Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μαρίας Μήτσορα «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
tasiasamourai@hades.com
Η κυρία Τασία, γνωστή και ως Σαμουράι, ήταν μια μοδίστρα στην οδό Ασκληπιού, κοντά στο ζαχαροπλαστείο Τριανόν. Τελευταία ανακάλυψα, σχεδόν απέναντι από το παλιό της διαμέρισμα, πλάι στον κάδο της ανακύκλωσης, ένα πέρασμα-μικρό-πέρασμα από τον πάνω κόσμο στον κάτω. Από εκεί την είδα να βγαίνει – το Τριανόν έχει κλείσει εδώ και χρόνια· «Πωλείται» γράφουν κιτρινισμένα χαρτιά κολλημένα στα τζάμια του!
Για την κυρία Τασία είχα ακούσει ότι πέθανε. Πλάι λοιπόν σ’ αυτόν τον κάδο, μέσα από μια τρύπα ανάμεσα στην άσφαλτο και στο πεζοδρόμιο, είδα για μια στιγμή κάτι πιο πυκνό από καπνό να ξετυλίγεται σαν κορδέλα όταν παίζει μαζί της ο αέρας, και την επόμενη στιγμή η κυρία Τασία με τη ρόμπα της την καπιτονέ, με εκείνο το αξέχαστο εμπριμέ με τα νούφαρα, στάθηκε μπροστά μου και με άρπαξε από το μπράτσο. Πάνω στο συνθετικό σατέν, που είχε το χρώμα της ακατέργαστης ζάχαρης, τα νούφαρα άνθισαν λαμπερά, κι αμέσως μετά κεφάλι, χέρια, πόδια εμφανίστηκαν και τα χαρακτηριστικά της σταθεροποιήθηκαν όπως τα θυμόμουν, σε ένα πρόσωπο όμως αρυτίδωτο. Το στόμα της άνοιξε, μέσα από τα αραιά δόντια βγήκε βραχνή η φωνή της και μου ψιθύρισε: «Ήμουν η κυρία Τασία, που με έλεγες Σαμουράι στις φίλες σου, και πάντοτε ήθελα να σου πω ότι σε έχω μέσα στην καρδιά μου. Εκείνα τα υφάσματα που μου έφερνες, εκείνο το crêpe de Chine στο χρώμα του αίματος, μου θύμιζε τα νιάτα μου, μου θύμιζε ότι είχα πάρει λάθος άντρα».
Στεκόμασταν στη γωνία του μάρκετ, κόσμος έμπαινε κόσμος έβγαινε, η κυρία Τασία μού έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού: «Αυτό το μάρκετ δεν υπήρχε όσο ζούσα... Τώρα, ξέρεις, δεν ράβω πια, θα σου τα πω μια άλλη φορά – γιατί η βάρκα κάτω έχει καινούρια μηχανή, άσε που ο απόγονος του πρώτου Κέρβερου είναι ο πιο ανυπόμονος απ’ όλους... Δώσε όμως κανένα κέρμα».
Τρόμαξα στην ιδέα πως ζητιάνευε!
Στεκόμασταν στη γωνία του μάρκετ, κόσμος έμπαινε κόσμος έβγαινε, η κυρία Τασία μού έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού: «Αυτό το μάρκετ δεν υπήρχε όσο ζούσα... Τώρα, ξέρεις, δεν ράβω πια, θα σου τα πω μια άλλη φορά – γιατί η βάρκα κάτω έχει καινούρια μηχανή, άσε που ο απόγονος του πρώτου Κέρβερου είναι ο πιο ανυπόμονος απ’ όλους... Δώσε όμως κανένα κέρμα».
«Θέλω δύο χάλκινα», η φωνή της αγρίεψε, «αν η κόρη μου η ανεπρόκοπη μου είχε βάλει τα χάλκινα κέρματα στα μάτια μπορεί και να είχα ησυχάσει, αλλά χωρίς το σωστό αντίτιμο, χωρίς το σωστό εισιτήριο, δεν ησυχάζει κανένας, να το ξέρεις!». Τα άρπαξε σχεδόν στον αέρα, τα έσφιξε στη χούφτα της, έκανε να φύγει αλλά κοντοστάθηκε. «Τι λέγαμε; Λοιπόν, σου είπα δεν ράβω πια, έχω όμως ανοίξει Γραφείο Ευρέσεως».
«Τι Ευρέσεως, κυρία Τασία μου;» ρώτησα τραυλίζοντας σχεδόν. «Απολεσθέντων; Απολωλότων;»
«Γραφείο Ευρέσεως Φαντασμάτων. Γι’ αυτό σου λέω πως θα με χρειαστείς. Ψάξε με στο GhostWeb, ή καλύτερα… θα φροντίσω να βρεις το μέιλ μου στην τσέπη σου. Ξέρω πως έχασες μιαν αυλή, ξέρω πως έχασες την πανσέληνο του Αυγούστου, ενημερώθηκα όμως για κάτι άλλο. Τώρα στην Αθήνα έχεις έναν κήπο που τον στόλισες με επιτοίχιες παραστάσεις της Δήμητρας και της Περσεφόνης και τελεί υπό την προστασία της Παλλάδος και του Φοίβου Απόλλωνα».
Η παλάμη της απότομα κάλυψε τον καρπό μου με μια παγωνιά χωρίς βάρος. «Καλά, δεν το νιώθεις ότι σε περπατάει το φάντασμα μιας μύγας; Να πλυθείς τώρα που θα πας σπίτι σου, με παγωμένο νερό. Κι όταν θα είσαι έτοιμη για το δείπνο της Εκάτης, αν δεν με βρεις αμέσως εδώ, σ’ αυτή την τρύπα ρίψε σημείωμα με τη λίστα των φαντασμάτων που επιθυμείς για καλεσμένους. Εγώ μόνο κόλλυβα θέλω να μου αφήνεις τα Ψυχοσάββατα στο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου στον Λυκαβηττό. Και, ψιτ, πού είσαι! Να μου γράφεις με κόκκινο μελάνι».
Ένας γάτος άσπρος, σχεδόν άυλος, διέσχισε με κόκκινο φανάρι τη Λασκάρεως, κόρνες πίσω του, παρά λίγο τρακάρισμα, ήρθε και τριβόταν στα πόδια της με χάρη. Τον αναγνώρισα από τα χρυσά μάτια και τη φουντωτή ουρά.
«Έλα, Δάσκαλε, να σας συστήσω. Αυτή ήταν η αγαπημένη μου πελάτισσα που σου έλεγα. Έραβε συνέχεια φουστάνια ΑποΧαιρετισμών». Μου έριξε μια ματιά από την κορυφή ως τα νύχια λες και μου έπαιρνε πάλι τα μέτρα. «Αυτός εδώ, που είναι και δεν είναι γάτος και τον φωνάζω Δάσκαλο, είναι ο Γουλιέλμος ΚαταΒάθος… Πάμε τώρα, πάμε, η βάρκα σήμερα περιμένει στον Ποδονίφτη» του είπε πολύ τρυφερά. Και την επόμενη στιγμή είχαν χαθεί.
Ψάχνοντας τα κλειδιά στο πανωφόρι μου, βρήκα στην τσέπη ένα διπλωμένο χαρτί με το μέιλ που είχα δει στον ύπνο μου, tasiasamourai@hades.com.
Ήταν τόσο ακατανόητο αυτό που μόλις είχε συμβεί, που προσπαθούσα να πιαστώ από κάποια πραγματική ανάμνηση σχετικά με την κυρία Τασία. Είχαν περάσει πολλά χρόνια! Πόσα φορέματα ΑποΧαιρετισμού μού είχε ράψει; Τρία θυμάμαι μου τα είχε τελειώσει – και οι σχέσεις με τον Γιάννη, τον Γιώργο και τον Νίκο είχαν έγκαιρα διακοπεί. Δύο άλλα όμως είχανε μείνει στη μέση, με συνέπειες ολέθριες.
Ο Θήτα Θήτα, λοιπόν, έβαζε ξυλοπόδαρα και με παρακολουθούσε από τις μπαλκονόπορτες του διαμερίσματος στη Δεινοκράτους. Μετακόμισα διά νυκτός στη Νεάπολη. Σωστά όμως επέμενε πως του είχα κλέψει την καρδιά, την άκουγα να χτυπάει δυνατά στην κρεβατοκάμαρα της Νικηφόρου Ουρανού. Το ήξερα, το διαισθανόμουν, αυτή η ιστορία δεν θα τελείωνε αναίμακτα!
Ούτε το φόρεμα που σχεδίαζα για μια τελευταία συνάντηση με τον Χ. δεν ολοκληρώθηκε· τα δάχτυλα της κυρίας Τασίας ήσαν παραμορφωμένα από τα αρθριτικά. Επτά ολόκληρα χρόνια το βαλς των δισταγμών, το ταγκό μιας άγριας τρυφερότητας, ξαφνικές γέφυρες τη νύχτα, λαχανιασμένοι συναντιόμασταν, με λύσσα προσπαθούσαμε να μπούμε ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου, να γίνουμε, για λίγο έστω, εγώ εκείνος κι εκείνος εγώ· κάθε φορά –ήσυχα στο τέλος, χωρίς φωνές– σχεδόν σκοτωνόμασταν.
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία της πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή, από το Πεκίνο έως τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Άκμων, 1978, β έκδ. Πατάκης, 2007), «Από τη μέση και κάτω» (Πατάκης, 2014) και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας, 1982), «Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος, 1985), «Ο ήλιος δύω» (Οδυσσέας, 1996), «Καλός καιρός/μετακίνηση» (Πατάκης, 2005), καθώς και το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Με λένε λέξη» (Πατάκης/σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα», 2008). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά της κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.