Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Όντρεϊ Μαγκί [Audrey Magee] «Η αποικία» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 4 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Έδωσε το καβαλέτο στον βαρκάρη, σκύβοντας στην άκρη της προβλήτας προς τη θάλασσα.
Το ’πιασες;
Ναι, κυρ Λόιντ.
Τα πινέλα και τα χρώματά του ήταν μέσα σ’ ένα μαονένιο κασελάκι τυλιγμένο σε πολλά στρώματα πυκνού λευκού πλαστικού. Κουβάλησε το κασελάκι ίσαμε την άκρη της προβλήτας.
Είναι βαρύ, να ξέρεις, είπε.
Φίνα θα ’ναι, κυρ Λόιντ. Σπρώξ’ το κάτω.
Γονάτισε στο τσιμέντο και κύλησε το κασελάκι πάνω στον τοίχο, προς τον βαρκάρη – το λευκό πλαστικό γλιστρούσε κάτω απ’ τα δάχτυλά του.
Δεν μπορώ να το κρατήσω, είπε.
Άσ’ το σ’ εμένα, κυρ Λόιντ.
Κάθισε ανακούρκουδα και πήρε να κοιτάζει τον βαρκάρη καθώς έχωσε το κασελάκι και το καβαλέτο κάτω απ’ το κάθισμα σιμά στην πλώρη κι έδεσε το ’να με τ’ άλλο με ένα κορδόνι σε έντονο μπλε χρώμα.
Είναι καλά δεμένα;
Φίνα είναι, κυρ Λόιντ.
Ελπίζω να είναι καλά δεμένα.
Όπως είπα, φίνα είναι.
Σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη και το χώμα απ’ το παντελόνι του.
Ο βαρκάρης σήκωσε το χέρι του, το έτεινε.
Εσύ έμεινες τώρα, κυρ Λόιντ.
Ο Λόιντ κατένευσε. Έδωσε το πάκο με τους καμβάδες στον βαρκάρη και πάτησε προσεκτικά στη σκάλα που ήταν στημένη στην ετοιμόρροπη προβλήτα.
Γύρνα, κυρ Λόιντ. Με την πλάτη σου σ’ εμένα.
Κοίταξε κάτω, το μικρό κάρακ, τη θάλασσα. Δίστασε. Χρονοτρίβησε.
Φίνα θα ’σαι, κυρ Λόιντ.
Γύρισε και άφησε το δεξί του πόδι ν’ αναζητήσει το πρώτο σκαλί κάτωθέ του, τα χέρια του ν’ αδράχνουν το μέταλλο που σκούριαζε καθώς το πόδι του κρεμιόταν, τα μάτια του κλεισμένα σφιχτά απέναντι στα ενδεχόμενα
να γδαρθεί
να κόψει κάνα δάχτυλο
να λεκιαστούν τα χέρια του
να γλιστρήσει
στα σκαλιά
τα καλυμμένα με φύκια και γλίτσα
να πέσει
να πέσει μες στη θάλασσα
Από κάτω σου είναι το σκαλί, κυρ Λόιντ.
Δεν το βρίσκω.
Χαλάρωσε το γόνυ σου, κυρ Λόιντ. Φτάσ’ το.
Δεν μπορώ.
Φίνα θα ’σαι.
Ξέσφιξε το γόνατό του και βρήκε το σκαλί. Κοντοστάθηκε, αδράχνοντας ακόμη τη σκάλα.
Μονάχα δυο σκαλιά απόμειναν, κυρ Λόιντ.
Κίνησε τα χέρια του πιο κάτω στη σκάλα, μετά τα πόδια του. Σταμάτησε στο τρίτο σκαλί. Κοίταξε κάτω, το χάσμα ανάμεσα στα πόδια του και στη χαμηλή βάρκα.
Παραείναι μακριά.
Άπλωσε απλώς το πόδι σου, κυρ Λόιντ.
Ο Λόιντ κούνησε το κεφάλι του, το σώμα του. Κοίταξε πάλι κάτω, το σακίδιό του, το καβαλέτο του, το κασελάκι με τα χρώματα προορισμένο ήδη για το ταξίδι στην άλλη μεριά του ωκεανού μ’ ένα αυτοσχέδιο πλεούμενο. Άφησε το δεξί του πόδι, έπειτα το αριστερό, αλλά ακόμη άδραχνε τη σκάλα.
αυτοπροσωπογραφία Ι: πέφτω
αυτοπροσωπογραφία ΙΙ: πνίγομαι
αυτοπροσωπογραφία ΙΙΙ: χάνομαι
αυτοπροσωπογραφία IV: κάτω από τα νερά
αυτοπροσωπογραφία V: ο αγνοούμενος
Πήδα, κυρ Λόιντ. Δεν μπορώ.
Φίνα θα ’σαι.
Έπεσε βαριά στη βάρκα, μπατάροντάς τη, μουσκεύοντας το παντελόνι του, τ’ άρβυλα και τις κάλτσες του, νερό ν’ απλώνεται ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του καθώς ο βαρκάρης ανεβοκατέβαζε το δεξί του πόδι στο βουναλάκι της θάλασσας που πιτσιλούσε το πάνω μέρος της βάρκας, το πόδι του πυρετωδώς να χτυπιέται, ώσπου το κάρακ ισορρόπησε και πάλι. Ο βαρκάρης έγειρε μπροστά, να ξαποστάσει λυγίζοντας τα γόνατα. Αγκομαχούσε.
Βράχηκαν τα πόδια μου.
Τυχερός είσαι, κυρ Λόιντ, που είναι μόνο τα πόδια σου.
Ο βαρκάρης έδειξε την πρύμνη.
Τράβα κάτσε κει, κυρ Λόιντ.
Μα βράχηκαν τα πόδια μου.
Ο βαρκάρης κράτησε την ανάσα του.
Δεν είναι τίποτα, κυρ Λόιντ.
Ο Λόιντ έσυρε τα πόδια του ίσαμε το πίσω μέρος της βάρκας, βαστώντας τα ροζιασμένα χέρια του βαρκάρη, καθώς στράφηκε και κάθισε σ’ ένα στενό, γεμάτο σκλήθρες σανίδι.
Απεχθάνομαι να ’ναι βρεγμένα τα πόδια μου, είπε.
Άπλωσε τα χέρια προς τον βαρκάρη.
Και τώρα θα ’θελα το σακίδιό μου, παρακαλώ.
Ο βαρκάρης τού έδωσε το σακίδιο και ο Λόιντ το απίθωσε στα γόνατά του, μακριά απ’ τα νερά που πάφλαζαν ακόμη στον πάτο του πλεούμενου.
Δεν με μέλει αν αλλάξεις γνώμη, κυρ Λόιντ. Και δεν θα σε χρεώσω. Όχι όλα, τέλος πάντων.
Θα συνεχίσω όπως έχουμε κανονίσει, ευχαριστώ.
Δεν γίνεται συχνά. Να περνάνε έτσι.
Ξέρω.
Και μπορεί να ’ναι ζόρικο πέρασμα.
Το ’χω διαβάσει.
Πιο ζόρικο απ’ οπουδήποτε αλλού.
Σ’ ευχαριστώ. Θα ’μαι εντάξει.
Κούμπωσε το κερωμένο πανωφόρι του κι έβαλε το καινούριο τουίντ καπέλο του, οι πράσινοι και καφετιοί τόνοι του να σμίγουν με τους άλλους στα ρούχα του. αυτοπροσωπογραφία: ετοιμασία για τον διάπλου
Έφερε τα χέρια του στα πόδια του και τίναξε τις σταγόνες του νερού από το παντελόνι του, από τις κάλτσες του, απ’ τα κορδόνια στ’ άρβυλά του.
Θα μείνεις καιρό, κυρ Λόιντ;
Όλο το καλοκαίρι.
Καλά θα κάνεις.
Ο Λόιντ έσιαξε το σακίδιο στα γόνατά του.
Έτοιμος, είπε.
Φίνα.
Δεν φεύγουμε;
Σε λίγο.
Πόσο λίγο;
Πολύ λίγο.
Μα θα χάσουμε το φως της μέρας.
Ο βαρκάρης γέλασε.
Ιούνη έχουμε, κυρ Λόιντ.
Και;
Πολύ φως μένει στον ουρανό. Τι λέει η πρόγνωση;
Ο βαρκάρης κοίταξε τον ουρανό.
Νηνεμία, δόξα τω Θεώ.
Θα μπορούσε να το γυρίσει ωστόσο.
Θα μπορούσε, κυρ Λόιντ.
Θα το γυρίσει;
Ω, θα το γυρίσει, κυρ Λόιντ.
Άρα πρέπει να πηγαίνουμε τώρα. Προτού το γυρίσει.
Όχι ακόμη, κυρ Λόιντ.Ο Λόιντ αναστέναξε. Έκλεισε τα μάτια και σήκωσε το πρόσωπο προς τον ήλιο, έκπληκτος απ’ το θάλπος εκεί που περίμενε μονάχα το κρύο του βορρά, τη βροχή του βορρά. Απορρόφησε τη ζέστη για μερικά λεπτά κι ύστερα άνοιξε τα μάτια του και πάλι. Ο βαρκάρης στεκόταν στην ίδια θέση, κοίταζε προς τη στεριά, το σώμα του να μετατοπίζεται με τον ρυθμό του νερού που χάιδευε απαλά την άκρη της προβλήτας. Ο Λόιντ αναστέναξε ξανά.
Στ’ αλήθεια νομίζω πως πρέπει να πηγαίνουμε, είπε.
Όχι ακόμη, κυρ Λόιντ.
Αδημονώ να φτάσω. Να βολευτώ.
Είναι νωρίς ακόμη, κυρ Λόιντ.
Ο βαρκάρης έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα τσιγάρο. Έκοψε το φίλτρο και το πέταξε μ’ ένα τίναγμα στη θάλασσα.
Μπορεί να το φάει κάνα ψάρι, είπε ο κύριος Λόιντ.
Μπορεί.
Δεν θα ’ναι καλό αυτό για το ψάρι.
Ο βαρκάρης σήκωσε τους ώμους.
Θα ’ναι πιο προσεκτικό την επόμενη φορά.
Ο Λόιντ έκλεισε τα μάτια, αλλά τ’ άνοιξε πάλι.
Θέλω να φύγω, είπε.
Όχι ακόμη, κυρ Λόιντ.
Σου έχω δώσει πολλά χρήματα, είπε.
Πράγματι, κυρ Λόιντ, και το εκτιμώ.
Και θα ’θελα να φύγουμε τώρα.
Το καταλαβαίνω.
Ας φύγουμε λοιπόν.
Όπως είπα, όχι ακόμη, κυρ Λόιντ.
Γιατί όχι δηλαδή; Έτοιμος είμαι.
Ο βαρκάρης τράβηξε μια βαθιά τζούρα. Ο Λόιντ αναστέναξε, ξεφυσώντας μέσ’ απ’ τα χείλη του, και σκούντησε το πλεούμενο πιέζοντας με τις φτέρνες και τα δάχτυλά του τον ξύλινο σκελετό, που ήταν καλυμμένος με μουσαμά και πίσσα.
Εσύ το έφτιαξες; είπε ο Λόιντ.
Εγώ.
Πήρε πολύ;
Πήρε.
Πόσο πολύ; Κάμποσο πολύ.