Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Ανοιχτό μικρόφωνο – Μονόλογοι και ομολογίες» το οποίο κυκλοφορεί στις 15 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μελάνι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο ξανθός άγγελος
Έτσι με φώναζαν. Τι λέω «φώναζαν»… Ούρλιαζαν, τραγουδούσαν, παραληρούσαν!
Ήμουν ο ήρωάς τους, ο πρώτος μύθος του ελληνικού ποδοσφαίρου, κατά πώς λέν’ οι ιστορικοί.
Ομάδα μου, ο Παναθηναϊκός.
Η θέση μου: μέσα δεξιά.
Ήμουν, λέει, αέρινος. Η μπάλα πραγματικά κολλούσε στο πόδι μου. Είχα το απόλυτο κοντρόλ, τις απίστευτες ντρίμπλες, τους δεξιοτεχνικούς ελιγμούς.
Μπορούσα να σκοράρω με το δεξί, με το αριστερό ή με το κεφάλι. Σε 23 αγώνες πέτυχα 53 γκολ. Και πρωταγωνίστησα στο ιστορικό 8-2 με τον Ολυμπιακό των Ανδριανοπουλαίων.
Ύστερα αποσύρθηκα οριστικά.
Ήμουν –το πιστεύετε δεν το πιστεύετε– 21 ετών – ηλικία που οι περισσότεροι αρχίζουν! Είχα παίξει μόλις 3 χρόνια: από το 1928 έως το 1931. Κάτι σαν στρατιωτική θητεία (τόση περίπου ήταν τότε).
Υπηρέτησα την πράσινη πατρίδα και απολύθηκα.
Μπορούσα να σκοράρω με το δεξί, με το αριστερό ή με το κεφάλι. Σε 23 αγώνες πέτυχα 53 γκολ. Και πρωταγωνίστησα στο ιστορικό 8-2 με τον Ολυμπιακό των Ανδριανοπουλαίων. Ύστερα αποσύρθηκα οριστικά.
Απολύθηκα;
Αυτό το μυστήριο δεν λύθηκε ποτέ για τον κόσμο. Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν τότε.
Συγκρούστηκα, έλεγαν, με τον ισχυρό τότε παράγοντα, Απόστολο Νικολαΐδη. Ο λόγος; Ήμουν μέλος της ΟΚΝΕ, της Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, κι αυτό εκείνος δεν το ανεχόταν. Αντιδικήσαμε, έλεγαν, και αναγκάστηκα να παραιτηθώ.
Αλήθεια; Ψέματα; Εν μέρει αλήθεια; Υπήρχαν και άλλοι λόγοι; Μήπως το πολυτεχνείο όπου σπούδαζα;
Όσο κι αν με πίεσαν όσο ζούσα, δεν απάντησα ποτέ. Γιατί να το κάνω τώρα; Άλλωστε, ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται;
Το σίγουρο πάντως είναι πως βραδιές ολόκληρες φίλαθλοι πολιορκούσαν το σπίτι μου και μου ζητούσαν, με εκλιπαρούσαν ν’ αλλάξω απόφαση. Υπήρξαν ακόμα και αντίπαλοι που με παρακαλούσαν να συνεχίσω. Η απόφασή μου δεν άλλαξε… κι εκεί τελείωσαν όλα.
Έζησα κοντά άλλα 50 χρόνια μια ζωή ανώνυμη, κοινή.
Και τώρα τι μένει;
Τίποτα.
Καμία μαρτυρία, κανένα ντοκουμέντο από το πέρασμά μου, το παραμικρό τεκμήριο.
Τότε, βεβαίως, δεν υπήρχαν κάμερες στο γήπεδο ν’ αποτυπώσουν στιγμιότυπα, να διασώσουν φάσεις… Δεν υπήρχε καν ραδιόφωνο με λαλίστατους εκφωνητές να περιγράφουν τις κινήσεις, να στολίζουν με επίθετα τις επιθέσεις, να καταθέτουν άποψη και θαυμασμό.
Η δική μου φήμη χτίστηκε μόνο από βλέμματα: τα βλέμματα όλων αυτών που με είδαν, που με λάτρεψαν και μίλησαν για μένα, αυτών που σήμερα είναι όλοι τους νεκροί – όπως κι εγώ.
Έχω μια φήμη που δεν βασίζεται πια σε καμία μαρτυρία.
Όσο το σκέφτομαι, χαμογελώ, γιατί καταλήγω πως όσο λιγότερα τα τεκμήρια, τόσο η δόξα μένει ανέγγιχτη, τόσο μεγαλώνει ο μύθος.
Ζω άραγε, τρόπος του λέγειν, ένα όνειρο, μια υπνοβασία που εξιδανικεύει τα πάντα και δεν πλαστογραφεί τίποτα, ή μήπως είμαι ένας λαθρεπιβάτης της αιωνιότητας ή, έστω, της διάρκειας;
Τώρα γύρω μου τα πάντα είναι σκοτάδι.
Όπως δεν μπόρεσα να μαρκάρω τον χρόνο για να μη με προσπεράσει, έτσι δεν μπορώ να σκοράρω τώρα στον μη χρόνο που πια με περιβάλλει.
Όμως, κάποιες βραδιές, το αεράκι φέρνει παράφωνα τα λόγια των αναμνήσεων, πιασμένα θαρρείς στα δίχτυα των γκολπόστ, και μια μελωδία που είναι η μόνη απόδειξη ότι υπήρξα.
Βάλαμε οκτώ
βάλαμε οκτώ
βάλαμε οκτώ στον Ολυμπιακό
κι άλλα τέ-
κι άλλα τέσσερα στον Άρη,
γεια σου, Ά-
γεια σου, Άγγελε Μεσσάρη!