
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τo κείμενο του Franz Kafka «Γράμμα στον πατέρα» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής) που κυκλοφορεί στις 28 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σέλεζεν
Πολυαγαπημένε πατέρα,
Και αν τώρα εδώ προσπαθώ να σου απαντήσω γραπτώς, αυτό το εγχείρημα θα είναι επίσης ατελές, επειδή ακόμα και κατά τη διάρκεια της πράξης της γραφής ο φόβος και τα παρελκόμενά του με εμποδίζουν και, γενικώς, επειδή το μέγεθος αυτού του ζητήματος υπερβαίνει κατά πολύ τη μνήμη μου και τη λογική μου.
Kάποια στιγμή, προσφάτως, με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι ότι σε φοβάμαι. Δεν ήξερα, ως συνήθως, τι να απαντήσω, εν μέρει ακριβώς εξαιτίας του φόβου που αισθάνομαι απέναντί σου, εν μέρει διότι, για να αιτιολογήσω αυτό τον φόβο, θα έπρεπε να παραθέσω πολύ περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσες λίγο πολύ θα μπορούσα να συγκρατήσω στη μνήμη μου καθώς θα μιλούσα. Και αν τώρα εδώ προσπαθώ να σου απαντήσω γραπτώς, αυτό το εγχείρημα θα είναι επίσης ατελές, επειδή ακόμα και κατά τη διάρκεια της πράξης της γραφής ο φόβος και τα παρελκόμενά του με εμποδίζουν και, γενικώς, επειδή το μέγεθος αυτού του ζητήματος υπερβαίνει κατά πολύ τη μνήμη μου και τη λογική μου.
Εσένα αυτό το θέμα σού φαινόταν πάντα πολύ απλό, στον βαθμό τουλάχιστον που μιλούσες γι’ αυτό σ’ εμένα και, αδιάκριτα, μπροστά σε πολλούς άλλους. Σου φαινόταν κάπως έτσι: Όλη σου τη ζωή δούλεψες σκληρά, θυσίασες τα πάντα για τα παιδιά σου, προπαντός για μένα, και κατά συνέπεια εγώ «έχω ζήσει στα πούπουλα», είχα την απόλυτη ελευθερία να σπουδάσω ό,τι μου έκανε κέφι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να με απασχολεί ο βιοπορισμός, δηλαδή κανένας λόγος για να έχω οποιαδήποτε έγνοια· παρ’ όλα αυτά, δεν ζήτησες να σου δείξουμε ευγνωμοσύνη, την ξέρεις εσύ την «ευγνωμοσύνη των παιδιών», τουλάχιστον, όμως, περίμενες κάποιου είδους αναγνώριση, ως ένδειξη κατανόησης· αντί γι’ αυτό, εγώ κατέφευγα πάντα στο δωμάτιό μου, στα βιβλία, σε παλαβούς φίλους, σε εκκεντρικές ιδέες· ποτέ δεν μίλησα ανοιχτά μαζί σου, στη συναγωγή ποτέ δεν ήρθα κοντά σου, ποτέ δεν σε επισκέφθηκα στο Φράντσενσμπαντ, αλλά επίσης ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου την οικογένεια, δεν ασχολήθηκα ποτέ με τη δουλειά σου ή τις άλλες υποθέσεις σου, σου φόρτωσα την επιχείρηση και μετά σε εγκατέλειψα, υποστήριζα τις παραξενιές της Ότλα, κι ενώ για σένα δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι (δεν σου έφερα έστω μία φορά ένα εισιτήριο για το θέατρο), για τους ξένους γίνομαι θυσία. Συνοψίζοντας την κρίση σου για μένα, προκύπτει ότι δεν με κατηγορείς ευθέως για ασέβεια ή δολιότητα (με εξαίρεση, ίσως, την πρόθεσή μου εσχάτως να παντρευτώ), αλλά για ψυχρότητα, αποξένωση και αγνωμοσύνη. Και μάλιστα με κατηγορείς με τέτοιον τρόπο, σαν να ήταν όλο το φταίξιμο δικό μου, σαν να μπορούσα με μια επιδέξια κίνηση να ρυθμίσω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, ενώ εσύ δεν έκανες το παραμικρό σφάλμα, εκτός ίσως από το γεγονός ότι ήσουν υπερβολικά καλός μαζί μου.
Αυτό τον συνήθη εκ μέρους σου τρόπο παρουσίασης της κατάστασης τον θεωρώ σωστό στον βαθμό μόνο που κι εγώ πιστεύω ότι δεν φέρεις απολύτως καμία ευθύνη για την αποξένωσή μας. Από την άλλη πλευρά, όμως, κι εγώ δεν φέρω απολύτως καμιά ευθύνη. Αν μπορούσα να σε πείσω να το παραδεχθείς αυτό, τότε δεν θα κάναμε απαραίτητα μια νέα αρχή –είμαστε πολύ μεγάλοι για κάτι τέτοιο–, θα μπορούσαμε, όμως, να συνάψουμε ειρήνη κάποιας μορφής, όχι μια οριστική κατάπαυση πυρός, αλλά έναν μετριασμό των ασταμάτητων κατηγοριών σου.
Κατά περίεργο τρόπο, αντιλαμβάνεσαι αμυδρά τι θέλω να πω. Έτσι, για παράδειγμα, μου είπες τις προάλλες: «Ένιωθα πάντα αγάπη για σένα, ακόμα και αν η φαινομενική συμπεριφορά μου απέναντί σου ήταν διαφορετική από αυτήν άλλων πατεράδων, επειδή ακριβώς δεν μπορώ να προσποιούμαι όπως οι άλλοι». Λοιπόν, πατέρα, σε γενικές γραμμές δεν αμφισβήτησα ποτέ την καλοσύνη σου απέναντί μου, όμως αυτή την παρατήρηση τη θεωρώ εσφαλμένη. Δεν μπορείς να προσποιείσαι, αυτό είναι σωστό, όμως γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο το να ισχυρίζεσαι ότι οι άλλοι πατεράδες προσποιούνται είναι ή μια απλή και μη περαιτέρω συζητήσιμη ισχυρογνωμοσύνη ή, πάλι –και κατά την άποψή μου αυτή είναι η αλήθεια–, ένας εύσχημος τρόπος να πεις ότι κάτι δεν πάει καλά μεταξύ μας και ότι είσαι συνυπεύθυνος, αλλά όχι και φταίχτης. Αν εννοείς αυτό, τότε συμφωνούμε.
Δεν λέω φυσικά πως έγινα αυτό που είμαι μόνο λόγω της δικής σου επίδρασης. Αυτό θα ήταν υπερβολή (και, μάλιστα, έχω μια τάση προς αυτή την υπερβολή). Είναι πολύ πιθανόν, ακόμα κι αν είχα μεγαλώσει απολύτως απαλλαγμένος από τη δική σου επιρροή, να μην είχα γίνει ο άνθρωπος που θα επιθυμούσες να είμαι. Μπορεί να είχα γίνει ένας αδύναμος, φοβητσιάρης, διστακτικός, ανήσυχος άνθρωπος, ούτε Ρόμπερτ Κάφκα, ούτε Καρλ Χέρμαν, αλλά όμως κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είμαι τώρα, και θα μπορούσαμε να τα βρούμε μια χαρά οι δυο μας. Θα ήμουν ευτυχής αν σε είχα φίλο, αφεντικό, θείο ή παππού, ακόμα και (αν και με περισσότερους ενδοιασμούς) πεθερό. Μόνο που ως πατέρας ήσουν πολύ δυναμικός για τα μέτρα μου, ιδιαίτερα μάλιστα επειδή οι αδελφοί μου πέθαναν όταν ήταν μικροί και οι αδελφές μου ήρθαν στον κόσμο πολύ αργότερα, κι έτσι χρειάστηκε να αντιμετωπίσω εγώ εντελώς μόνος το πρώτο κύμα – γι’ αυτό και ήμουν πολύ αδύναμος για να ανταποκριθώ.
Σύγκρινε εμάς τους δύο: εγώ, για να μη μακρηγορώ, ένας Λέβι με ένα ορισμένο καφκικό υπόβαθρο, ο οποίος, όμως, δεν κινητοποιείται από την καφκική ζωτική, επιχειρηματική, κατακτητική βούληση, αλλά από ένα λεβικό κεντρί, του οποίου η επίδραση είναι πιο μυστική, πιο συνεσταλμένη, στρέφεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις και συχνά παραιτείται. Εσύ, αντιθέτως, ένας πραγματικός Κάφκα σε δυναμικότητα, υγεία, όρεξη, κέφι, ρητορική δεινότητα, αυταρέσκεια, ευεξία, αντοχή, πνευματική διαύγεια, ανθρωπογνωσία, κάποια γενναιοδωρία, και, φυσικά, με όλα τα σφάλματα και τις αδυναμίες που αποτελούν συνοδευτικά φαινόμενα αυτών των προτερημάτων, και στα οποία σε παρασύρει η ιδιοσυγκρασία σου και, μερικές φορές, ο οξύθυμος χαρακτήρας σου. Ίσως δεν είσαι εντελώς Κάφκα στη γενική σου κοσμοθεωρία, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω όταν σε συγκρίνω με τους θείους Φίλιπ, Λούντβιχ, Χάινριχ. Είναι παράξενο, αλλά κι αυτό ακόμα δεν είναι απολύτως κατανοητό. Ήταν όλοι πιο χαρούμενοι, πιο ζωηροί, πιο χαλαροί, πιο απερίσκεπτοι, λιγότερο αυστηροί από σένα. (Ως προς αυτό, παρεμπιπτόντως, έχω κληρονομήσει πολλά από σένα και διαχειρίστηκα την κληρονομιά με υπερβολική σωφροσύνη, δίχως να έχω από τη φύση μου τα απαραίτητα αντίβαρα, όπως έχεις εσύ.) Όμως, από την άλλη πλευρά, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, εσύ τράβηξες άλλου είδους ζόρια· μπορεί να ήσουν πιο χαρούμενος πριν αρχίσουν τα παιδιά σου, και ιδιαιτέρως εγώ, να σε απογοητεύουν και να σε στενοχωρούν στο σπίτι (όταν είχαμε επισκέπτες, ήσουν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος), και μπορεί τώρα να έγινες πάλι πιο χαρούμενος, καθώς τα εγγόνια και ο γαμπρός σου σου δίνουν λίγη από κείνη τη θαλπωρή που τα παιδιά σου, εκτός ίσως από τη Βάλι, δεν μπόρεσαν να σου δώσουν ποτέ. Πάντως, ήμασταν τόσο διαφορετικοί και, λόγω αυτής της διαφοράς μας, τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο, ώστε αν ήθελε κάποιος να κάνει μια πρόβλεψη πώς θα αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλο, εγώ, το αργά αναπτυσσόμενο παιδί, και εσύ, ο κατασταλαγμένος άντρας, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει ότι εσύ απλώς θα με συνέθλιβες, ώστε να μην απομείνει τίποτε από μένα. Δεν ήρθαν, όμως, έτσι τα πράγματα, αυτό που έχει ζωή μέσα του δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προβλέψεων, συνέβη, όμως, κάτι πιο περίπλοκο. Συγχρόνως, σε παρακαλώ θερμά και πάλι να μην ξεχνάς ότι δεν σε θεωρώ ούτε κατά διάνοια φταίχτη. Η δική σου επίδραση σ’ εμένα ήταν αυτή που έπρεπε να είναι, μόνο που θα πρέπει να σταματήσεις να θεωρείς ιδιαίτερα κακό εκ μέρους μου το γεγονός ότι εγώ από την πλευρά μου υπέκυψα σ’ εκείνη την επίδραση.