
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντόνιο ντι Μπενεντέτο «Σάμα» (μτφρ. Άννα Βερροιοπούλου), που κυκλοφορεί στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Bγήκα από την πόλη, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, για μια μοναχική συνάντηση με το πλοίο που περίμενα, δίχως να ξέρω πότε θα 'ρθει.
Έφτασα ως την παλιά αποβάθρα, μια κατασκευή ανεξήγητη, μιας και η πόλη με το λιμάνι της βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση, ένα τέταρτο της λεύγας πιο πάνω στο ποτάμι.
Ανάμεσα στους ξύλινους πασσάλους της, λωρίδες ποταμίσιου νερού στροβιλίζονταν ορμητικά.
Παγιδευμένη στα κυματάκια και στις αδιέξοδες νερογυρισιές, μια μαϊμού, νεκρή, ανέπαφη ακόμα, λικνιζόταν μπρος πίσω με σταθερό ρυθμό. Όλη της τη ζωή, το νερό στις παρυφές του δάσους την προσκαλούσε σε ένα ταξίδι που δεν έκανε παρά μονάχα όταν δεν ήταν πια μαϊμού αλλά κουφάρι μαϊμούς.
Παγιδευμένη στα κυματάκια και στις αδιέξοδες νερογυρισιές, μια μαϊμού, νεκρή, ανέπαφη ακόμα, λικνιζόταν μπρος πίσω με σταθερό ρυθμό. Όλη της τη ζωή, το νερό στις παρυφές του δάσους την προσκαλούσε σε ένα ταξίδι που δεν έκανε παρά μονάχα όταν δεν ήταν πια μαϊμού αλλά κουφάρι μαϊμούς. Το νερό ήθελε να την πάρει μακριά, και θα τα κατάφερνε αν εκείνη δεν μπλεκόταν στους πασσάλους της παμπάλαιας αποβάθρας. Εκεί βρισκόταν, έτοιμη να φύγει, χωρίς να φεύγει, εκεί βρισκόμασταν και οι δυο.
Εκεί βρισκόμασταν, έτοιμοι να φύγουμε, χωρίς να φεύγουμε.
Η γλυκύτητα τούτης της γης με έκανε να προφυλάσσομαι από τη φύση της, που είναι παιδική και ικανή να με ξελογιάσει. Στο ληθαργικό μισοΰπνι μού έβαζε στο μυαλό αιφνίδιες σκέψεις απιστίας, από εκείνες που δεν προσφέρουν ούτε παρηγοριά ούτε στιγμές γαλήνης. Με ανάγκαζε να αντικρίζω τον εαυτό μου στα εξωτερικά πράγματα αυτού του κόσμου, και αν αφηνόμουν σε τούτο το καπρίτσιο της, μπορούσα να με αναγνωρίσω ανάμεσά τους.
Κρατούσα αυτές τις σκέψεις για τον εαυτό μου, δίχως να τις εκμυστηρεύομαι στον κυβερνήτη, ούτε σε άλλον κανέναν, μιας και δεν έκανα εύκολα φίλους καρδιακούς. Έπρεπε να υπομένω το άχθος της προσμονής στους μύχιους μονολόγους μου, χωρίς να το μοιράζομαι, όπως συνήθιζε να μου λέει ο ενίοτε αναιδής Βεντούρα Πριέτο. Εκείνο το απόγευμα αυτός προσκολλήθηκε πάνω μου, η αλήθεια είναι όχι επειδή με γύρεψε, μα εντελώς τυχαία. Σχολίασε ότι σε τούτη την επίπεδη γη εγώ έμοιαζα χωμένος σε ένα βαθύ πηγάδι. Σ' εμένα το είπε εκείνη τη μια φορά, μα σε άλλους περισσότερες από μία, αγνοώντας αυτό που όλοι ήξεραν: ότι ήμουν κοκόρι έτοιμο για καβγά, ή τουλάχιστον ο θιασάρχης της κοκορομαχίας.
Εμφανίστηκε εμπρός μου τη στιγμή που χάζευα τη μαϊμού και του την έδειξα για να του αποσπάσω την προσοχή· δεν ήθελα να με ρωτήσει τι περίμενα εκεί. Και τότε εκείνος, ο Βεντούρα Πριέτο, που ήταν κατώτερός μου, έμεινε μια στιγμή συλλογισμένος, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι ακόμα πιο αξιοπερίεργο προκειμένου να μου παραβγεί. Έπειτα μου ανέφερε μια από τις έρευνες, όπως τις αποκαλούσε εκείνος, μα αν πράγματι ήταν έρευνες, αυτό δεν το γνωρίζω, σίγουρα πάντως με αναστάτωναν και με στοίχειωναν με τους υπαινιγμούς τους και τις ύποπτες ομοιότητες.
Έκανε λόγο για ένα ψάρι, εκεί στον ίδιο ποταμό, που τα νερά δεν το θέλουν, και είναι αναγκασμένο να περνάει τη ζωή του, όλη τη ζωή του, παλινδρομώντας αδιάκοπα μέσα σε αυτά, σαν τη μαϊμού, και ακόμα χειρότερα, διότι εκείνο είναι ζωντανό και πρέπει να αγωνίζεται μέρα νύχτα ενάντια στο υγρό στοιχείο που επιθυμεί να το ρίξει στη στεριά. Μίλησε γι' αυτά τα δύστυχα ψάρια, που είναι τόσο εξαρτημένα –ίσως δίχως να το θέλουν– από το μέσο που τα απαρνείται, ώστε σχεδόν αποσώνουν όλες τους τις δυνάμεις για να κερδίσουν μια θέση στο νερό· και παρότι κάθε στιγμή κινδυνεύουν να εκδιωχθούν από την αγκάλη του ποταμού, σε τέτοιο βαθμό που δεν τα συναντά ποτέ κανείς στη μέση παρά μόνο στις παρυφές του ρεύματος, ζουν πολύ περισσότερο από τα άλλα ψάρια. Εγκαταλείπουν τη ζωή, πρόσθεσε ο Βεντούρα Πριέτο, μόνο όταν η αφοσίωση σε τούτη την προσπάθεια δεν τους επιτρέπει ούτε να αναζητήσουνε τροφή.
Παρακολούθησα με νοσηρή περιέργεια τούτη την ιστορία, την οποία δεν πίστεψα. Καθώς την συλλογιζόμουν, κατάλαβα ότι απέφευγα να φέρνω συγχρόνως στον νου μου εμένα και το ψάρι. Πρότεινα τότε στον Βεντούρα Πριέτο να επιστρέψουμε στην πόλη, αφήνοντας την ιστορία του ασχολίαστη.
Βάλθηκα να στριφογυρίζω στο μυαλό μου τον λόγο που με οδήγησε στο ποτάμι, το γεγονός ότι πρόσμενα ένα πλοίο που, αν ερχόταν, ίσως έφερνε μαζί του ένα μήνυμα από τη Μάρτα και τα παιδιά, κι ας μην είχαν έρθει εκείνοι, κι ας μην έρχονταν ποτέ.