Προδημοσίευση αποσπάσματος από το κατασκοπικό μυθιστόρημα του Λεν Ντέιτον [Len Deighton] «Αποστολή στο Βερολίνο» (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης), το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Μάλλον φέρνουν κάποιον για κηδεία».
«Τι μου λες!»
Δύο από τους μουσικούς άνοιξαν τις δερμάτινες θήκες και κοίταξαν στο εσωτερικό πριν τις κλείσουν ξανά. Κάποιος άλλος χτύπησε την κοιλιά του κοντραμπάσου και είπε: «Πάντως, δεν περίμενα να σέρνω μαζί μου ένα μπάσο ανάμεσα στα κομμούνια».
Ο φλαουτίστας έβγαλε το όργανό του από τη θήκη. «Στα χέρια μου είναι εξίσου φονικό με ένα Μ-60», είπε γελώντας και έπαιξε μια σύντομη μελωδία. Στην ησυχία που προκαλούσε η ύπαρξη του φέρετρου, το κομμάτι που έπαιξε ήταν το μόνο λογικό πράγμα για εκατό μέτρα προς πάσα κατεύθυνση και, πριν ακόμα σβήσει η αντήχηση, ένας Αμερικανός στρατονόμος φώναξε: «Φίλε, θέλεις να σου ρίξουν νερό με καμιά βρομομάνικα; Εξαφάνισέ το πριν το περάσουν για τηλεσκόπιο».
«Σου είπα να μη σημαδεύεις μ’ αυτό», είπε ο βιολιστής, για να χαλαρώσει η ατμόσφαιρα. Ο φλαουτίστας είπε: «Μα δεν έχω βγάλει την ασφάλεια».
«Έρχεται», είπε κάποιος.
Είχαν τοποθετήσει ξανά το φέρετρο στη μεγάλη, μαύρη, μη τυποποιημένη νεκροφόρα που παρέπεμπε έντονα στην εποχή του Αλ Καπόνε, ειδικά με τον Στοκ ανεβασμένο στο μαρσπιέ. Ο Στοκ φορούσε τη στολή του δεκανέα για να μη θέσει σε συναγερμό τους δημοσιογράφους που κοιτάνε διαρκώς πέρα από το όριο του Σημείου Ελέγχου Τσάρλι προς εκείνο της Φριντριχστράσε.
Πάνω στο φέρετρο υπήρχαν δύο στέφανα· δύο μεγάλα σωσίβια από φύλλα ελάτου πλεγμένα με λουλούδια και τεράστιες διακοσμητικές μεταξωτές κορδέλες, όπου ήταν τυπωμένη η φράση «Ύστατο χαίρε από παλιούς σου φίλους» μαζί με την ημερομηνία. Ο οδηγός προχωρούσε πολύ αργά, ενώ κάθε τόσο κατένευε ζωηρά προς την πλευρά του Στοκ.
Η νεκροφόρα σταμάτησε ξανά και ο οδηγός έβγαλε έναν χάρτη και τον ξεδίπλωσε πάνω στο τιμόνι. Στην ουδέτερη ζώνη ολόκληρου του κόσμου, δύο άντρες σε μια νεκροφόρα κοιτούσαν έναν χάρτη και συζητούσαν πού να κατευθυνθούν.
Η νεκροφόρα σταμάτησε ξανά και ο οδηγός έβγαλε έναν χάρτη και τον ξεδίπλωσε πάνω στο τιμόνι. Στην ουδέτερη ζώνη ολόκληρου του κόσμου, δύο άντρες σε μια νεκροφόρα κοιτούσαν έναν χάρτη και συζητούσαν πού να κατευθυνθούν.
Ο Στοκ μιλούσε ζωηρά στον οδηγό, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν στρατιώτης μεταγωγών του Κόκκινου Στρατού και κατένευε σαν τρελός. Τα τζαμένια τοιχώματα στα πλαϊνά ήταν διακοσμημένα με ένα μοτίβο από περίτεχνα σκαλισμένα φύλλα φοίνικα, ενώ το μεγάλο φέρετρο, που είχε επιλεγεί για να έχει χώρο ο Σέμιτσα να τεντώσει τους αγκώνες του, μόλις που διακρινόταν στο εσωτερικό.
Η νεκροφόρα συνέχισε την αργή της πορεία, ενώ μπροστά της προχωρούσε ένας αστυνομικός, κραδαίνοντας τα έγγραφα λες κι είχε φλος ρουαγιάλ. Δύο Ανατολικογερμανοί στρατιώτες, που έγερναν στις ζαρντινιέρες και κουβέντιαζαν, αστειεύτηκαν για τη νεκροφόρα κι αμέσως μετά ίσιωσαν τα χιτώνιά τους και απομακρύνθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν κάποια επίπληξη. Ψηλά στον ουρανό ένα ελικόπτερο του Αμερικανικού Στρατού, που πετούσε κροταλίζοντας κατά μήκος του τείχους, εντόπισε τη νεκροφόρα και διέγραψε έναν κύκλο, παρατηρώντας τη δραστηριότητα γύρω της. Η νεκροφόρα πέρασε.
Ένας από τους δύο στρατιώτες βγήκε από το φυλάκιο με τα τζαμένια πλαϊνά για να χαιρετίσει έναν λοχαγό που είχε μόλις καταφθάσει με ένα λευκό Taunus με προβολέα και τη λέξη «Στρατονομία» στο πλάι.
Ο στρατιώτης έκανε νόημα στη νεκροφόρα να προχωρήσει και, καθώς η δυτική μπάρα σηκώθηκε, ο λοχαγός έγειρε και μου φώναξε: «Πάμε φιλαράκο». Απομακρύνθηκα από το παράθυρο, όχι όμως πριν ρίξω μια τελευταία ματιά στον Στοκ.
Ο τελευταίος χαμογέλασε και ύψωσε τη σφιγμένη γροθιά του στον αέρα – χαιρετισμός από έναν εργάτη σε έναν άλλον, πέρα από το τελευταίο σύνορο του κόσμου. «Πάμε», άκουσα να λέει ξανά ο λοχαγός. Κατέβηκα την παμπάλαια σκάλα που έτριζε και χώθηκα στο Taunus. Τώρα πια η νεκροφόρα είχε προχωρήσει αρκετά και βρισκόταν κοντά στο κανάλι. Ο λοχαγός πάτησε γκάζι και έθεσε σε λειτουργία τη σειρήνα. Το θλιμμένο γκάρισμα έκανε τα αυτοκίνητα να παραμερίζουν και να σταματούν στην άκρη του δρόμου.
«Δεν είμαστε στην παρέλαση για τη γιορτή του Αγίου Πατρικίου», είπα ενοχλημένος. «Σβήσε αυτό το διαολόπραγμα. Δεν σου είπαν ότι η αποστολή είναι μυστική;»
«Ναι», είπε.
«Τότε γιατί ήρθες να με πάρεις μ’ αυτόν τον καρνάβαλο;»
Έσβησε τη σειρήνα, που σταμάτησε με ένα κλαψούρισμα.
«Καλύτερα», είπα.
«Δική σου είναι η κηδεία, φίλε», είπε ο αξιωματικός. Συνέχισε να οδηγεί σιωπηλός και προσπέρασε τη νεκροφόρα στο Τιργκάρτεν σε αυτό το στάδιο της πορείας της είχε πάψει να προσελκύει την προσοχή.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το θρυλικό μυθιστόρημα του μπεστ σέλερ συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πλέον κλασικά βιβλία κατασκοπείας.
Το 1963 το Βερολίνο είναι σκοτεινό και επικίνδυνο. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής του Απόρρητου Φάκελου ΙΠΚΡΕΣ έχει αποστολή να βοηθήσει έναν κορυφαίο Σοβιετικό επιστήμονα να αυτομολήσει – μέσα σε ένα περίτεχνο ψεύτικο φέρετρο. Όμως, όπως διαπιστώνει πολύ γρήγορα, η υπόθεση κρύβει μία ακόμη πιο επικίνδυνη αλήθεια.
Από τα πρώτα μυθιστορήματα που γράφτηκαν μετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, το Αποστολή στο Βερολίνο αποτελεί ένα κανονικό ξεφάντωμα μέσα στη ζοφερή, παγερή ατμόσφαιρα της διαιρεμένης πόλης. Το βιβλίο έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία του Guy Hamilton με πρωταγωνιστή τον Michael Caine.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Λεν Ντέιτον γεννήθηκε το 1929 και είναι Βρετανός συγγραφέας, γνωστός για τα κατασκοπικά μυθιστορήματά του. Το 1962 έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Απόρρητος φάκελος Ίπκρες, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και συνέχισε με μυθιστορήματα κατασκοπείας με τον ίδιο κεντρικό χαρακτήρα. Αρκετά από τα έργα του Ντέιτον έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, όπως το The Ipcress File (1965) με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Κέιν, το Funeral in Berlin (1966), το Billion Dollar Brain (1967) και το Spy Story (1976).