
Για την παράσταση «Έντα Γκάμπλερ» του Χένρικ Ίψεν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στο θέατρο Προσκήνιο. © Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί στο θέατρο «Προσκήνιο» την Έντα Γκάμπλερ του Χένρικ Ίψεν, στην έξοχη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Μετά το «Λεωφορείο ο Πόθος», έρχεται ακόμη ένα κλασικό γυναικείο πορτραίτο να υπογραμμίσει το δικαίωμα στη ζωή. Ο χαρακτήρας της Έντα Γκάμπλερ είναι ανοιχτός σε ερμηνείες και πάντα προβληματικός, επειδή ακριβώς είναι απρόβλεπτος: όπως η αρχετυπική της persona υφίσταται τις προβολές των γύρω της σχετικά με τον ρόλο της ως γυναίκας, ως συζύγου, ως ψυχικής οντότητας, έτσι και η σκηνική της persona είναι επιδεκτική πολλών σκηνοθετικών προσεγγίσεων (όπως είναι όλοι οι σπουδαίοι γυναικείοι ρόλοι του κλασικού ρεπερτορίου: από τις ευριπίδειες Μήδεια και Ηλέκτρα και τη σοφόκλεια Αντιγόνη έως τη Μπλανς του Τένεσι, τη Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ, τις ιψενικές Νόρα, κυρία Βάγκελ και Μις Άλβινγκ).
Το εξελισσόμενο σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί, η μουσική
Ήδη από την αρχή ο Καραντζάς στήνει ένα σκηνικό (κυριολεκτικό και ψυχικό) που σταδιακά θα σχηματοποιηθεί αποκαλύπτοντας όλες τις ζοφερές πτυχές του κοινωνικού πλαισίου. Σύμφωνα με τον Ίψεν, κατά την απουσία της νεόνυμφης Έντα τον μήνα του μέλιτος, η «συζυγική φωλιά» έχει ατελώς προετοιμαστεί από τις θείες του Τέσμαν και τον δικαστή Μπρακ. Μητέρα, σύζυγος και οικοδέσποινα είναι οι ρόλοι/καθήκοντα στα οποία καλείται ν’ ανταποκριθεί η Έντα Γκάμπλερ: ο Καραντζάς (σε συνεργασία με τη σκηνογράφο Μαρία Πανουργιά) στήνει ένα ημιτελές, αφυδατωμένο σπιτικό, κατάλληλο να αποτυπώσει την υπό εξέλιξη, ημιτελή διαμόρφωση του κοινωνικού ρόλου της Έντα και τον συντεθλιμμένο ψυχισμό της. Πρόκειται για ένα σπίτι «εν τη γενέσει» του, ανάλογο με το «Σπίτι» του ίδιου του Καραντζά και νοερή προέκταση του σκηνικού της Πανουργιά στο «Λεωφορείο ο Πόθος». Ένα σκηνικό infinito με έναν τοίχο στοκαρισμένο, μια πρόσφατα τοποθετημένη κολώνα και τρείς δοκιμαστικές αποχρώσεις γαλάζιου χρώματος στον ακόμη άβαφο τοίχο: όπως ο χώρος είναι υπό διαμόρφωση, έτσι είναι ανολοκλήρωτοι και οι χαρακτήρες που θα κινηθούν μέσα σ’ αυτόν.
Υπάρχουν πέντε γλάστρες με ασχημάτιστα φυτά, δύο μοβ πολυθρόνες της δεκαετίας του ’70 που παραπέμπουν σε ταινία του Ντέιβιντ Λιντς και ένα πικάπ όπου μπαίνουν δίσκοι κλασικής μουσικής ή και πανκ (ανάλογα με τις επιλογές, ανά σκηνή, του Γιώργου Ραμαντάνη). Η σκηνογραφία παραπέμπει σε εργοτάξιο, και αυτό υπογραμμίζεται από τις σκόπιμα μη-κατασταλαγμένες φωτιστικές συνθήκες (Δημήτρης Κασιμάτης), τους φωτισμούς που ασχημαίνουν τον χώρο αντί να τον εξωραΐζουν. Στο δεύτερο μέρος εντείνεται η σχέση φωτός και σκιάς με ένα ντιμάρισμα που γίνεται σταδιακά ή υπό τον υποβλητικό φωτισμό της σόμπας που περιστρέφεται φωτίζοντας και διαδοχικά βυθίζοντας τα πρόσωπα στο σκοτάδι, σαν να τα «κόβει» στα δύο.
Το ίδιο και με τις κομμώσεις: τα μαζεμένα μαλλιά της Έντα (που την υποστηρίζει με θαυμαστή τεχνική η Ανθή Ευστρατιάδου) σταδιακά λύνονται και χύνονται στην πλάτη, συμβολίζοντας τον καταπιεσμένο αισθησιασμό της.
Το ίδιο συμβαίνει με τα εξαιρετικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, που είναι γεμάτα χρώματα και δεν δηλώνουν συγκεκριμένη εποχή. Το ίδιο και με τις κομμώσεις: τα μαζεμένα μαλλιά της Έντα (που την υποστηρίζει με θαυμαστή τεχνική η Ανθή Ευστρατιάδου) σταδιακά λύνονται και χύνονται στην πλάτη, συμβολίζοντας τον καταπιεσμένο αισθησιασμό της. Το ίδιο συμβαίνει με το πολυσυζητημένο καπέλο. Έτσι, ενώ το κείμενο αυτό του τέλους του 19ου αιώνα δίνει το νατουραλιστικό ψυχογράφημα μιας γυναίκας αστικής καταγωγής, με ναρκισσισμό, νευρωτικής, αποσυνδεδεμένης από το περιβάλλον της και σε διαρκή ρομαντική αναζήτηση ενός εσωτερικευμένου αισθητικού ιδανικού, ο Καραντζάς φιλοτεχνεί μιαν Έντα Γκάμπλερ που φλέγεται να βιώσει τα πράγματα με το κορμί της, τη στιγμή που το κορμί της είναι εγκλωβισμένο (έως και εκμηδενισμένο) μέσα στο τέναγος των κοινωνικών ρόλων που του επιβάλλονται: η σαρκική Έντα της Ανθής Ευστρατιάδου είναι ματαιωμένη, διαψευσμένη, ανελεύθερη, ανένταχτη, ευάλωτη, θνησιγενής και αβοήθητη, διαπνεόμενη από την αντίφαση της διαρκούς επιδίωξης ενός άυλου, χιμαιρικού ιδεώδους ομορφιάς.
Το διαπεραστικό, ψυχρό της βλέμμα και οι ακκισμοί της δεν υποδηλώνουν μια νευρωτική Έντα Γκάμπλερ, αλλά ένα παλλόμενο, σφύζον σώμα γυναίκας που δικαιούται και απαιτεί. Γι αυτό, η «βαριά» Έντα, με τα φορέματα που σέρνονται, με το υπαρξιακό αδιέξοδο, με την εχθρότητα και την περιφρόνηση προς τον σύζυγό της και με την παγίδευση στο νέο της σπίτι, έχει ανάγκη από ένα κέλυφος σκληρότητας και από μια «κουνελότρυπα», ένα περίκλειστο καβούκι ως προσωπικό χώρο, που θα αποτελέσει το κρυπτικό μικρό σύμπαν της, έτοιμο να εκραγεί: η Μαρία Πανουργιά ολοκληρώνει την ατμόσφαιρα με μια πόρτα δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το ανθρώπινο μέγεθος, που οδηγεί στα «ενδότερα», στον χώρο περισυλλογής της Έντα Γκάμπλερ.
To spleen της Έντα Γκάμπλερ
Η Έντα Γκάμπλερ έχει εξαρχής δει προς τα πού πάνε τα πράγματα -και σίγουρα δεν αντέχει την εγγενή τους ροπή «να πηγαίνουν μπροστά»- η ασύνειδη επιλογή της είναι η Ποίηση (πράγμα που εισηγείται ο Καραντζάς και για την Μπλανς του «Λεωφορείου ο Πόθος»). Η διαφορά είναι πως η Έντα έχει από κατασκευής τον θάνατο μέσα της με τον τρόπο που τον έχει η σοφόκλεια Αντιγόνη: πρόκειται για μια θανατολαγνεία που εκδηλώνεται απονενοημένα, απελπισμένα, αυτοκαταστροφικά και έχει σπασμωδικές και, συχνά, αυταρχικές εκφάνσεις, καθώς πασχίζει ασφυκτιώντας να ενταχθεί σε μια πνιγηρή κοινωνική δομή, μια στρουκτούρα που την αποβάλλει σαν ξένο σώμα. Γίνεται χειριστική γιατί δεν της επιτρέπεται η προσωπική ολοκλήρωση.
Ως εκ τούτου, η Έντα αρνείται να προβεί σε οποιαδήποτε θετική ενέργεια και περνά σε μιαν ειρωνική, παιγνιώδη και περιπαικτική, αριστοκρατική αδράνεια/απραξία
Ως εκ τούτου, η Έντα αρνείται να προβεί σε οποιαδήποτε θετική ενέργεια και περνά σε μιαν ειρωνική, παιγνιώδη και περιπαικτική, αριστοκρατική αδράνεια/απραξία, που είναι χαρακτηριστική όλων των μελαγχολικών ηρώων της λογοτεχνίας. Η πλήξη της (το spleen των Συμβολιστών) δεν είναι μια αστικού τύπου παραίτηση, απόσυρση ή υπεροπτική απραξία: είναι η άρνηση και η αδράνεια των παρορμήσεων που δεν πραγματώνονται μπροστά στο αξεπέραστο φράγμα των κοινωνικών συμβάσεων. Με αυτό εννοώ ότι ο τόσο σχολιασμένος (και παρερμηνευμένος) αρνητισμός της Έντα Γκάμπλερ δεν είναι ιδιοσυγκρασιακό γνώρισμα, κατά τον Καραντζά, αλλά απόρροια της σύγκρουσής της με αυτό το τείχος ρόλων που πρέπει να επιτελέσει, ενώ έχει την ευφυΐα να διακρίνει τη ματαιότητα κάθε ενέργειας. Το μεγαλύτερο «άδειασμα» της ρομαντικής ιδεοληψίας της Έντα Γκάμπλερ είναι η ειρωνική διάψευση του «ηρωικού» θανάτου που επιθυμούσε από τον Λέβμποργκ, η κατάρριψη του «χρυσού διαδήματος από κλήματα» με τον οποίο τον είχε φαντασιακά περιβάλει. Στο τέλος αυτοκτονεί, γιατί η μοναδική πράξη του μελαγχολικού ανθρώπου που έχει βαρύτητα είναι η αυτοχειρία, εφόσον με την αυτοχειρία αποδεικνύει έμπρακτα τον θνησιμιαίο χαρακτήρα κάθε άλλης πράξης και παράλληλα διατρανώνει την αυτονομία που το περιβάλλον των ζωντανών δεν του επιτρέπει. Η απόλυτη σκληρότητα των γύρω ανθρώπων γίνεται έκδηλη με την κυνική, απαθή παρατήρηση του δικαστή Μπρακ που κλείνει το έργο: «Δεν τα κάνουμε αυτά τα πράγματα!»
Ο δικαστής, ο σύζυγος και ο παλιός εραστής
Όλοι οι χαρακτήρες του έργου συνδέονται, με κάποιον τρόπο, με το παρελθόν: έτσι, με διαφορετική αναφορά καθένας, εξυπηρετούν τον ρόλο του κοινωνικού πλαισίου που θα αποβάλει την Έντα. Ο δικαστής Μπρακ είναι η επιτομή του κυνισμού και της εισβολής στην ιδιωτικότητα του άλλου, ο άνθρωπος του συστήματος, του νόμου, που επιχειρεί υστερόβουλα να χειραγωγήσει το νιόπαντρο ζευγάρι με τις νομικές του συμβουλές και με πληροφορίες που συγκεντρώνει εναντίον τους, ή φλερτάροντας ξεδιάντροπα με την Έντα (συνθέτοντας ένα ιψενικό τρίγωνο που δεν απασχολεί ιδιαίτερα τον Καραντζά). Ο Χρήστος Λούλης ενσαρκώνει με θαυμαστή ακρίβεια τον ρόλο σε όλο το εύρος της σκοτεινής του αινιγματικότητας, καθώς με ωμότητα προβαίνει σε διάλογο δήθεν ισοτιμίας και συνενοχής με την Έντα για να περάσει εύκολα στον εξουσιαστικό του ρόλο και να την αφανίσει.
Ο διονυσιακός σύντροφος της νεότητας της Έντα μετατρέπεται σε θύμα, το κεφάλι του οποίου μπορεί να αναρτηθεί ως τρόπαιο δίπλα στον χαρακτηριστικό τοίχο με τα αναρτημένα πιστόλια
Τον Άιλερτ Λέβμποργκ υποδύεται ο Έκτορας Λιάτσος, χωρίς να περιορίζεται στην απόδοση του δημιουργικού, ευφυούς χαρακτήρα που διέπεται από αίσθηση στόχου και αποστολής: διευρύνει την ερμηνεία του στην απόδοση της αστάθειας και της ευαλωτότητας του Άιλερτ, στην αποκάλυψη της καλλιτεχνικής, ανεπιτήδευτης φύσης του, στη δύσκολη απόδοση μιας άλλης, σκοτεινότερης και πιο αδιέξοδης πτυχής του. Αδυνατεί να επιβιώσει στα πλαίσια της οριοθετημένης «κανονικότητας» γιατί παραμένει μια ασυγκράτητη και αλήτικη φύση που φλερτάρει με τις παλιές του έξεις και με την καταστροφή, αλλά (με μιαν ειρωνική τροπή της κατάστασης) δεν καταφέρνει τελικά να γλιτώσει και εξοβελίζεται στο σκότος το εξώτερον. Ο διονυσιακός σύντροφος της νεότητας της Έντα μετατρέπεται σε θύμα, το κεφάλι του οποίου μπορεί να αναρτηθεί ως τρόπαιο δίπλα στον χαρακτηριστικό τοίχο με τα αναρτημένα πιστόλια, τις καραμπίνες και τα δίκανα που φιλοτεχνεί η Μαρία Πανουργιά. Η Έντα καίει, αναλώνει τα συγγράμματά του σε μια προσπάθεια υποστήριξης μιας πιο ποιητικής προσέγγισης της ζωής. Όπως λέει σε συνέντευξή του ο Καραντζάς: «Είναι σαν ο Ίψεν να λέει ότι οι ζωές είναι τόσο προκαθορισμένες και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και αυτό δεν αλλάζει!».
Η φιλισταϊκή επιπολαιότητα που βγάζει ο Φιντέλ Ταλαμπούκας στην ερμηνεία του Τέσμαν εξισορροπείται με τον κυνισμό που επιδεικνύει στο τέλος ο σύζυγος, ανακοινώνοντας με «επίπεδη» φωνή την αυτοκτονία της Έντα. Ο Τζωρτζ Τέσμαν ζει μέσα στην ψευδαίσθηση ότι η γυναίκα του τον αγαπά και τον υποστηρίζει, ότι αγαπά οτιδήποτε δικό του, τα σχέδιά του, ακόμη και τη γριά θεία του που τον μεγάλωσε. Εγκλωβισμένος, όπως είναι, στην αναγκαιότητα να πάρει τη θέση του καθηγητή, βυθίζεται με σχολαστικότητα εντομολόγου στη μελέτη της οικιακής οικονομίας της φλαμανδικής Βραβάντης και στην αποκωδικοποίηση των κειμένων του Λέβμποργκ. Έχει αποδεχτεί τον ρόλο του «σχολιαστή των κειμένων των άλλων» και της απόλυτης απουσίας δημιουργικότητας από τη ζωή του, νοσταλγεί ευτελή αντικείμενα όπως τις παλιές του παντόφλες, δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι η Έντα κρατά το επώνυμο του πατέρα της και στολίζει τη συλλογή όπλων του στον τοίχο: μια υπόμνηση του πατριαρχικού, βίαιου χαρακτήρα της κοινωνίας όπου καλείται να ζήσει, του «συνδρόμου Ηλέκτρας» που της αποδίδουν κάποιοι αναλυτές, αλλά και του μακάβριου παιχνιδιού που επιλέγει να παίξει με τα όπλα.
Η άλλη γυναίκα, η Θεία, οι γυναίκες γενικώς
Ο Ίψεν αναπαριστά τις γυναίκες ως γρανάζια ενός συστήματος – ενταγμένοι ή ανένταχτοι, οι γυναικείοι χαρακτήρες του διάγουν μιαν ασφυκτική εσωτερική ζωή, γεμάτη μυστικά και απωθημένα, ενώ η απουσία αυτοδιάθεσής τους εκφαίνεται με μια συντριπτική κατάρρευση του ονειρικού τους κόσμου. Πρόκειται για ευρεία γκάμα γυναικείων χαρακτήρων: για παράδειγμα, η Τέα Έλβστετ παρίσταται ως ο (κατά τα φαινόμενα) αφελής αντίποδας της Έντα Γκάμπλερ, μια γυναικεία φιγούρα που επιβιώνει ακολουθώντας τα θέλω της – μόνο που τα δικά της θέλω είναι πολύ πιο περιορισμένα. Στην εκδοχή του Καραντζά, η Ιωάννα Δεμερτζίδου ενσαρκώνει με χάρη τον αινιγματικό αυτόν χαρακτήρα, που μοιάζει να βρίσκεται στο έργο για να υπογραμμίσει το πόσο αξιοθαύμαστη είναι, τελικά, η Έντα Γκάμπλερ.
Η δεσποινίς Τέσμαν ψαχουλεύει με δύναμη βιαστή την κοιλιά της Έντα, για να διαπιστώσει εάν είναι έγκυος. Αυτή είναι μια δυνατή σκηνή.
Όσο για τη δεσποινίδα Τέσμαν (τη Θεία), αυτός είναι ένας ρόλος που ερμηνεύεται από τη Τζωρτζίνα Δαλιάνη ως «φλομπερική coeur simple». Η δεσποινίς Τέσμαν ψαχουλεύει με δύναμη βιαστή την κοιλιά της Έντα, για να διαπιστώσει εάν είναι έγκυος. Αυτή είναι μια δυνατή σκηνή. Η είσοδος της Θείας στην αρχή της παράστασης είναι σιωπηρή και αρκετά αμήχανη – δεν είμαι βέβαιος εάν αυτή είναι επιλογή του Δημήτρη Καραντζά και τι ακριβώς εξυπηρετεί αυτή η μακρόσυρτη σιωπή: το σίγουρο, όμως, είναι πως οδηγεί το βλέμμα του θεατή στον αδιαμόρφωτο χώρο, και πως βρίσκεται σε ηχηρή αντίστιξη με το ξεκίνημα των διαλόγων, σαν να σηματοδοτεί την έναρξη της παράστασης. Ένα άδοξο ξεκίνημα ταιριάζει, βεβαίως, ως προμήνυμα για τη ματαίωση του «όμορφου τέλους» που ονειρεύεται η Έντα Γκάμπλερ.
Ο Καραντζάς επιλέγει, για μιαν ακόμη φορά, την Ποίηση ως άξονα προσέγγισης του ρόλου της Έντα: το ποιητικό αυτό ον είναι δομικά απόλυτο και δεν συμβιβάζεται με τον επιμερισμό και την κατάτμηση που του επιβάλλει ο περίγυρός του. Περνά από τον υλιστικό, πραγματιστικό μας πλανήτη σαν οπτασία και, χωρίς να αλλοτριωθεί, αποβάλλεται/εκμηδενίζεται αυτομάτως. Με άλλα λόγια, δεν βιώνει απλώς τη διάψευση της καταγωγής του (όπως υποδηλώνει κάθε ψυχολογίζουσα ερμηνεία της «αστής» Έντα Γκάμπλερ), αλλά πλέον και του ίδιου του προορισμού του σ’ αυτήν τη ζωή.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Moυσική: Γιώργος Ραμαντάνης
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Έντα Γκάμπλερ: Ανθή Ευστρατιάδου
Δικαστής Μπρακ: Χρήστος Λούλης
Άιλερτ Λεβμποργκ: Έκτορας Λιάτσος
Τέσμαν: Φιντέλ Ταλαμπούκας
Κυρία Έλβστεντ: Ιωάννα Δεμερτζίδου
Δεσποινίς Τέσμαν: Τζωρτζίνα Δαλιάνη