
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα των Νίκι Φρεντς [Nicci French] «Δεν θα τελειώσει έτσι» (μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Κίρα άκουγε ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες μεταφέροντας πράγματα. Σκέφτηκε να προσφερθεί να βοηθήσει, αλλά ήταν ακόμα με τις πιτζάμες, κι ας κόντευε απόγευμα.
Δεν δούλευε σήμερα και είχε περάσει τη μέρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με μια κούπα καφέ και φρυγανιές με μέλι, χαζεύοντας στο κινητό της, πότε μισοκοιμισμένη, πότε ξυπνώντας σε μια κατάσταση ηδονικής υπνηλίας. Ένιωθε σαν γάτα κουλουριασμένη στη ζεστασιά της.
Εντέλει, πείστηκε ότι ήταν ώρα να σηκωθεί. Απόψε ήταν το πάρτι, και είχε δει ένα φόρεμα στην πόλη το οποίο ήθελε να αγοράσει. Ένα πανέμορφο πράσινο φόρεμα με παγιέτες. Φαντάστηκε τον εαυτό της να το φοράει. Καθώς έφευγε, συνάντησε στον προθάλαμο την Όλγκα από τον πρώτο. Η Όλγκα ήταν κοντούλα και λεπτούλα και κρατούσε το μωρό της, το οποίο ήταν τεράστιο και κοκκινοπρόσωπο, μ’ ένα πελώριο, ορθάνοιχτο στόμα, από το οποίο έβγαιναν τρομακτικά ουρλιαχτά.
«Συγγνώμη για τη φασαρία».
«Φαίνεσαι κομμάτια».
«Είμαι. Πώς τα βγάζουν πέρα οι άλλες μανάδες; Ίσως», συνέχισε, «να έχουν περισσότερη βοήθεια από τους άντρες τους».
Η Κίρα συλλογίστηκε τη δική της μητέρα, που τα έβγαλε πέρα ολομόναχη. Επέστρεφε τρέχοντας από τη δουλειά και άρχιζε να ετοιμάζει φαγητό πριν καλά καλά βγάλει το παλτό της. Ο πατέρας της Κίρα είχε φύγει λίγο αφότου γεννήθηκε η μικρή της αδερφή. Έσφιξε τα δόντια – δεν της άρεσε να τον σκέφτεται. Ήταν ένας κοκαλιάρης, κακότροπος και γκρινιάρης άντρας που είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του κι ύστερα οίκτιρε τον εαυτό του. Καμιά φορά τής τηλεφωνούσε αργά μέσα στη νύχτα, αφού είχε πιει υπερβολικά πολύ, για να της πει ότι δεν τον καταλάβαινε κανείς και πως τον είχε απογοητεύσει αυτή η ζωή.
«Άσε με να την κρατήσω ένα βράδυ», είπε παρορμητικά στην Όλγκα. «Για να βγείτε με τον Χάρι».
«Θα έκανες τέτοιο πράγμα;»
«Φυσικά. Μετά χαράς».
❈
Ο Φίλιξ έφυγε και η Νάνσι κάθισε πάνω σε μια κούτα και κοίταζε γύρω της σαν χαμένη. Το μωρό εξακολουθούσε να ουρλιάζει.
Και, μάλιστα, ακουγόταν δυνατότερα από ποτέ. Ήθελε ένα τσάι, αλλά σε ποια κούτα ήταν τα τσάγια και σε ποια οι κούπες;
Τράβηξε μια λωρίδα κολλητικής ταινίας από την πλησιέστερη κούτα και την άνοιξε. Κατσαρόλες και τηγάνια. Σήκωσε ένα από αυτά, μια βαριά μαντεμένια κατσαρόλα στην οποία δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί. Την κράτησε για λίγο στα γόνατά της κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Ήταν όλα λάθος.
Τράβηξε μια λωρίδα κολλητικής ταινίας από την πλησιέστερη κούτα και την άνοιξε. Κατσαρόλες και τηγάνια. Σήκωσε ένα από αυτά, μια βαριά μαντεμένια κατσαρόλα στην οποία δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί. Την κράτησε για λίγο στα γόνατά της κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Ήταν όλα λάθος.
❈
Το φόρεμα ήταν ακόμα εκεί. Η Κίρα το πήρε στο δοκιμαστήριο, έβγαλε το τζιν και το φούτερ της και το φόρεσε, νιώθοντας το μεταξένιο, τριζάτο υλικό δροσερό πάνω στη σάρκα της. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, γυρνώντας από δω κι από κει, ρίχνοντας μια ματιά στο είδωλό της πάνω από τον ώμο της. Έβγαλε τις κάλτσες της και στάθηκε ξυπόλυτη στις μύτες των ποδιών. Την έκανε να φαίνεται λεπτή και ταυτόχρονα αισθησιακή· σκέφτηκε την εφαρμογή του πάνω στους γοφούς και το στήθος της και φαντάστηκε τον εαυτό της να το φοράει όταν θα επέστρεφε ο Όλι. Χαμογέλασε στην αντανάκλασή της.
Είμαι όμορφη, σκέφτηκε, είμαι σέξι. Μόνο πέντε μέρες, είπε στον εαυτό της.
Η Κίρα αγόρασε το φόρεμα, αν και στην πραγματικότητα δεν την έπαιρνε οικονομικά. Όλα της σχεδόν τα λεφτά πήγαιναν στο ενοίκιο του απαίσιου, μικρού διαμερίσματος που έζεχνε μούχλα και είχε έντομα ασημόψαρα στο μπάνιο. Θα μετακόμιζε· σκόπευε να κανονίσει μια συγκατοίκηση, ώστε όταν θα ξυπνούσε το πρωί να έχει κάποιον για να κουβεντιάζει με μια κούπα τσάι και όταν θα γύριζε σπίτι το βράδυ, να μη βρίσκεται σε ένα άδειο δωμάτιο, με τα φορτηγά τρένα να βροντούν κάνοντας τα παράθυρα να τρίζουν.
Γύρισε πίσω με τα πόδια, κάτω από μια βροχή που ολοένα δυνάμωνε. Στον δρόμο συνάντησε τη Μισέλ Στράους, τη γυναίκα που έμενε στο διπλανό σπίτι. Η Μισέλ ήταν μεσήλικη και παχουλή, με στρογγυλά γυαλιά που την έκαναν να μοιάζει με κουκουβάγια και ένα χαμόγελο που φαινόταν πάντα ειρωνικό.
Συνήθως φορούσε φαρδιά, λινά ρούχα. Ήταν πάντα πολύ φιλική με την Κίρα και μια φορά την είχε καλέσει για φαγητό, αλλά ο τρόπος που την κοίταζε, σαν να την υποψιαζόταν για κάτι, την έκανε να νιώθει άβολα – ο δε τρόπος που την κοίταζε ο άντρας της Μισέλ, ο Ντίλαν, της έφερνε ανατριχίλα.
«Γεια σου, Κίρα», είπε η Μισέλ. Κοίταξε την τσάντα που κρατούσε η Κίρα στο χέρι της. «Ψώνια βλέπω;»
«Πήρα ένα φόρεμα. Αν και δεν θα ’πρεπε. Ήταν πανάκριβο. Αλλά δεν μπόρεσα να του αντισταθώ».
«Για να δω».
Η Κίρα έβγαλε το φόρεμα από την τσάντα και το επέδειξε κρατώντας το για μια στιγμή, παρά τη δυνατή βροχή, πάνω στο κορμί της.
«Ουάου!» είπε η Μισέλ.
«Θα το βάλω απόψε, στο πάρτι του Σίμους και του Μπάρνεϊ».
«Καλά να περάσεις».
❈
«Ο Σίμους με κάλεσε στο πάρτι τους απόψε», είπε ο Φίλιξ, μπαίνοντας στο διαμέρισμα μετά την επιστροφή του βαν.
«Πάρτι;»
«Κάτω, στο διαμέρισμά τους. Το αποφάσισαν τελευταία στιγμή. Τι λες, πάμε;»
Η καρδιά της Νάνσι χοροπηδούσε στο στήθος της και τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν. Δεν αισθανόταν καλά.
«Πήγαινε εσύ», είπε.
«Δεν θες να έρθεις; Έστω για λίγο;»
«Είμαι λιγάκι κουρασμένη».
«Δεν θα πάω ούτ’ εγώ. Είναι η πρώτη μας βραδιά εδώ».
«Όχι, όχι. Να πας. Θα είναι καλή κίνηση. Είναι οι καινούργιοι μας γείτονες, στο κάτω κάτω».
«Καλά, θα πεταχτώ για λίγο αφού φάμε βραδινό. Έλεγα να παραγγείλω κάτι απέξω».
«Να πας και να μείνεις όσο θες».
❈
Η Κίρα έφαγε αργά αργά ένα σακουλάκι πατατάκια, γλείφοντας το αλάτι από τα δάχτυλά της. Στέγνωσε τα μαλλιά της και τα έδεσε χαλαρά πίσω στον αυχένα της. Έβαψε τα νύχια της, φόρεσε ένα κολιέ, κρεμαστά σκουλαρίκια, μπόλικα λεπτά ασημένια βραχιόλια. Εφάρμοσε προσεκτικά το μακιγιάζ: δραματικά μάτια και κατακόκκινα χείλη. Τέλος, έβαλε το καινούργιο πράσινο φόρεμά της. Το ένιωσε σαν δεύτερο δέρμα. Χαμογέλασε, και ο εαυτός της στον καθρέφτη χαμογέλασε κι αυτός. Τα μάτια της έλαμπαν.
Η Νάνσι ξάπλωσε στο κρεβάτι και άκουγε τους ήχους του πάρτι. Ήταν δύο ορόφους πιο κάτω, αλλά τα πατώματα ήταν λεπτά, και όλο το σπίτι έμοιαζε να αντηχεί από τον θόρυβο. Καλή μουσική, σκέφτηκε. Της άρεσε να χορεύει, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που το είχε κάνει.
Χάρηκε που ο Φίλιξ είχε πάει στο πάρτι. Από τότε που βγήκε από την κλινική, σπάνια την άφηνε μόνη. Ήταν σαν να μην την εμπιστευόταν ακόμη· σαν να πίστευε ότι, αν δεν είχε τον νου του, θα μπορούσε να υποτροπιάσει. Ήταν ωραίο να ξαπλώνει στο κρεβάτι, με τη μουσική να βαράει από κάτω της και τα τρένα να βροντούν έξω από το παράθυρο, και να αφήνει τις σκέψεις της να την παρασύρουν. Όλα τής φαίνονταν παράξενα: ο νευρικός κλονισμός, η μετακόμιση, αυτό το διαμέρισμα, το μέλλον της. Ένιωθε μικρή και γυμνή μέσα στον κόσμο.
Ξύπνησε για λίγο όταν ο Φίλιξ ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι.
«Καλό το πάρτι;» μουρμούρισε.
«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω».
Η ανάσα του μύριζε μπίρα.
«Τι ώρα είναι;»
«Κοιμήσου».
❈
Ο κανονικός τρόμος για τη Νάνσι ξεκίνησε την επομένη και το έναυσμα ήταν ένα μικρό κομμάτι μούχλας στον τοίχο. Η ταπετσαρία ανήκε στο κακής ποιότητας, φτηνιάρικο είδος που προτιμούν οι εκμισθωτές προκειμένου να καλύψουν ρωγμές που δεν επισκευάζουν. Είχε μικρά φουσκώματα, σαν σπυράκια ανεμοβλογιάς. Σήκωσε το χέρι της και το πίεσε πάνω στον λεκέ. Το χαρτί είχε ξεκολλήσει από τον τοίχο. Φαντάστηκε την υγρασία να σταλάζει από το σώμα του σπιτιού.
Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο και θυμήθηκε το παλιό ρητό: μια θέση για όλα και όλα στη θέση τους. Αυτή τη στιγμή, εδώ, σε αυτό το καινούργιο διαμέρισμα, δεν υπήρχε θέση για τίποτα και τίποτα δεν ήταν στη θέση του. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί, εκτός από μερικά χλωμά ορθογώνια εκεί που κάποτε υπήρχαν κάδρα.
Ένα καλώδιο κρεμόταν από το κέντρο του ταβανιού, χωρίς λαμπτήρα. Ο προηγούμενος ένοικος είχε πάρει μαζί του όλα τα κάδρα και όλους τους λαμπτήρες.
Ένα καλώδιο κρεμόταν από το κέντρο του ταβανιού, χωρίς λαμπτήρα. Ο προηγούμενος ένοικος είχε πάρει μαζί του όλα τα κάδρα και όλους τους λαμπτήρες.
Χάρτινες κούτες συσκευασίας γέμιζαν το πάτωμα. Μία από αυτές είχε ανοίξει, φανερώνοντας τα χαρτόδετα βιβλία που είχε μέσα. Όλη τους η ζωή ήταν στοιβαγμένη μπροστά της.
Στο Στόουκ Νιούινγκτον φάνταζε ευοίωνη και υποσχόμενη, μα τώρα, εδώ στο Χάρλσντεν, δέκα μίλια δυτικά και έναν ολόκληρο κόσμο μακριά, φάνταζε χαμένη και ηττημένη.
Μέσα στις επόμενες δύο μέρες οι κούτες θα άδειαζαν και το περιεχόμενό τους θα μοιραζόταν και θα τακτοποιούνταν και θα κρεμιόταν και θα αποθηκευόταν, και ίσως να έμοιαζε και αυτό κάπως με σπίτι.
Αλλά ο λεκές στην ταπετσαρία θα εξακολουθούσε να υπάρχει, ακόμα και αν τον έκρυβαν πίσω από ένα κάδρο.
Καθώς τον παρατηρούσε, ένιωσε αίφνης λες και το κτίριο ήταν ζωντανό, λες κι υπέφερε από κάποιον τραυματισμό, κάποια πληγή που αιμορραγούσε ή ξερνούσε σιχαμερά ζουμιά. Ο τοίχος είχε πασχίσει να την περιορίσει, αλλά η πληγή μαχόταν με όλες της τις δυνάμεις να τον διαπεράσει.
Η Νάνσι άκουσε ένα γουργουρητό, το αισθάνθηκε κιόλας, κάτω από τα πόδια της. Νερό έρεε στις σωληνώσεις κάτω από τις σανίδες του πατώματος. Η θέρμανση, πιθανόν, που έπαιρνε μπρος ή έκλεινε. Ή ίσως κάποιος ένοικος που άδειαζε μια μπανιέρα. Ένιωθε πως το κτίριο ήταν ένα πλάσμα ζωντανό κι οι σωληνώσεις ήταν οι φλέβες κι οι αρτηρίες του. Το σπίτι προσπαθούσε να της πει κάτι. Άκουγε τους ψιθύρους, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τις λέξεις.
Είχε πάρει τα χάπια της, ωστόσο αναγνώριζε τα σημάδια και καταλάβαινε ότι έπρεπε να βγει έξω, στον καθαρό αέρα, και να σταματήσει να κοιτάζει αυτόν τον υγρό, σκούρο λεκέ. Πήρε το χιλιοφορεμένο δερμάτινο μπουφάν της –παρηγορητικό σαν παμπάλαιο λούτρινο ζωάκι– και το φόρεσε. Στράφηκε ενστικτωδώς στον καθρέφτη στον τοίχο για να τσεκάρει την εμφάνισή της, να ελέγξει τα μακριά, καστανά μαλλιά της μήπως παραήταν αχτένιστα, μπλεγμένα, αλλά δεν υπήρχε καθρέφτης στον τοίχο. Όχι ακόμη…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Νάνσι Νορθ είναι έτοιμη να ξαναχτίσει τη ζωή της. Μετά από έναν νευρικό κλονισμό που κατέστρεψε φιλίες, έβαλε φρένο στο νεοσύστατο εστιατόριό της και την ανάγκασε να φύγει από το άνετο διαμέρισμά της, θα κάνει τα πάντα για να επιστρέψει στην κανονικότητα. Με τον Φίλιξ, τον σύντροφο που στάθηκε δίπλα της σε όλες τις δύσκολες στιγμές, μετακομίζουν σε ένα νέο διαμέρισμα κι είναι έτοιμοι να κάνουν μια νέα αρχή.
Η Νάνσι παίρνει τα χάπια της, επισκέπτεται τον θεραπευτή της και αποφεύγει το περιττό άγχος. Κάνει τα πάντα σωστά, αλλά κάτι εξακολουθεί να είναι πολύ, πολύ λάθος. Την πρώτη μέρα στο νέο διαμέρισμα, τις ακούει ξανά: τις μυστηριώδεις φωνές που πυροδότησαν το πρώτο της επεισόδιο. Θα μπορούσε απλώς να είναι ήχοι του νερού στους σωλήνες ή το μωρό που ουρλιάζει στην άλλη μεριά του διαδρόμου; Οι φόβοι της επιβεβαιώνονται όταν η νεαρή γυναίκα στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου, η Κίρα Μούλαν, βρίσκεται νεκρή. Όλοι επιμένουν ότι πρόκειται για μια τραγική αυτοκτονία, αλλά η Νάνσι ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορεί να εμπιστευτεί το ένστικτό της ή είναι όλα στο μυαλό της;
Η επιθεωρήτρια Μοντ Ο' Κόνορ έχει αμφιβολίες για την έρευνα των συναδέλφων της για τον θάνατο της Κίρα. Φαίνονται αποφασισμένοι να κλείσουν την υπόθεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ειδικά αφού το μόνο άτομο που πιστεύει ότι θα μπορούσε ο θάνατός της Κίρα να μην είναι αυτοκτονία είναι αναξιόπιστο.
Αλλά η επιθεωρήτρια ξέρει πώς είναι να σε απορρίπτουν αντιμετωπίζοντάς σε ως υπερευαίσθητη, νευρωτική γυναίκα και δεν βιάζεται να αγνοήσει τους ισχυρισμούς της Νάνσι. Καθώς οι εντάσεις φτάνουν κοντά στην έκρηξη, το σύνορο μεταξύ πραγματικότητας και αυταπάτης γίνεται επικίνδυνα θολό, αλλά η Μοντ Ο’ Κόνορ δεν θα σταματήσει πριν σιγουρευτεί ότι η αλήθεια θα αποκαλυφθεί.
Λίγα λόγια για τους συγγραφείς
Το όνοµα Nicci French είναι ψευδώνυµο για το συγγραφικό ζεύγος των δηµοσιογράφων Nicci Gerrard και Sean French. Δεν είναι ζευγάρι µόνο στη συγγραφή, αλλά και στη ζωή. Είναι παντρεµένοι και κατοικούν στο Σάφολκ. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί η σειρά ψυχολογικών θρίλερ µε ηρωίδα τη Φρίντα Κλάιν Blue Monday, Tuesday’s Gone, Σκοτεινή Τετάρτη, Σηµαδεµένη Πέµπτη, Οργισµένη Παρασκευή, Το ρέκβιεμ του Σαββάτου, Ματωμένη Κυριακή και Η 8η μέρα, καθώς και τα stand-alone θρίλερ Επιστροφή από το σκοτάδι, Το κόκκινο δωμάτιο, Το δωμάτιο με τα ψέματα, Κατηγορούμενη, Αόρατος μάρτυρας, Η Χάρη και Δεν την είδε κανείς.