Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ερνάν Ντίαζ [Hernan Diaz] «Παρακαταθήκη» (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 23 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Επειδή από την ημέρα που γεννήθηκε απολάμβανε σχεδόν κάθε πλεονέκτημα, ένα από τα λίγα προνόμια που είχε στερηθεί ο Μπέντζαμιν Ρασκ ήταν εκείνο της ηρωικής ανόδου: Η δική του δεν ήταν μια ιστορία ανθεκτικότητας και επιμονής ή το αφήγημα μιας αδάμαστης θέλησης που σφυρηλάτησε για τον εαυτό της ένα χρυσό πεπρωμένο από υλικά που δεν ήταν καλύτερα από άχρηστα παλιοσίδερα. Σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Ρασκ, το 1662 οι πρόγονοι του πατέρα του είχαν μεταναστεύσει από την Κοπεγχάγη στη Γλασκόβη, όπου ξεκίνησαν να εμπορεύονται καπνό από τις Αποικίες. Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, η επιχείρησή τους άκμασε και μεγάλωσε σε τέτοιον βαθμό, ώστε ένα μέρος της οικογένειας μετακόμισε στην Αμερική, για να επιβλέπει καλύτερα τους προμηθευτές και να ελέγχει κάθε πτυχή της παραγωγής. Τρεις γενιές αργότερα, ο πατέρας του Μπέντζαμιν, ο Σόλομον, εξαγόρασε τα μερίδια όλων των συγγενών του και των εξωτερικών επενδυτών. Υπό τη δική του καθοδήγηση, η εταιρεία συνέχισε να ευημερεί και δεν άργησε να γίνει μια από τις πιο εξέχουσες εμπορικές επιχειρήσεις καπνού στην Ανατολική Ακτή. Μπορεί να αλήθευε ότι το απόθεμά του προερχόταν από τους εκλεκτότερους προμηθευτές στην ήπειρο, όμως, περισσότερο κι από την ποιότητα του προϊόντος, το κλειδί της επιτυχίας του Σόλομον βρισκόταν στην ικανότητά του να εκμεταλλεύεται ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: υπήρχε, φυσικά, μια επικούρεια πλευρά στην όλη ιστορία με τον καπνό, ωστόσο οι περισσότερο άνδρες κάπνιζαν για να μπορούν να κουβεντιάσουν με άλλους άνδρες. Επομένως, ο Σόλομον Ρασκ ήταν όχι μόνο προμηθευτής των καλύτερων πούρων, σιγαρέτων και χαρμανιών για πίπα, αλλά και (κυρίως) εξαίρετος συζητητής και άνθρωπος με σημαντικές πολιτικές διασυνδέσεις. Αναρριχήθηκε στην κορυφή του επιχειρηματικού τομέα του και παρέμεινε εκεί χάρη στην κοινωνικότητά του και στις φιλίες που καλλιέργησε στην αίθουσα καπνίσματος, όπου συχνά τον έβλεπε κανείς να μοιράζεται τα πιο εξαίσια πούρα του με κάποιους από τους πλέον εξέχοντες πελάτες του, ανάμεσα στους οποίους λογίζονταν οι Γκρόβερ Κλίβελαντ, Γουίλιαμ Ζάκαρι Ίρβινγκ και Τζον Πίερποντ Μόργκαν.
Στο ζενίθ της επιτυχίας του, ο Σόλομον έχτισε ένα διώροφο σπίτι στη Δυτική 17η Οδό, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγο πριν γεννηθεί ο Μπέντζαμιν. Ωστόσο, ο Σόλομον σπάνια βρισκόταν στην οικογενειακή εστία της Νέας Υόρκης. Πηγαινοερχόταν από τη μια φυτεία στην άλλη, ενώ είχε πάντα να εποπτεύσει αίθουσες κατεργασίας καπνού ή να επισκεφθεί συνεργάτες στη Βιρτζίνια, στη Βόρεια Καρολίνα και στην Καραϊβική. Επιπλέον, είχε στην κατοχή του μια μικρή χασιέντα στην Κούβα όπου περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα. Οι διαδόσεις όσον αφορά τη ζωή του στο νησί ενίσχυαν τη φήμη του ως τυχοδιώκτη με ροπή προς το εξωτικό στοιχείο, γεγονός που αποτελούσε προσόν στον επαγγελματικό του κλάδο.
Η κυρία Γουιλιεμίνα Ρασκ δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στο κτήμα του άνδρα της στην Κούβα. Κι εκείνη επίσης απουσίαζε για μεγάλα διαστήματα από τη Νέα Υόρκη, φεύγοντας μόλις ο Σόλομον επέστρεφε και φροντίζοντας να μένει για ολόκληρες σεζόν στα εξοχικά σπίτια των φιλενάδων της στην ανατολική όχθη του Χάντσον ή στις αγροικίες τους στο Νιούπορτ. Το μόνο εμφανές στοιχείο που μοιραζόταν με τον Σόλομον ήταν το πάθος για τα πούρα, τα οποία κάπνιζε εμμονικά. Κι επειδή αυτή ήταν μια ασυνήθιστη πηγή απόλαυσης για μια κυρία, ενέδιδε στο πάθος της μόνο ιδιωτικά, παρέα με τις φίλες της. Όμως, τούτο δεν αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο, μια και περιβαλλόταν συνεχώς από εκείνες. Η Γουίλι, όπως την προσφωνούσε ο κύκλος της, αποτελούσε μέλος μιας κλειστής ομάδας γυναικών που λειτουργούσε σαν ένα είδος νομαδικής φυλής. Δεν προέρχονταν μόνο από τη Νέα Υόρκη, αλλά και από την Ουάσινγκτον, τη Φιλαδέλφεια, την Πρόβιντενς, τη Βοστόνη, ακόμα κι από το Σικάγο. Μετακινούνταν σαν αγέλη, ανταλλάσσοντας επισκέψεις στα σπίτια και στα εξοχικά τους ανάλογα με τις εποχές. Η Δυτική 17η Οδός γινόταν το καταφύγιο της κλίκας τους για λίγους μήνες, αρχής γενομένης στα τέλη του Σεπτέμβρη, όταν ο Σόλομον αναχωρούσε για τη χασιέντα του. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του μέρους στο οποίο τύχαινε να διαμένουν οι κυρίες ανά πάσα στιγμή, η κλίκα αποτελούσε πάντοτε έναν κλειστό και απροσπέλαστο κύκλο.
Η κυρία Γουιλιεμίνα Ρασκ δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στο κτήμα του άνδρα της στην Κούβα. Κι εκείνη επίσης απουσίαζε για μεγάλα διαστήματα από τη Νέα Υόρκη, φεύγοντας μόλις ο Σόλομον επέστρεφε και φροντίζοντας να μένει για ολόκληρες σεζόν στα εξοχικά σπίτια των φιλενάδων της στην ανατολική όχθη του Χάντσον ή στις αγροικίες τους στο Νιούπορτ.
Περιορισμένος τον περισσότερο καιρό στο δωμάτιο της νταντάς του και στο δικό του, ο Μπέντζαμιν είχε μια ασαφή εικόνα για το υπόλοιπο αρχοντικό σπίτι από ψαμμίτη στο οποίο μεγάλωνε. Όταν η μητέρα του κι οι φίλες της βρίσκονταν εκεί, δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στα δωμάτια όπου κάπνιζαν, χαρτόπαιζαν και έπιναν γλυκό κρασί Σοτέρν μέχρι τα ξημερώματα. Κι όταν έφευγαν, οι κύριες αίθουσες μετατρέπονταν σε μια σκοτεινή διαδοχή από κλειστά παράθυρα, σκεπασμένα έπιπλα και καλυμμένους πολυελαίους. Όλες οι νταντάδες και οι γκουβερνάντες του έλεγαν ότι ήταν υποδειγματικό παιδί και όλοι οι δάσκαλοί του το επιβεβαίωναν. Καλοί τρόποι, εξυπνάδα και υπακοή δεν είχαν συνδυαστεί ποτέ άλλοτε τόσο αρμονικά όσο σε αυτό το καλόβολο αγόρι. Το μόνο ελάττωμα που μπορούσαν να εντοπίσουν κάποιοι από τους πρώιμους μέντορές του, ύστερα από αρκετό σκάλισμα, ήταν η απροθυμία του Μπέντζαμιν να σχετιστεί με άλλα παιδιά. Όταν ένας από τους παιδαγωγούς του απέδωσε την απουσία φίλων του μαθητή του στον φόβο, ο Σόλομον αρνήθηκε να λάβει σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες του, λέγοντας ότι το αγόρι απλώς επιθυμούσε να σταθεί στα δικά του πόδια.
Ο μοναχικός τρόπος που είχε μεγαλώσει δεν τον προετοίμασε για το οικοτροφείο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου γινόταν δέκτης καθημερινών προσβολών και μικρών πράξεων βιαιότητας. Ωστόσο, εν καιρώ οι συμμαθητές του ανακάλυψαν ότι η απάθειά του τους έκανε να μην απολαμβάνουν τη θυματοποίησή του, κι έτσι τον παράτησαν στην ησυχία του. Εκείνος έμεινε κλεισμένος στον εαυτό του και διέπρεψε, αν και χωρίς κανένα ιδιαίτερο πάθος, σε κάθε μάθημα. Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, αφού τον φόρτωναν με όλων των ειδών τα αριστεία και τις διακρίσεις, οι καθηγητές του του τόνιζαν ανελλιπώς ότι έμελλε να φέρει μεγάλη δόξα στην Ακαδημία.
Την τελευταία του χρονιά εκεί, ο πατέρας του απεβίωσε από καρδιακή ανεπάρκεια. Στην τελετή της κηδείας στη Νέα Υόρκη συγγενείς και γνωστοί εντυπωσιάστηκαν από τη συγκρότηση του Μπέντζαμιν, όμως η αλήθεια ήταν ότι το πένθος είχε απλώς προσδώσει στις φυσικές προδιαθέσεις του χαρακτήρα του μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή. Το αγόρι, επιδεικνύοντας μια εξαιρετική ωριμότητα, που έκανε τους δικηγόρους και τους τραπεζίτες του πατέρα του να σαστίσουν, ζήτησε να ελέγξει τη διαθήκη και όλα τα οικονομικά αρχεία που σχετίζονταν με αυτήν. Ο κύριος Ρασκ ήταν μεθοδικός και επιμελής άνδρας, και ο γιος του δεν βρήκε κανένα σφάλμα στα έγγραφα. Αφού έφερε εις πέρας τα διαδικαστικά, και γνωρίζοντας πλέον τι έπρεπε να περιμένει όταν θα ενηλικιωνόταν και θα έπαιρνε στα χέρια του την κληρονομιά του, επέστρεψε στο Νιου Χάμσερ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Η μητέρα του πέρασε τη σύντομη περίοδο της χηρείας της με τις φίλες της στο Ρόουντ Άιλαντ. Πήγε εκεί τον Μάιο, λίγο πριν από την αποφοίτηση του Μπέντζαμιν, και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού είχε αποβιώσει από εμφύσημα. Η οικογένεια και οι φίλοι οι οποίοι παρέστησαν σε τούτη τη δεύτερη, πολύ πιο υποτονική τελετή δεν ήξεραν τι να πουν στον νεαρό που είχε ορφανέψει και από τους δύο γονείς μέσα σε διάστημα λίγων μόνο μηνών. Ευτυχώς, υπήρχαν πολλά θέματα πρακτικής φύσεως να συζητηθούν: καταπιστεύματα, εκτελεστές διαθήκης, καθώς και οι νομικές προκλήσεις της διευθέτησης των περιουσιακών στοιχείων.
Η εμπειρία του Μπέντζαμιν ως φοιτητή ήταν ένας ενισχυμένος απόηχος των χρόνων του ως μαθητή. Οι ανεπάρκειες και τα ταλέντα του τον ακολούθησαν κι εκεί, όμως τώρα έμοιαζε να έχει αναπτύξει ένα είδος ψυχρής τρυφερότητας για τις πρώτες και μια βουβή περιφρόνηση για τα δεύτερα. Κάποια από τα εξέχοντα χαρακτηριστικά της γενεαλογικής του γραμμής φάνηκαν να εκλείπουν σε αυτόν. Δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από τον πατέρα του, ο οποίος κυριαρχούσε σε κάθε χώρο που έμπαινε, έλκοντας στο βαρυτικό του πεδίο όλους τους παρευρισκόμενους, και δεν είχε τίποτα κοινό με τη μητέρα του, η οποία πιθανότατα δεν είχε περάσει μόνη της ούτε μία ημέρα στη ζωή της. Τούτες οι διαφοροποιήσεις από τους γονείς του έγιναν ακόμα πιο εμφανείς μετά την αποφοίτησή του.
Επέστρεψε από τη Νέα Αγγλία στη Νέα Υόρκη και έδειχνε να αποτυγχάνει εκεί που οι περισσότεροι γνωστοί του διέπρεπαν: ήταν ανίκανος ως αθλητής, απρόθυμο μέλος σε λέσχες, αδιάφορος πότης, απαθής τζογαδόρος, χλιαρός εραστής. Παρότι όφειλε την περιουσία του στον καπνό, ούτε καν κάπνιζε. Εκείνοι που τον κατηγορούσαν ότι ήταν υπερβολικά συγκρατημένος αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε κανένα πάθος να καταπιέσει.
✱
Η επιχείρηση καπνού δεν ενδιέφερε καθόλου τον Μπέντζαμιν. Αντιπαθούσε τόσο το ίδιο το προϊόν –το πρωτόγονο ρούφηγμα και φύσημα, την άγρια σαγήνη του καπνού, τη γλυκόπικρη δυσοσμία των σάπιων φύλλων– όσο και το όλο κλίμα τέρψης γύρω από αυτό, που ο πατέρας του το απολάμβανε τόσο πολύ και το εκμεταλλευόταν τόσο καλά. Τίποτα δεν τον αηδίαζε περισσότερο από την ομιχλώδη συνενοχή στην αίθουσα καπνίσματος. Παρά τις ειλικρινέστατες προσπάθειές του, δεν μπορούσε να επιχειρηματολογήσει με πάθος για τις συγκριτικές αρετές ενός λεπτού λόνσντεϊλ σε σχέση με κάποιο τύπου ντιαντέμα, και του ήταν αδύνατον να αναδείξει, με την ορμητικότητα που μόνο η γνώση από πρώτο χέρι μπορεί να δώσει, τα πούρα ρομπούστο από το κτήμα του στο Βουέλτα Αμπάχο. Οι φυτείες, τα ξηραντήρια και τα εργοστάσια καπνού ανήκαν σε έναν μακρινό κόσμο που δεν τον ενδιέφερε να γνωρίσει. Πρώτος εκείνος θα παραδεχόταν ότι ήταν φρικτός πρεσβευτής για την εταιρεία, και γι’ αυτό ανέθεσε τις καθημερινές υποχρεώσεις στον διευθυντή που είχε υπηρετήσει πιστά τον πατέρα του για δύο δεκαετίες. Κόντρα στη συμβουλή του συγκεκριμένου ανθρώπου, ο Μπέντζαμιν πούλησε, μέσω διαμεσολαβητών τους οποίους ποτέ δεν συνάντησε αυτοπροσώπως, τη χασιέντα του πατέρα του στην Κούβα μαζί με ό,τι άλλο υπήρχε εκεί, χωρίς καν να κάνει πρώτα απογραφή. Ο τραπεζίτης του επένδυσε τα χρήματα στο χρηματιστήριο, μαζί με τις υπόλοιπες καταθέσεις του.
Πέρασαν μερικά στάσιμα χρόνια, κατά τα οποία έκανε με μισή καρδιά προσπάθειες να ξεκινήσει διάφορες συλλογές (από νομίσματα, πορσελάνες, φίλους), φλέρταρε με την υποχονδρίαση, επιχείρησε να καλλιεργήσει ένα πάθος για τα άλογα και απέτυχε να γίνει δανδής. Ο χρόνος έγινε μια μόνιμη πηγή όχλησης.
Κόντρα στις αληθινές του προδιαθέσεις, άρχισε να σχεδιάζει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όλα όσα τον ενδιέφεραν γύρω από τη Γηραιά Ήπειρο τα είχε ήδη μάθει μέσα από βιβλία, δεν είχε σημασία για εκείνον να αποκτήσει εμπειρική γνώση. Και σίγουρα δεν αδημονούσε να βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα πλοίο με αγνώστους για ατελείωτες ημέρες. Ωστόσο, είπε στον εαυτό του ότι, αν επρόκειτο ποτέ να φύγει, τούτη ήταν η κατάλληλη στιγμή: το γενικό κλίμα στη Νέα Υόρκη ήταν ιδιαίτερα ζοφερό ως αποτέλεσμα μιας σειράς από χρηματιστηριακές κρίσεις και της επακόλουθης οικονομικής ύφεσης, που ταλάνιζε τη χώρα τα δύο τελευταία χρόνια. Επειδή η κατρακύλα της οικονομίας δεν τον επηρέαζε άμεσα, ο Μπέντζαμιν είχε μόνο μια αόριστη γνώση των αιτιών της: πίστευε ότι όλα είχαν ξεκινήσει με το σκάσιμο της φούσκας των σιδηροδρόμων, το οποίο με κάποιον τρόπο συνδέθηκε με την κατοπινή κατάρρευση στις τιμές του αργύρου, που προκάλεσε, με τη σειρά της, την αυξημένη ζήτηση για χρυσό, οδηγώντας στη χρεοκοπία πολλών τραπεζών, γεγονός που έμεινε γνωστό ως «Πανικός του 1893». Όποια κι αν ήταν η πραγματική αλυσίδα των γεγονότων, δεν ανησυχούσε. Γενικά, πίστευε ότι οι αγορές παρουσίαζαν σκαμπανεβάσματα και ήταν σίγουρος ότι οι απώλειες του χτες θα γίνονταν τα κέρδη τού αύριο. Αντί η οικονομική κρίση –η χειρότερη από τη Μακρά Ύφεση πριν από δύο δεκαετίες– να αποτρέψει το ταξίδι του στην Ευρώπη, ήταν από τους βασικούς λόγους που τον ώθησαν να το πραγματοποιήσει.
Πάνω που ετοιμαζόταν να ορίσει ημερομηνία για το ταξίδι του, ο τραπεζίτης του τον ενημέρωσε ότι, μέσω κάποιων διασυνδέσεών του, είχε καταφέρει να αγοράσει ομόλογα που είχαν εκδοθεί για να αποκατασταθούν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό, η μείωση των οποίων είχε οδηγήσει τόσες τράπεζες στη χρεοκοπία. Ολόκληρη η σειρά των ομολόγων είχε εξαντληθεί μέσα σε μόλις μισή ώρα, και ο Ρασκ είχε αποκομίσει σημαντικά κέρδη μέσα σε μία μόνο εβδομάδα. Έτσι, από ένα καθαρό παιχνίδι της τύχης με τη μορφή ευνοϊκών πολιτικών μεταβολών και διακυμάνσεων της αγοράς, ο Μπέντζαμιν βρέθηκε μπροστά σε μια αιφνίδια και αβίαστη αύξηση της σεβαστής κληρονομιάς του, την οποία ο ίδιος ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί να αβγατίσει. Ύστερα όμως από αυτή την απρόσμενη εύνοια της τύχης, ανακάλυψε βαθιά μέσα του μια πείνα που δεν ήξερε ότι υπήρχε, ώσπου να βρεθεί μπροστά του ένα δόλωμα αρκετά μεγάλο για να του ανοίξει την όρεξη. Η Ευρώπη θα έπρεπε να περιμένει.