηγοριά -αυτοί έχουν άδικο, εμείς έχουμε δίκιο- αλλά δεν εξηγεί τα περίπλοκα φαινόμενα της οικονομίας και της διεθνούς πολιτικής: η Naomi Klein δεν φαίνεται να διακρίνει τις αποχρώσεις μεταξύ των ποικίλων σχολών οικονομικής σκέψης στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς – η ελεύθερη αγορά είναι, έτσι κι αλλιώς, ανάθεμα. Και συγχέει την ελεύθερη αγορά με τον κορπορατισμό, την αυστριακή σχολή με τη σχολή του Σικάγου, τους νεοφιλελεύθερους με τους νεοσυντηρητικούς, την τυραννία (ένα πολιτικό σύστημα) με τον καπιταλισμό (ένα οικονομικό σύστημα). Η Naomi Klein φαίνεται να πιστεύει ότι τα βασανιστήρια στο Γκουαντανάμο είναι, όπως ισχυρίζονται οι μαρξιστές σχετικά με διάφορες φρικαλεότητες της ιστορίας, «άρρηκτα δεμένα» ή «σύμφυτα» στο καπιταλιστικό σύστημα. Πράγμα που διαψεύδεται, φυσικά, από την ιστορική αφήγηση: από το κομμουνιστικό σύστημα δεν έλειπαν τα βασανιστήρια, η κατάχρηση εξουσίας, εν κατακλείδι η τυραννία. Ομοίως, από τον πρωτόγονο κόσμο των φυλών δεν έλειπαν οι ίδιες φρικαλεότητες. Μάλλον πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τα αίτια της κακομεταχείρισης ανθρώπου από άνθρωπο.
Συμφωνώ λοιπόν, όπως είναι φυσικό, με την αγανάκτησή της Klein μπροστά στις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, καθώς και μπροστά στην ιδεολογία της ανωτερότητας και της εξαίρεσης που τις δικαιολογούν. Επίσης, πιστεύω ότι η αντιπαθής φυσιογνωμία των εχθρών των ΗΠΑ (π.χ. οι Ταλιμπάν) έχουν διευκολύνει την ανήθικη αμερικανική πολιτική στα μάτια της κοινής γνώμης. Διαφωνώ όμως με τον τρόπο με τον οποίον η Naomi Klein διαχειρίζεται την ιστορία επιμένοντας σε αντιεπιστημονικές συγκρίσεις (μεταξύ Αργεντινής και Ελλάδας, μεταξύ Χιλής και Ρωσίας) και αποκρύπτοντας γεγονότα και στοιχεία που θα εξασθενούσαν τα επιχειρήματά της. Όπως οι περισσότεροι αριστεροί, κι όπως οι περισσότεροι δεξιοί, η Naomi Klein βλέπει και ακούει επιλεκτικά, αγνοώντας την ευρύτερη εικόνα, την πραγματικότητα του κόσμου σαν ένα δυναμικό σύστημα, τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων. Και για να καταλήξει στα επιθυμητά συμπεράσματα παίρνει συνεντεύξεις από ανωνύμους, αντλεί πληροφορίες από σκότιες πηγές και εμπιστεύεται φήμες και υποψίες.
Η επιτυχία του βιβλίου –και οι αναμενόμενες πανηγυρικές κριτικές του αριστερού Τύπου– οφείλονται στον χειριστικό συναισθηματισμό (όπως είναι εκείνος του Michael Moore), σ’ εκείνο το είδος απλοϊκής δημοσιογραφίας της καταστροφής που αφαιρεί από τον άνθρωπο την ατομική του ευθύνη και ύστερα μοιρολογεί για πόσο ανήμπορος είναι μπροστά στην εξουσία[3].
Το δόγμα του σοκ
Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής
Ναόμι Κλάιν
Μτφρ: Άγγελος Φιλιππάτος
Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 2010
Τιμή € 20,09, σελ.718