
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Νταβίντε Κόπο [Davide Coppo] «Η λάθος πλευρά» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στην αρχή του ντοκιμαντέρ, οι εικόνες έδειχναν εκατοντάδες νεαρά σώματα να δημιουργούν περίτεχνα γεωμετρικά σχήματα, λες και ακολουθούσαν κάποια χορογραφία. Κατόπιν το πλάνο άλλαζε, γινόταν ευρύτερο: ήταν ένα στάδιο γεμάτο κόσμο, με κατάμεστες κερκίδες. Υπήρχαν στρατιώτες, σε τακτικούς σχηματισμούς, που κρατούσαν κάτι λάβαρα και σημαίες ορθωμένα προς τον ουρανό. Τα πάντα ήταν ασπρόμαυρα. Έπειτα έρχονταν οι γεμάτες κόσμο πλατείες, έξω από το στάδιο. Ο άντρας στο μπαλκόνι χειρονομούσε έντονα.
Όταν είδα για πρώτη φορά αυτές τις σκηνές, πήγαινα στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, ήταν άνοιξη και έμεναν λίγοι μόνο μήνες για να αρχίσει το λύκειο. Τα μαθήματα Ιστορίας, χάρη στην καινούρια καθηγήτρια που είχε έρθει εκείνη τη χρονιά, γίνονταν πιο συχνά στην αίθουσα προβολών παρά στα θρανία της τάξης. Η καθηγήτρια Ντι Λίβιο είχε κοντά μαλλιά και κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως ήταν ελκυστική γυναίκα. Ήταν ψηλή, την έκανες τουλάχιστον ένα και εβδομήντα πέντε. Ντυνόταν με παντελόνια σε ίσια γραμμή και άνετα αθλητικά παπούτσια, μ' ένα χακί μπλουζάκι χωμένο μέσα στο παντελόνι της. Περισσότερο κι από θλιμμένη, μου φαινόταν αυστηρή γυναίκα. Ακόμα και η φωνή της ήταν σταθερή, αρρενωπή. Εμείς τα αγόρια αστειευόμασταν για τη λιτή της εμφάνιση, που διέφερε από αυτή των μανάδων, των θείων και των γιαγιάδων μας, καθώς και από εκείνη των υποδειγματικών γυναικών που βλέπουμε γύρω μας, και στο διάλειμμα την αποκαλούσαμε ψιθυριστά λεσβία ή τραβεστί· έπειτα γελούσαμε μ' εκείνες τις απαγορευμένες λέξεις.
Εκείνη την εποχή, πίστευα ότι το να διδάσκεις Ιστορία στο τελευταίο έτος του γυμνασίου ήταν ίσως ό,τι καλύτερο μπορούσες να κάνεις σε ένα σχολείο, μια και το αντικείμενό σου ήταν οι πόλεμοι, πράγματα κοντινά που έχεις ακούσει να σου τα διηγούνται οι γονείς ή οι παππούδες σου, πράγματα που σε αγγίζουν. Απεναντίας, η αρχή του 2000 ήταν εξίσου βαρετή με όλες τις άλλες χρονιές: δεν αντιλαμβανόμουν τη σημασία των αιτιών που οδήγησαν σ' εκείνο το 1848* για το οποίο δεν είχα ξανακούσει ποτέ, η Βιομηχανική Επανάσταση με έκανε να πλήττω σαν μάθημα χημείας, στους πολέμους των Μπόερς δεν καταλάβαινα ποιος πολεμούσε εναντίον τίνος και δεν με ενδιέφερε ούτε καν ο ιταλικός αποικιακός πόλεμος, αδυνατώντας να διακρίνω τι το επίκαιρο υπήρχε σε μια αριστερά και μια δεξιά που αποκαλούνται με τον εξής αλλόκοτο τρόπο: «ιστορικές».
Ύστερα πέρασε ο χειμώνας και τα δέντρα πρασίνισαν, και ήρθαν τα ντοκιμαντέρ και οι ώρες που περνούσαμε στην αίθουσα προβολών. Έξω οργίαζε η άνοιξη, ήταν οι τελευταίες μέρες του σχολείου πριν από μια ελευθερία που θα είχε εντελώς νέο πρόσημο: το καλοκαίρι του τέλους της παιδικής ηλικίας, η ελευθερία στον ορίζοντα. Οι εικόνες στην οθόνη δεν ήταν πολύ ευκρινείς. Οι μορφές κινούνταν πιο γρήγορα από το κανονικό, όχι όμως με διπλάσια ταχύτητα, απλώς αστεία. Άλλες μορφές χαιρετούσαν η μία την άλλη με το χέρι υψωμένο, ντυμένες με παράξενα αλλά ενδιαφέροντα ρούχα, με ημίψηλα ή φέσια, φουσκωτά παντελόνια και μπότες μέχρι το γόνατο.
Τι τους έβρισκα εκείνη την εποχή; Χρόνια αργότερα αναρωτιόμουν συχνά γι' αυτό. Απάντησα στον εαυτό μου: μια αίσθηση τάξης, μια αίσθηση ευτυχίας, μια αίσθηση πληρότητας. Όλα έμοιαζαν να λειτουργούν, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Μου φαινόταν ένας κόσμος χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς αμφιβολίες ούτε αγωνίες. Ένας κόσμος χωρίς χώρο για ενοχές.
Τα θέματα αυτών των βίντεο δεν άλλαζαν ποτέ. Η καθηγήτρια Ντι Λίβιο ήταν σταθερά αποφασισμένη να μας εντυπώσει στον νου τις αιτίες της πολυπλοκότητας ενός ολόκληρου αιώνα, του εικοστού, χαραμίζοντας λίγα λόγια και πολλές ώρες τηλεόρασης. Επρόκειτο πάντα για ντοκιμαντέρ, επρόκειτο πάντα για πορείες και συγκεντρώσεις και ομιλίες, για τεντωμένα χέρια και τη διαπεραστική φωνή του σχολιαστή εκτός πλάνου που εξηγούσε το μεγαλείο της Ιταλίας και το μεγαλείο του ανθρώπου που, εντέλει, ήταν ο πρωταγωνιστής όλων των ντοκιμαντέρ: του Μπενίτο Μουσολίνι.
Η σχέση μας υπήρχε μόνο ως απτικές αισθήσεις, αόρατες στα μάτια. Τις πιο πολλές φορές, ωστόσο, συνειδητοποιούσα ότι με ενδιέφερε πραγματικά αυτό που έβλεπα στο βίντεο και εκείνες οι χορογραφίες και τα εμβατήρια με αιχμαλώτιζαν περισσότερο από τα δάχτυλα της Αλέσια, τα οποία σταματούσα αμέσως να αναζητώ.
Εμείς, οι μαθητές, καθόμασταν χωρίς συγκεκριμένη σειρά στην αίθουσα προβολών. Η τηλεόραση, από τις μεγάλες και βαριές, ήταν ακουμπισμένη σε ένα τροχήλατο τραπεζάκι, στο κάτω ράφι του οποίου βρισκόταν το μαγνητόφωνο-κασετόφωνο, μαύρο όπως και η συσκευή. Υπήρχαν μέρες που προσπαθούσα να καθίσω όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μια συγκεκριμένη συμμαθήτρια, με το σκοτάδι να με βάζει στον πειρασμό να αγγίξω τα δάχτυλά της, τις παλάμες, τους πήχεις της, μια τυφλή και συναρπαστική αποπλάνηση. Κάποιες φορές συνέβη· και με τα δάχτυλά μας χαράζαμε σχέδια πάνω στο δέρμα του άλλου. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωθα διέγερση λόγω σωματικής, έστω και επιφανειακής, επαφής. Μετά άναβαν τα φώτα, η Αλέσια κι εγώ κοιταζόμασταν και όλα είχαν ήδη χαθεί. Η σχέση μας υπήρχε μόνο ως απτικές αισθήσεις, αόρατες στα μάτια. Τις πιο πολλές φορές, ωστόσο, συνειδητοποιούσα ότι με ενδιέφερε πραγματικά αυτό που έβλεπα στο βίντεο και εκείνες οι χορογραφίες και τα εμβατήρια με αιχμαλώτιζαν περισσότερο από τα δάχτυλα της Αλέσια, τα οποία σταματούσα αμέσως να αναζητώ. Δεν μιλούσαμε ποτέ γι' αυτό, ούτε και έμελλε ποτέ να μιλήσουμε. Τα επόμενα χρόνια αναρωτιόμουν: Πού θα με είχε οδηγήσει η Αλέσια αν της είχα δώσει την ευκαιρία; Κι εκείνη, γιατί δεν με ρώτησε ποτέ τίποτα; Αλλά ήμαστε παιδιά και τα παιδιά δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις.
Στις εξετάσεις της τρίτης γυμνασίου προβιβάστηκα με άριστα. Ήμουν ο πρώτος της τάξης και ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Για τις εξετάσεις είχα ετοιμάσει μια ερευνητική εργασία για την Ιαπωνία – με είχε γοητεύσει η εκρηκτική και κατά κάποιον τρόπο επικίνδυνη γεωγραφία του αρχιπελάγους. Οι βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι δεν μου έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση όσο η πύρινη ζώνη των υπόγειων ηφαιστείων, το μελλοντικό φιτίλι για το τέλος του κόσμου, κι έπειτα οι σεισμοί, τα τσουνάμι, η αναπόδραστη αστάθεια αυτής της γης και η αναπόφευκτη γεωλογική καταδίκη της. Εκείνες τις μέρες έθεσα στον εαυτό μου, για πρώτη φορά, ένα ερώτημα που θα επανερχόταν συχνά τα επόμενα χρόνια, με διαφορετικές μορφές: Πώς μπορεί κανείς να ζήσει σε έναν τόπο που θα αφανιστεί, χωρίς καμία πιθανή ελπίδα σωτηρίας, μέσα σε μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια; Μερικές φορές απαντούσα μόνος μου: Θέλει ακόμη χιλιάδες χρόνια, πράγματι. Τότε έφερνα αντίλογο, πάντα μιλώντας μέσα μου, σαν να μπορούσα να διαχωριστώ από τον εαυτό μου, και αναρωτιόμουν ξανά πώς μπορεί κανείς να χτίσει κάτι γνωρίζοντας ότι κάθε σπόρος, κάθε τούβλο, κάθε λέξη είναι προορισμένα να εξαφανιστούν για πάντα, να τα καταπιεί η θάλασσα ή η φωτιά. Άφηνα πάντα το ερώτημα αναπάντητο.
* Το 1848 («Έτος των Επαναστάσεων») σημαδεύτηκε από μια σειρά κοινωνικών και εθνικών επαναστάσεων που συντάραξαν ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο και έμειναν στην Ίστορία ως «άνοιξη των εθνών». Οι περισσότερες επαναστάσεις εκτός από κοινωνικό είχαν και εθνικό χαρακτήρα, καθώς επιδίωκαν την αντικατάσταση των παλιών πολυεθνικών αυτοκρατοριών από εθνικά δημοκρατικά κράτη. Η ιταλική χερσόνησος συγκλονίστηκε σε όλη την έκτασή της από παρόμοια γεγονότα. (ΣτΜ)
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τι ωθεί έναν έφηβο σαν όλους τους άλλους, από μια συνηθισμένη οικογένεια, να επιλέξει τον δρόμο του πολιτικού εξτρεμισμού; Ο Έτορε, που φεύγει από τα προάστια του Μιλάνου για να γραφτεί σε ένα μεγάλο λύκειο του κέντρου, νιώθει χαμένος, σε μια περιοχή και μια κοινότητα όπου δεν μπορεί να βρει αναφορές ή φιλίες. Σύντομα θα τα αναζητήσει σε μια νεοφασιστική ομάδα, αρχικά τυχαία και στη συνέχεια καλλιεργώντας ο ίδιος τη ριζοσπαστικοποίησή του, την απομάκρυνση από την οικογένεια και τους φίλους, ώσπου να οδηγηθεί, βήμα βήμα, στο αναπόφευκτο και τραγικό φινάλε. Μια ιστορία βίας και στρεβλής ενηλικίωσης, και ταυτόχρονα μια προσωπική εξομολόγηση, αληθινή και επώδυνη, για το δύσκολο ταξίδι της διαμόρφωσης ταυτότητας και τη σκοτεινή έλξη που μπορεί πάντα να ασκήσει το κακό.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νταβίντε Κόπο γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1986. Από το 2011 εργάζεται, καλύπτοντας διάφορους ρόλους, στη σύνταξη του περιοδικού Rivista Studio. Αρθρογραφεί για πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις. Το 2019 συμμετείχε με ένα δοκίμιο στο The Game Unplugged (εκδόσεις Einaudi). Το βιβλίο του Η λάθος πλευρά είναι υποψήφιο για το Premio Fiesole Narrativa Under 40.