
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βραβευμένο μυθιστόρημα του Τζ. Μ. Κουτσί [J. M. Coetzee] «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ», σε νέα μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 6 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου, αργά ένα απόγευμα, ένα στρατιωτικό τζιπ, που κατέβαινε την Μπιτς Ρόουντ με μεγάλη ταχύτητα, χτύπησε έναν νεαρό που διέσχιζε τον δρόμο και τον πέταξε με την πλάτη στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα πλάι στο πεζοδρόμιο. Το τζιπ έκανε έναν ελιγμό και σταμάτησε στο αφρόντιστο γκαζόν έξω από το κτίριο Κοτ ντ’ Αζίρ, όπου οι δύο επιβάτες ήρθαν αντιμέτωποι με τους θυμωμένους φίλους του νεαρού. Ακολούθησε συμπλοκή και σύντομα μαζεύτηκε ολόκληρο πλήθος. Οι συγκεντρωμένοι έσπασαν τα τζάμια των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, τα άνοιξαν και τα έσπρωξαν κάθετα στον δρόμο. Ήχησαν οι σειρήνες για την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Κατέφτασε ένα ασθενοφόρο συνοδεία μοτοσικλετιστών, έκανε μεταβολή λίγο πριν το οδόφραγμα και αποχώρησε με ταχύτητα, μέσα σε μια βροχή από πέτρες που εκτόξευε το πλήθος κατα πάνω του. Από το μπαλκόνι του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου, ένας άντρας άρχισε να πυροβολεί με ρεβόλβερ. Μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από ουρλιαχτά, οι συγκεντρωμένοι έτρεξαν να καλυφθούν, σκορπίστηκαν στις πολυκατοικίες της παραλίας, έτρεχαν στους διαδρόμους, χτυπούσαν με δύναμη τις πόρτες, έσπαγαν παράθυρα και φώτα. Έβγαλαν σηκωτό τον άντρα με το ρεβόλβερ από την κρυψώνα του, τον κλοτσούσαν μέχρι που έμεινε αναίσθητος και τον πέταξαν στο πεζοδρόμιο. Κάποιοι ένοικοι των διαμερισμάτων επέλεξαν να κρυφτούν στο σκοτάδι πίσω από κλειδωμένες πόρτες, ενώ άλλοι έτρεχαν στους δρόμους για να σωθούν. Μια γυναίκα, παγιδευμένη στην άκρη ενός διαδρόμου, δέχτηκε επίθεση και της έσκισαν τα ρούχα· κάποιος γλίστρησε σε μια σκάλα διαφυγής και έσπασε τον αστράγαλό του. Πόρτες γκρεμίζονταν, διαμερίσματα λεηλατούνταν. Στο διαμέρισμα ακριβώς επάνω από το δωμάτιο της Άννα Κ, οι πλιατσικολόγοι έσκισαν τις κουρτίνες, στοίβαξαν τα ρούχα στο πάτωμα, έσπασαν τα έπιπλα και άναψαν φωτιά, η οποία, αν και δεν εξαπλώθηκε, δημιούργησε πυκνά σύννεφα καπνού. Στο γκαζόν έξω από τα κτίρια Κοτ ντ’ Αζίρ, Κοτ ντ’ Ορ και Κοπα καμπάνα ο όχλος όλο και μεγάλωνε, κάποιοι είχαν στα πόδια τους σωρούς από κλεμμένα αντικείμενα. Έπαιρναν πέτρες από τους βραχόκηπους και τις εκτόξευαν στις τζαμαρίες με θέα στη θάλασσα, μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένα τζάμι άθικτο.
Ένα βαν της αστυνομίας με τον μπλε φάρο να αναβοσβήνει, σταμάτησε στον παραλιακό πεζόδρομο πενήντα μέτρα πιο κάτω. Ακούστηκε ένας καταιγισμός ριπών από πολυβόλο και κάποιοι άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά κρυμμένοι πίσω από τα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου. Το βαν έκανε όπισθεν κακήν κακώς, ενώ το πλήθος, με κραυγές και αλαλαγμούς, υποχωρούσε προς την Μπιτς Ρόουντ. Μετά από άλλα είκοσι λεπτά, όταν είχε πέσει πια το σκοτάδι, κατέφτασαν οι ενισχύσεις της αστυνομίας και των μονάδων αποκατάστασης της τάξης. Όροφο τον όροφο, καταλάμβαναν τις πολυκατοικίες που είχαν πληγεί και δεν συναντούσαν καμία αντίσταση από τον εχθρό, που το έσκαγε από τα πίσω στενά. Μια γυναίκα, που είχε κάνει πλιάτσικο και δεν έτρεχε αρκετά γρήγορα, δέχτηκε μια σφαίρα και σκοτώθηκε. Η αστυνομία μάζεψε από τους γύρω δρόμους τα παρατημένα κλοπιμαία και τα στοίβαξε στο γκαζόν. Εκεί, μέχρι αργά τη νύχτα, οι ένοικοι των διαμερισμάτων έψαχναν με τους φακούς τα υπάρχοντά τους. Τα μεσάνυχτα, όταν η επιχείρηση κόντευε πια να φτάσει στο τέλος της, βρήκαν έναν πλιατσικολόγο με μια σφαίρα στον πνεύμονα, κουλουριασμένο σε μια κακοφωτισμένη γωνιά ενός διαδρόμου πολυκατοικίας λίγο πιο κάτω, και τον μάζεψαν. Ακροβολίστηκαν φρουροί για τη νύχτα και οι περισσότερες δυνάμεις αποχώρησαν. Τις πρώτες πρωινές ώρες, σηκώθηκε αέρας και άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή, που περνούσε μέσα από τα σπασμένα τζάμια των κτιρίων Κοτ ντ’ Αζίρ, Κοτ ντ’ Ορ και Κοπακαμπάνα, καθώς και του Έγκρεμοντ και του Μάλιμπου Χάιτς, το οποίο ως εκείνη τη μέρα παρείχε προστατευμένη θέα των θαλάσσιων οδών γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Οι κουρτίνες σκίστηκαν, τα χαλιά βράχηκαν και μερικά πατώματα πλημμύρισαν.
Στη διάρκεια των γεγονότων, η Άννα Κ και ο γιος της, χωρίς να βγάζουν άχνα, κουλουριάστηκαν στο δωμάτιό τους κάτω από τις σκάλες και δεν ξεμύτησαν ούτε στιγμή, ακόμα και όταν έφτασε στα ρουθούνια τους η μυρωδιά του καπνού, ακόμα και όταν άκουσαν ποδοβολητά από βαριές μπότες να περνούν μπροστά τους, αλλά και όταν ένα χέρι τράνταξε την κλειδωμένη πόρτα.
Στη διάρκεια των γεγονότων, η Άννα Κ και ο γιος της, χωρίς να βγάζουν άχνα, κουλουριάστηκαν στο δωμάτιό τους κάτω από τις σκάλες και δεν ξεμύτησαν ούτε στιγμή, ακόμα και όταν έφτασε στα ρουθούνια τους η μυρωδιά του καπνού, ακόμα και όταν άκουσαν ποδοβολητά από βαριές μπότες να περνούν μπροστά τους, αλλά και όταν ένα χέρι τράνταξε την κλειδωμένη πόρτα. Δεν μπορούσαν να μαντέψουν ότι οι ταραχές, τα ουρλιαχτά, οι πυροβολισμοί και ο ήχος γυαλιών που έσπαγαν περιορίζονταν σε λίγα διπλανά κτίρια: ήταν καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στο κρεβάτι, δεν τολμούσαν ούτε να ψιθυρίσουν καλά καλά, πεπεισμένοι ότι ο αληθινός πόλεμος είχε φτάσει ως το Σι Πόιντ και τους ξετρύπωσε. Αρκετές ώρες μετά τα μεσάνυχτα, η μητέρα είχε επιτέλους αποκοιμηθεί και ο Μάικλ καθόταν με τα αφτιά του τεντωμένα και το βλέμμα καρφωμένο στη λωρίδα γκρίζου φωτός που έμπαινε από τη χαραμάδα της πόρτας, ανασαίνοντας σιγανά. Όταν η μητέρα του άρχισε να ροχαλίζει, της έσφιξε τον ώμο για να την κάνει να σταματήσει.
Έτσι, καθισμένος με την πλάτη στον τοίχο, επιτέλους αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, το φως κάτω από την πόρτα ήταν πιο δυνατό. Ξεκλείδωσε και βγήκε προσεκτικά έξω. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος σπασμένα γυαλιά. Στην είσοδο του κτιρίου, δύο στρατιώτες με κράνη κάθονταν σε καρέκλες παραλίας με τις πλάτες τους γυρισμένες προς εκείνον και αγνάντευαν τη βροχή και την γκρίζα θάλασσα. Ο Κ ξαναμπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο της μητέρας του και αποκοιμήθηκε στο χαλί.
Αργότερα την ίδια μέρα, όταν οι κάτοικοι του κτιρίου Κοτ ντ’ Αζίρ άρχισαν να επιστρέφουν, για να καθαρίσουν τα συντρίμμια ή να φτιάξουν τις βαλίτσες τους ή απλώς για να αντικρίσουν την καταστροφή και να κλάψουν, η βροχή είχε σταματήσει και ο Κ πήγε στην οδό Όλιφαντ στο Γκριν Πόιντ, στην ιεραποστολή του Αγίου Ιωσήφ, όπου παλιότερα μπορούσες να εξασφαλίσεις μια σούπα και ένα κρεβάτι για τη νύχτα χωρίς ερωτήσεις και όπου ο Κ έλπιζε να βρει κατάλυμα για τη μητέρα του για λίγο καιρό, μακριά από την κατεστραμμένη γειτονιά. Αλλά το γύψινο άγαλμα του Αγίου Ιωσήφ με τα γένια και τη ράβδο είχε εξαφανιστεί, η χάλκινη πινακίδα είχε αφαιρεθεί από την κολόνα της εισόδου και τα παράθυρα ήταν σπασμένα. Χτύπησε τη διπλανή πόρτα, άκουσε μια σανίδα του πατώματος να τρίζει, αλλά δεν ήρθε κανείς να του ανοίξει.
Διασχίζοντας την πόλη καθώς πήγαινε για δουλειά, ο Κ ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τις στρατιές των αστέγων και των απόρων, που τα τελευταία χρόνια είχαν καταλάβει τους δρόμους στο κέντρο της πόλης. Ζητιάνευαν, έκλεβαν ή περίμεναν στην ουρά στις υπηρεσίες πρόνοιας ή απλώς κάθονταν στους διαδρόμους των δημόσιων κτιρίων για να ζεσταθούν, είτε έβρισκαν καταφύγιο τη νύχτα στις ρημαγμένες αποθήκες γύρω από τις αποβάθρες ή στις σειρές από ερειπωμένες πολυκατοικίες πίσω από την οδό Μπρι, εκεί που οι αστυνομικοί δεν τολμούσαν ποτέ να κάνουν πεζές περιπολίες. Έναν χρόνο πριν να επιβάλουν οι Αρχές περιορισμούς στις μετακινήσεις των πολιτών, η ευρύτερη περιοχή του Κέιπ Τάουν είχε κατακλυστεί από επαρχιώτες που αναζητούσαν μια οποιαδήποτε δουλειά. Δεν υπήρχαν ούτε θέσεις εργασίας ούτε καταλύματα. Αν βυθίζονταν και οι ίδιοι σ’ αυτή τη θάλασσα από πεινασμένα στόματα, σκεφτόταν ο Κ, τι πιθανότητες επιβίωσης είχαν; Πόσο καιρό θα μπορούσε να κουβαλάει τη μητέρα του με το καρότσι στους δρόμους ζητιανεύοντας ένα πιάτο φαΐ; Περιπλανιόταν άσκοπα όλη μέρα και επέστρεψε στο δωμάτιο βουτηγμένος στην απελπισία. Για βραδινό, αράδιασε μπροστά τους σούπα, φρυγανιές και σαρδέλες κονσέρβα και έβαλε μια κουβέρτα μπροστά από το καμινέτο, για να μην τραβήξει το φως της φλόγας την προσοχή των περαστικών.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε μια Νότια Αφρική που σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο, ο Μάικλ Κ, ένας αγαθός κηπουρός, αφήνει το Κέιπ Τάουν αποφασισμένος να πάει την άρρωστη μητέρα του πίσω στο χωριό της. Στον δρόμο όμως εκείνη πεθαίνει αφήνοντάς τον μόνο σε έναν άναρχο κόσμο. Όπου κι αν πηγαίνει, ο πόλεμος τον ακολουθεί. Παγιδευμένος σε μια σύγκρουση που δεν καταλαβαίνει, ο Μάικλ θα κάνει τα πάντα για να αποδράσει και να ζήσει τη ζωή του με τους δικούς του όρους. Βραβείο Booker 1983.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Τζον Μάξγουελ Κουτσί γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Έχει γράψει είκοσι βιβλία, μεταξύ των οποίων τα Περιμένοντας τους βαρβάρους (Waiting for the Barbarians), για το οποίο τιμήθηκε με το Central News Agency Award, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Νότιας Αφρικής, το αυτοβιογραφικό Σκηνές απ’ τη ζωή ενός παιδιού (Boyhood: Scenes from a Provincial Life) και το πιο πρόσφατο Ο Πολωνός (εκδ. Διόπτρα 2023). Το 1983 τιμήθηκε με το Booker για το Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ, διάκριση που απέσπασε ξανά το 1999 με την Ατίμωση (εκδ. Διόπτρα 2024) και έγινε έτσι ο πρώτος συγγραφέας στην ιστορία που έχει κερδίσει το βραβείο αυτό δύο φορές. Το 2003 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.