Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Antonio Skármeta «Ο ταχυδρόμος του Νερούδα» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 11 Μαΐου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μεγαλωμένος ανάμεσα σε ψαράδες, ο νεαρός Μάριο Χιμένες ποτέ δεν υποπτεύθηκε ότι στην αλληλογραφία εκείνης της μέρας θα υπήρχε κάτι που θα κέντριζε την προσοχή του ποιητή. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να του παραδώσει το πακέτο και ο ποιητής είχε ξεχωρίσει με ακρίβεια μια επιστολή που βάλθηκε να ανοίγει εκεί, μπροστά στα μάτια του.
Αυτή η πρωτοφανής συμπεριφορά, ασύμβατη με την ηρεμία και τη διακριτικότητα του βάρδου, ενθάρρυνε τον ταχυδρόμο να ξεκινήσει μια κουβέντα και, γιατί όχι, και μια φιλία.
«Γιατί ανοίγετε αυτό το γράμμα πριν απ’ τα άλλα;»
«Γιατί είναι από τη Σουηδία».
«Και τι εξαιρετικό έχει η Σουηδία, εκτός από τις Σουηδέζες;»
Ο Πάμπλο Νερούδα ανοιγόκλεισε τις συνήθως ακίνητες βλεφαρίδες του.
«Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, παιδί μου».
«Θα σας το δώσουν;»
«Αν μου το δώσουν, δεν θα το αρνηθώ».
«Γιατί, πόσα λεφτά είναι;»
Ο ποιητής, που είχε πια φτάσει στην ουσία του θέματος, είπε αδιάφορα, «εκατόν πενήντα χιλιάδες και διακόσια πενήντα δολάρια».
Ο Μάριο σκέφτηκε το εξής αστείο: «Και πενήντα σεντάβος», ενστικτωδώς όμως καταπίεσε την παρόρμηση να το ξεφουρνίσει και αντ’ αυτού είπε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε:
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν, τι;»
«Θα σας το δώσουν;»
«Μπορεί, φέτος όμως υπάρχουν υποψήφιοι με πιο πολλές πιθανότητες από μένα».
«Γιατί;»
«Γιατί έχουν γράψει σημαντικά έργα».
«Και τα άλλα γράμματα;»
«Θα τα διαβάσω αργότερα», αναστέναξε ο βάρδος.
«A!»
Ο Μάριo, που προαισθανόταν πως πλησίαζε το τέλος της συζήτησης, έπεσε κι αυτός σε παρόμοια περισυλλογή με αυτήν που βίωνε συνήθως ο μόνος και αγαπημένος του πελάτης, μα τόσο απόλυτη, που ο ποιητής ένιωσε την ανάγκη να του πει:
«Σκεφτικό σε βλέπω».
«Να, σκεφτόμουν τι να λένε τα υπόλοιπα γράμματα. Να είναι ερωτικά;»
Ο στιβαρός βάρδος ξερόβηξε.
«Άνθρωπέ μου, είμαι παντρεμένος! Μην τυχόν και σ’ ακούσει η Ματίλδε!»
«Συμπαθάτε με, δον Πάμπλο».
Ο Νερούδα ψαχούλεψε στο πορτοφόλι του και έβγαλε ένα χαρτονόμισμα «μεγαλύτερο απ’ το κανονικό». Ο ταχυδρόμος είπε «ευχαριστώ», απογοητευμένος όχι από το ποσό αλλά από την επερχόμενη αναχώρησή του. Αυτή ακριβώς η θλίψη φάνηκε να τον ακινητοποιεί σε ανησυχητικό βαθμό. Ο ποιητής, που ετοιμαζόταν να μπει μέσα, δεν μπόρεσε να μην αντιληφθεί μια τόσο παρατεταμένη αδράνεια.
«Το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, παιδί μου».
«Θα σας το δώσουν;»
«Αν μου το δώσουν, δεν θα το αρνηθώ».
«Γιατί, πόσα λεφτά είναι;»
«Τι σου συμβαίνει;»
«Δον Πάμπλο;»
«Στέκεσαι εκεί σαν άγαλμα».
Ο Μάριο τέντωσε τον λαιμό του και σήκωσε εξεταστικά το βλέμμα του στον ποιητή:
«Καρφωμένος σαν δόρυ;»
«Όχι, ακίνητος σαν πύργος σε σκακιέρα».
«Πιο ασάλευτος κι από γάτα πορσελάνινη;»
Ο Νερούδα άφησε την πετούγια της αυλόπορτας και χάιδεψε το πιγούνι του.
«Μάριο Χιμένες, εκτός από τις Στοιχειώδεις ωδές έχω κι άλλα, πολύ καλύτερα βιβλία. Δεν μου αξίζει να με υποβάλλεις σε τέτοιες παρομοιώσεις και μεταφορές».
«Τι εννοείτε, δον Πάμπλο;»
«Μεταφορές, άνθρωπέ μου!»
«Τι είναι αυτό;»
Ο ποιητής ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο του νεαρού.
«Πώς να σ’ το εξηγήσω; Όταν μιλάς για κάτι συγκρίνοντάς το με κάτι άλλο».
«Για παράδειγμα;»
Ο Νερούδα κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε.
«Για παράδειγμα... όταν λες “ο ουρανός κλαίει”, τι εννοείς;»
«Πανεύκολο! Ότι βρέχει, ασφαλώς».
«Πολύ σωστά, αυτό είναι μια μεταφορά».
«Και γιατί κάτι τόσο απλό έχει τόσο περίπλοκο όνομα;»
«Γιατί τα ονόματα δεν έχουν καμία σχέση με την απλότητα ή την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Σύμφωνα με τη θεωρία σου, ένα τόσο δα πραγματάκι που πετάει δεν θα έπρεπε να έχει ένα τόσο μακρύ όνομα όπως πεταλούδα. Σκέψου ότι ο ελέφαντας έχει τον ίδιο αριθμό γραμμάτων με την πεταλούδα, είναι πολύ μεγαλύτερος και δεν πετάει», ολοκλήρωσε ο Νερούδα εξουθενωμένος. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, υπόδειξε στον Μάριο τον δρόμο προς τον οικισμό. Μα ο ταχυδρόμος είχε την ετοιμότητα να πει:
«Θέλω κι εγώ να γίνω ποιητής!»
«Άνθρωπέ μου, στη Χιλή όλοι ποιητές είναι! Όχι, είναι πιο αυθεντικό να είσαι ταχυδρόμος. Τουλάχιστον περπατάς πολύ και δεν παχαίνεις. Εμείς οι ποιητές στη Χιλή είμαστε όλοι χοντροί».
Ο Νερούδα ξανάπιασε την πετούγια της αυλόπορτας κι ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί, όταν ο Μάριο, παρακολουθώντας την πτήση ενός αόρατου πουλιού, είπε:
«Ναι, αλλά αν ήμουν ποιητής θα μπορούσα να πω αυτό που θέλω».
«Και τι θέλεις να πεις;»
«Μα, αυτό είναι το πρόβλημα. Επειδή δεν είμαι ποιητής, δεν μπορώ να το πω».
Ο βάρδος πίεσε τα φρύδια του πάνω απ’ το διάφραγμα της μύτης.
«Μάριο;»
«Δον Πάμπλο;»
«Τώρα θα σε χαιρετήσω και μετά θα κλείσω την πόρτα».
«Μάλιστα, δον Πάμπλο».
«Θα τα πούμε αύριο».
«Θα σας δω αύριο».
Ο Νερούδα έριξε μια ματιά στα υπόλοιπα γράμματα και μετά μισάνοιξε την πύλη. Ο ταχυδρόμος μελετούσε τα σύννεφα με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος. Ήρθε πλάι του και άγγιξε τον ώμο του με το δάχτυλο. Χωρίς ν’ αλλάξει στάση, ο νεαρός έμεινε να τον κοιτάει.
«Ξανάνοιξα, γιατί υποπτευόμουν πως θα ’σουν ακόμα εδώ».
«Να, σκεφτόμουν πώς γίνεται κανείς ποιητής;»
Ο Νερούδα πίεσε με τα δάχτυλα τον αγκώνα του ταχυδρόμου και τον οδήγησε με σταθερότητα μέχρι τον φανοστάτη όπου είχε αφήσει το ποδήλατο.
«Και για να σκεφτείς στέκεσαι; Αν θέλεις να γίνεις ποιητής, ξεκίνα να σκέφτεσαι περπατώντας. Ή μήπως είσαι κι εσύ σαν τον Τζον Γουέιν, που δεν μπορούσε να περπατάει και να μασάει τσίχλα ταυτόχρονα; Θα πας τώρα στον όρμο κατά μήκος της παραλίας και, καθώς θα παρατηρείς τους κυματισμούς της θάλασσας, μπορείς να επινοήσεις κάποιες μεταφορές».