Συνέντευξη με τη συγγραφέα από τη Βόρειο Μακεδονία Ρούμενα Μπουζάροφσκα [Rumena Bužarovska], με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά της τελευταίας συλλογής της με διηγήματα «Δεν πάω πουθενά» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Έπειτα από τη μεγάλη επιτυχία της συλλογής Ο άντρας μου (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg) κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη χώρα μας το τελευταίο λογοτεχνικό έργο της συγγραφέα από τη Βόρειο Μακεδονία (με ελληνική ρίζα, από τη μητέρα της), πάλι συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Δεν πάω πουθενά (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg). Την είδαμε στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, την είδαμε στην Αθήνα μαζί με τη Λάνα Μπάστασιτς, και την απολαύσαμε ξανά στα Χανιά. Η παρουσία της στη σκηνή είναι από τα μεγάλα ατού της Μπουζάροφσκα: αμεσότητα, άποψη, τόλμη, οξεία αίσθηση του χιούμορ και του σαρκασμού. Στοιχεία που διαφαίνονται νομίζω και σε αυτήν τη συνέντευξη αλλά και στο λογοτεχνικό έργο της.
Έχετε μεγάλη πείρα από Διεθνή Φεστιβάλ και Εκθέσεις Βιβλίου. Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη 19η ΔΕΒΘ;
Ειλικρινά εξεπλάγην από το πόσο μεγάλη ήταν η έκθεση και από το πόσο πολλοί αναγνώστες την επισκέφθηκαν. Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι υπήρχαν πάρα πολλές σκηνές με νέες κυκλοφορίες βιβλίων και συζητήσεις και ήταν όλες γεμάτες. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα μου λένε συνέχεια ότι ο κόσμος εδώ δεν διαβάζει, αλλά δεν αποκόμισα καθόλου αυτή την αίσθηση.
Είστε, αν δεν κάνω λάθος, η πρώτη πεζογράφος από τη Βόρεια Μακεδονία που μεταφράζεται στην Ελλάδα, που είναι και η χώρα καταγωγής της μητέρας σας. Στην εκδήλωσή σας στη Θεσσαλονίκη, αναφερθήκατε στον Έλληνα εκδότη σας, συγχαίροντάς τον για την τόλμη που επέδειξε. Με όλο αυτό το παρελθόν γύρω από το «όνομα» και την «ταυτότητα», είχε για σας κάποια ιδιαίτερη σημασία αυτή η έκδοση;
Φυσικά, έχει πολύ μεγάλη συναισθηματική σημασία για μένα, αλλά έχει επίσης και μια μεγαλύτερη πολιτιστική και ιστορική τρόπον τινά σημασία και για τις δύο χώρες. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί από τα μακεδονικά στα ελληνικά και που η γλώσσα αναφέρεται έτσι («μακεδονικά»), πράγμα το οποίο είναι μέρος της Συμφωνίας των Πρεσπών. Μετά από δεκαετίες εχθροπάθειας η οποία εμπόδιζε την πολιτιστική ανάπτυξη και των δύο χωρών και βοήθησε στο να δημιουργηθούν επιζήμια εθνικιστικά αφηγήματα, αυτό μοιάζει με κάθαρση. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγες του Ελληνικού Εμφυλίου, οπότε έχω πολύ δυνατή οικογενειακή σύνδεση με την Ελλάδα. Το γεγονός ότι κατά κάποιον τρόπο έχω συνεισφέρει στη συμφιλίωση αυτών των δύο χωρών, προσωπικά με συγκινεί πολύ.
Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι στην Ελλάδα αισθανόμουν όπως αισθάνονται οι Αλβανοί στη Βόρεια Μακεδονία.
Πρόσφατα, ακροδεξιά στοιχεία, ματαίωσαν την έκθεση ζωγραφικής ενός συμπατριώτη σας, του Sergej Andreevski, στη Θεσσαλονίκη. Εσείς, έχετε αισθανθεί εχθρότητα στη χώρα μας;
Ναι, έχω αισθανθεί, και κυρίως έχω αισθανθεί φόβο. Αν κάποιος με ρωτούσε από που είμαι, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια ονομασία που έρχεται σε σύγκρουση με την ταυτότητα και την αίσθηση της αξιοπρέπειάς μου (η ονομασία FYROM ήτανε εκτός συζήτησης, και τα Σκόπια είναι πόλη, όχι χώρα). Οπότε, στην προσπάθειά μου να μην θυμώσω τους ανθρώπους, έλεγα «Σκόπια», κάτι το οποίο ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Ακόμα κι έτσι όμως ένιωθα φόβο, γιατί θα σχολίαζαν ανοιχτά και θα μου έκαναν μαθήματα για το τι τάχα μου έκανε η χώρα μου και τι όχι ή θα με παρουσίαζαν σαν εχθρό («Πρέπει να ξέρεις ότι εδώ υπάρχουν πατριώτες» μου είπε μια φορά ένας σπιτονοικοκύρης). Φοβόμουν επίσης ότι θα βανδάλιζαν το αυτοκίνητό μας. Αν έπρεπε να γίνει κάποια διοικητική δουλειά, ήταν σκέτη κόλαση για μένα και την οικογένειά μου – πολύ συχνά οι άνθρωποι καθυστερούσαν τις απαραίτητες διαδικασίες λόγω της ταυτότητάς μας. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι στην Ελλάδα αισθανόμουν όπως αισθάνονται οι Αλβανοί στη Βόρεια Μακεδονία.
Στην Ελλάδα, το Ο άντρας μου κάνει μια εξαιρετική πορεία στα βιβλιοπωλεία. Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι ως Βαλκάνιοι που είμαστε, μοιάζουμε; Το ελληνικό κοινό ταυτίζεται ευκολότερα με τους χαρακτήρες που παρουσιάζετε;
Είμαι πολύ χαρούμενη που το βιβλίο διαβάζεται τόσο πολύ. Με αυτόν τον τρόπο βλέπω ότι υπάρχει μια γενική αδελφότητα μεταξύ των Βαλκάνιων και διαβάζουμε ο ένας τα βιβλία του άλλου και ακούμε τις ιστορίες του άλλου. Το λέω αυτό επειδή βλέπω ότι πολλοί από τους αναγνώστες μου είναι γυναίκες – κάτι το οποίο δεν είναι περίεργο, καθώς οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού. Υποθέτω ότι το βιβλίο πάει καλά στους Βαλκάνιους γιατί οι ιστορίες μας μοιάζουν. Εκτός αυτού, είναι λιγότερο προσβλητικές αν δεν συμβαίνουν άμεσα σε σένα: συμβαίνουν σε ανθρώπους μιας άλλης χώρας, οπότε δεν σου πυροδοτεί τόσο άσχημα συναισθήματα ως αναγνώστη. Επίσης, υποθέτω πως είναι ευχάριστο όταν ανακαλύπτεις ότι η προσωπική σου ιστορία είναι στην πραγματικότητα οικουμενική. Αλλά όλα αυτά είναι υποθέσεις – δεν έχω την απάντηση σε αυτό.
Σε ένα διήγημά σας, με τίτλο «Γονίδια», ο άντρας έχει φαντασιώσεις ανωτερότητας σχετικά με τη Μακεδονία, έναντι όλων των άλλων λαών. Είναι ένας τύπος πολύ γνώριμος σε εμάς, γιατί πολλοί Έλληνες επίσης νιώθουν ότι ανήκουν σε μια πολύ ξεχωριστή φυλή, ανώτερη. Υπάρχει ακόμη αυτός ο τύπος στη χώρα σας ή έχει αρχίσει να υποχωρεί, έπειτα από τη Συμφωνία με την Ελλάδα και την εξάλειψη της ανασφάλειας που υπήρχε;
Αυτός ο άνδρας υπάρχει παντού. Είναι οικουμενικός. Απλώς οι εμμονές του εκδηλώνονται σε τοπικό επίπεδο. Αυτός είναι ο τύπος που πιστεύει σε θεωρίες συνωμοσίας και κατηγορεί εξωτερικούς παράγοντες για την αδυναμία του να πετύχει, αντί να ψάξει τον λόγο των αποτυχιών του. Γι’ αυτό, οι άντρες αυτοί συνήθως μισούν οτιδήποτε περιθωριοποιημένο. Θα είναι γυναίκες ή queer ή μειονότητες τις οποίες παρουσιάζουν ως ισχυρές και ότι εξουσιάζουν τον κόσμο, και θα αντιδράσουν βίαια απέναντί τους. Αυτή είναι μια φασιστική συμπεριφορά που κατακτά όλο και περισσότερο έδαφος σήμερα, με τους ισχυρούς να παρουσιάζουν τους αδύναμους ως απειλή για την ύπαρξή τους.
Αλλάζοντας θέμα: Είστε φεμινίστρια, και δεν το κρύβετε. Στην Ελλάδα, όταν μια γυναίκα δηλώνει φεμινίστρια, πολλοί κρυφογελάνε ή κουνάνε αποδοκιμαστικά το κεφάλι – συχνά και γυναίκες. Πόσο εύκολο είναι σήμερα να διεκδικείς αυτή την ταυτότητα στη Βόρεια Μακεδονία;
Παίρνω το γελάκι και το κούνημα του κεφαλιού ως κοπλιμέντο. Δεν είναι ντροπή να είσαι φεμινίστρια – είναι ντροπή να μην είσαι. Αυτοί θα πρέπει να ντρέπονται, οπότε δεν έχω κανένα πρόβλημα να το λέω οπουδήποτε. Βρίσκομαι στη σωστή μεριά της Ιστορίας.
Στα διηγήματά σας, όπου παρελαύνουν αρκετά αναγνωρίσιμα αρνητικά αντρικά πορτρέτα (ο ποιητής και ο γυναικολόγος, δύο από τα μελανότερα), υπάρχει και μια έμμεση κριτική για τις γυναίκες. Κάποιες μοιάζουν συμβιβασμένες, ίσως και υπερβολικά συμβιβασμένες. Ορισμένοι λένε: Γιατί δεν επιλέξατε πιο σύγχρονες, πιο δυναμικές γυναίκες, να μιλήσετε και γι’ αυτές;
Η κριτική είναι εκεί, αλλά μου αρέσει να αντιμετωπίζω τις γυναίκες ως ίσες με τους άντρες, με τα ψεγάδια τους. Οι γυναίκες δεν είναι παιδιά που τους συμπεριφερόμαστε με ειδικό τρόπο, προσπαθώντας να τις εξυψώσουμε ή να τις εξιδανικεύσουμε. Γράφω ρεαλιστικά και γι’ αυτό τα βιβλία μου ασκούν κριτική στην πατριαρχία και στον τρόπο που συμπεριφέρονται και οι άντρες αλλά και οι γυναίκες. Ναι, έχω μεγαλύτερη ενσυναίσθηση για τις γυναίκες και νομίζω πως αυτό είναι εμφανές στις ιστορίες μου. Όμως δεν είμαι μια συγγραφέας που είναι εκεί για να εμπνεύσει με ηρωίδες τύπου κόμικ, φυλλάδια ή αφηγήματα αυτοβοήθειας.
Ο πατέρας επιτρέπεται να μην θέλει να είναι πατέρας ή να μην αγαπάει το παιδί του, αλλά για μια μητέρα αυτό θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα.
Ένα άλλο σχόλιο που έχω ακούσει, αφορά το πώς παρουσιάζονται τα παιδιά μέσα στο βιβλίο σας. Σε μία περίπτωση η μητέρα είναι υπεύθυνη για τον θάνατο του παιδιού της, και το αποκρύπτει, και σε μια άλλη φαίνεται να μην το αγαπάει βαθιά, ή σε κάθε περίπτωση να νιώθει ότι υπάρχει κάτι κακό στο παιδί της. Θέλατε να σπάσετε κάποια στερεότυπα για τη γυναίκα ως μητέρα;
Η μητρότητα είναι ένα θέμα ταμπού μεταξύ των γυναικών και βρήκα ότι έχει ενδιαφέρον να το αντιμετωπίσω. Η μητρότητα είναι ο μόνος ρόλος που η πατριαρχία επιτρέπει στις γυναίκες να είναι κυρίαρχες, το οποίο φυσικά είναι παγίδα: οι γυναίκες προσδιορίζονται μόνο με τον ρόλο της μητέρας και την ίδια στιγμή θα πρέπει να νιώθουν περήφανες γι’ αυτό. Ως τέτοιες, αιχμαλωτίζονται στον ρόλο της μητέρας. Υπάρχει βαθιά ντροπή στην κοινωνία για μια γυναίκα που δεν θέλει να γίνει μητέρα ή δεν αγαπάει ένα παιδί. Όμως η ντροπή αυτή δεν υφίσταται για τους πατεράδες, οι οποίοι πολύ συχνά είναι απόντες από τη ζωή του παιδιού (είναι αγάπη αυτό; Φυσικά και όχι) και κανείς δεν το αμφισβητεί. Επίσης, κανένας δεν αναστατώνεται ιδιαίτερα όταν ο πατέρας είναι κακοποιητικός. Ο πατέρας επιτρέπεται να μην θέλει να είναι πατέρας ή να μην αγαπάει το παιδί του, αλλά για μια μητέρα αυτό θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα. Μου αρέσει να ανακαλύπτω στις ιστορίες μου πώς νιώθουν οι γυναίκες γι’ αυτήν την εσωτερική πάλη, και μου αρέσει και να παρατηρώ αυτό το φαινόμενο στην καθημερινότητά μου.
Σε ένα άλλο διήγημα, στο «Σούπα», παρουσιάζετε και τις δυσκολίες στη σχέση της ηρωίδας με τη μητέρα της, με ένα αναπάντεχο χάπι εντ. Πώς η Πατριαρχεία επηρεάζει αυτήν την πολύ ευαίσθητη σχέση, τη σχέση μάνας και κόρης;
Όπως είπα και πριν, η μητρότητα είναι ο ρόλος που η πατριαρχία επιτρέπει στις γυναίκες και, επειδή αυτός είναι ο μόνος ρόλος για τον οποίο μπορεί να επαινεθούν, ακόμα κι αν είναι δυστυχισμένες, αυτές τον παίζουν και μετά επιχειρούν να περάσουν την ίδια συμπεριφορά ή τον τρόπο ζωής και στις κόρες τους. Πολύ συχνά οι μανάδες, αντί να είναι οι προστάτες των κορών τους, γίνονται οι τύραννοί τους. Δεν επιτρέπουν στις κόρες τους καμία ευχαρίστηση ή ελευθερία, πολύ απλά γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε στις ίδιες. Το να επιτρέψουν ελευθερία, ευχαρίστηση και ευτυχία στις κόρες τους θα σήμαινε ότι παραδέχονται πως η δική τους ζωή ήταν δυστυχισμένη. Στη «Σούπα», η μητέρα είναι αρκετά τρυφερή ώστε να σπάσει αυτή τη δυναμική, για να βοηθήσει την κόρη της που υποφέρει.
Δεν υπάρχουν σκηνές σεξ στο βιβλίο σας, εκτός ίσως από μία περίπτωση, που είναι αποτυχημένη και στα όρια του να είναι αποκρουστική. Ήταν επιλογή σας; Σε άλλα βιβλία σας, έχετε σκηνές σεξ ή γενικώς το αποφεύγετε;
Ασχολούμαι μόνο με το να γράφω αποκρουστικές ή τραγικές σκηνές σεξ, καθώς πιστεύω πως οτιδήποτε άλλο θα ήταν γλυκανάλατο ή συναισθηματικό. Δεν βλέπω γιατί το σεξ θα πρέπει να περιγράφεται, εκτός κι αν πρόκειται για πορνογραφικό ή ερωτικό βιβλίο. Είναι κάπως σαν να περιγράφεις τα σύννεφα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.
Το χιούμορ είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της ζωής και της γραφής μου.
Στο βιογραφικό σας βλέπω ότι έχετε μεταφράσει προς τα μακεδονικά σπουδαίους αγγλόφωνους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και τον αγαπημένο μου, τον J.M. Coetzze. Συνεχίζετε να μεταφράζετε ή αυτή η διάσταση της δουλειάς σας έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα;
Δυστυχώς έχει γίνει πολύ δύσκολο το να βρίσκω χρόνο να μεταφράζω. Το τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα ήταν το δικό μου στα αγγλικά («Δεν πάω πουθενά»). Χρειάζεται επίσης να ασχολούμαι με το να ελέγχω και να διαβάζω κάποιες από τις μεταφράσεις των βιβλίων μου. Είναι μια κουραστική διαδικασία που μου παίρνει αρκετό χρόνο. Για παράδειγμα, τώρα γράφω ένα βιβλίο προσωπικών δοκιμίων για το κοινό της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αλλά, επειδή πρέπει να μεταφραστούν στα βοσνιακά/σερβικά/κροατικά και επειδή είναι για την Αμερική, τα γράφω στα αγγλικά. Θα έπρεπε ούτως ή άλλως να τα μεταφράσω στα αγγλικά για να παρουσιάσω το βιβλίο στο εξωτερικό. Οτιδήποτε γράφω, πρέπει να το μεταφράζω στα αγγλικά. Οπότε τώρα που έχω τα δοκίμια στα αγγλικά και στα βοσνιακά/σερβικά/κροατικά, θα πρέπει να τα μεταφράσω στα μακεδονικά. Γι’ αυτόν τον λόγο, έχω γίνει η μεταφράστρια του εαυτού μου. Θα ήθελα πολύ να έχω περισσότερο χρόνο για να καταφέρω να ολοκληρώσω τη μετάφραση του έργου της Flannery O’ Connor στα μακεδονικά για παράδειγμα, αλλά δεν το βλέπω να γίνεται σύντομα.
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στα ελληνικά το τελευταίο βιβλίο σας, η συλλογή διηγημάτων Δεν πάω πουθενά (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg). Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να έχει αρκετά κοινά σημεία με το Ο άντρας μου. Σύγχρονες σχέσεις, ζήλια, έντονες καταστάσεις, χιούμορ. Γιατί το χιούμορ είναι ένα στοιχείο τόσο σημαντικό για σας;
Το χιούμορ είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της ζωής και της γραφής μου. Πιστεύω ότι είναι ένα μαγικό φαινόμενο – ιδέες που «γαργαλάνε» το μυαλό μας και ταρακουνούν το σώμα μας από ευχαρίστηση. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί πολλές φορές μέσα στη μέρα. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις για μένα. Πιστεύω επίσης ότι η ζωή είναι κωμική και τραγική συνάμα και αυτός ο συνδυασμός με συναρπάζει στη λογοτεχνία. Εκτός αυτού, το να παίρνεις τον εαυτό σου υπερβολικά στα σοβαρά είναι ενοχλητικό και δείγμα εγωιστικού προνομίου.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μια σειρά συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).