«Το τραγούδι της Φλέρυς» του Δημήτρη Οικονόμου, παρουσιάστηκε στο θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη. Φωτογραφίες: © Σπύρος Περδίου
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Μάνος Καρατζογιάννης ανέβασε στο θέατρο «Σταθμός» το πρώτο θεατρικό έργο του Δημήτρη Οικονόμου, που αφορά τη ζωή και τα βάσανα της θρυλικής Φλέρυς Νταντωνάκη, της ερμηνεύτριας που καθόρισε τα νεανικά μας ακούσματα. Αναλαμβάνοντας να ζωντανέψει επί σκηνής τον αυτοβιογραφικό αυτόν μονόλογο και τραγουδώντας, με μια κιθάρα στα χέρια, το Orfeo Negro, η Ελένη Κοκκίδου αποδίδει τις λεπτές διαβαθμίσεις συγκίνησης που διαρρηγνύουν την εικόνα της απόλυτα νουνεχούς καλλιτέχνιδος, παρασύροντας το κοινό με το πηγαίο συναίσθημά της. Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου στο πιάνο αναδεικνύεται σε πολύ ουσιαστικό παράγοντα της παράστασης, συνοδεύοντας αθέατος τα περάσματα της κυρίας Κοκκίδου στις επιμέρους σκηνές.
[...] ο Μάνος Καρατζογιάννης προδίδει τη μεγάλη ευαισθησία του και την προσωπική του συναισθηματική εμπλοκή στο θέμα του έργου.
Η σκηνοθεσία είναι διακριτική, ωστόσο στιβαρή: με υπογράμμιση κάποιων πολύ λειτουργικών λεπτομερειών (το τρανζιστοράκι, το γραφειάκι όπου η κυρία Κοκκίδου κάθεται με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό, η ανηρτημένη φωτογραφία της Φλέρυς και τα αναλόγια με τις σκόρπιες παρτιτούρες του Μάνου Χατζιδάκι, ο μικρός καναπές με τα παιδικά παιχνίδια, μια λευκή οθόνη προβολής κι ένα μικρόφωνο προς το οποίο η ηθοποιός κινείται στις στιγμές άμεσης εκμυστήρευσης) ο Μάνος Καρατζογιάννης προδίδει τη μεγάλη ευαισθησία του και την προσωπική του συναισθηματική εμπλοκή στο θέμα του έργου. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στη σκηνή όπου η κυρία Κοκκίδου τραγουδά το «Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω» από τα «Λειτουργικά» του Μάνου Χατζιδάκι, τον δίσκο με συνθέσεις των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου και Μπαγιαντέρα που «έκλεισε» οριστικά το φλερτ του Χατζιδάκι με το ρεμπέτικο.
Η Φλέρυ Νταντωνάκη ακολούθησε συγκεκριμένες διαδρομές σκηνικής καριέρας ξεκινώντας ως ηθοποιός από τις Η.Π.Α. κατά τη δεκαετία του ’60, στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Οι πρώτες εμφανίσεις της ως τραγουδίστριας περιλάμβαναν ισπανικά και βραζιλιάνικα λαϊκά τραγούδια, ενώ η Vanguard (η εταιρεία της Joan Baez) ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Fleury: The isles of Greece», που περιλαμβάνει το «Δε με πονάς» του Καλδάρα, το «Manha de carnaval» του Louis Bonfa και τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τραγούδησε σε off Broadway σκηνές του Μπρούκλιν και του Γκρίνουιτς Βίλατζ, δίνοντας συνεντεύξεις σε εκπομπές και ουσιαστικά φυτοζωώντας. Διασταυρώθηκε, ωστόσο, με εξέχουσες μορφές της μουσικής (Μπαέζ, Μπέρνσταϊν, Ντίλαν, Χέντριξ, Τζόπλιν, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο), αφήνοντας το στίγμα της σε μιαν ολόκληρη γενιά. Έχοντας βιώσει το Woodstock και τον απόηχο της γενιάς των beatniks, ερμήνευσε το «Imagine» και το «Summertime» με μοναδικό τρόπο, ενώ ψηφίστηκε –μαζί με τη Λίζα Μινέλλι– ως καλύτερη νέα τραγουδίστρια της Αμερικής.
Η γνωριμία με τον Χατζιδάκι και ο «Μεγάλος Ερωτικός»
Η γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι (ενώ ερμήνευε Jacques Brel σε μια συναυλία στην Αμερική) στάθηκε αποφασιστικής σημασίας για την προσωπική της εξέλιξη, με αποκορύφωμα την έκδοση του πρώτου παγκοσμίως δίσκου που καλύπτει όλη την ιστορία της ελληνικής γραμματείας σχετικά με τον έρωτα, του «Μεγάλου Ερωτικού»: το «Κέλομαί σε Γογγύλα» της Σαπφούς, το «Ποιος είν’ τρελός από έρωτα», το «Πέρα στο θολό ποτάμι», δίνουν το σκηνικό εφαλτήριο για μια συναισθηματική αναδρομή σε μια τραυματική παιδική ηλικία κακοποίησης άγνωστη στους περισσότερους από εμάς.
Μαζί διένυσαν μια πορεία εξοικείωσης, απομόνωσης και διαρκούς δημιουργίας, μοιράστηκαν την έμπνευση και εντρύφησαν στα μυστικά της μουσικής ερμηνείας «στο σύμπαν της Μνήμης και της Λήθης», ενώ φαίνεται πως σ’αυτήν την ευτυχή περίοδο η Νταντωνάκη κάλυψε μεγάλο μέρος των ανασφαλειών της, ανακαλύπτοντας στο πρόσωπο του Χατζιδάκι τον πνευματικό οδηγό που είχε ανάγκη. Εκείνος, όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με το κείμενο του κύριου Οικονόμου, φαίνεται πως ενοχλήθηκε από την επαγγελματική ρευστότητα της τραγουδίστριάς του στην περίοδο κατά την οποία εκείνη ολίσθαινε, σταδιακά, στα ψυχοτρόπα φάρμακα. Έτσι εξηγείται το ότι ο Χατζιδάκις δεν παρευρέθηκε στην τελευταία θριαμβευτική εμφάνιση που έκανε η Φλέρυ μαζί με τη Δήμητρα Γαλάνη στη Ρωμαϊκή Αγορά, το 1985, μόνο περιορίστηκε στο να στείλει τα συγχαρητήριά του.
«Ας με λένε τρελή που δεν πληρώνομαι, που δεν θέλω να βγάλω λεφτά. Από πού να βγάλω λεφτά; Από τις ώρες της συντριβής μου;».
Η τραγουδίστρια που αγαπήθηκε σε βαθμό λατρείας από το ελληνικό κοινό, υπήρξε πολύ αυστηρή με τον εαυτό της. Επιδιδόμενη σε ένα συνεχές αυτορράπισμα, προσπάθησε να διατηρήσει την ακεραιότητά της και, διακινδυνεύοντας επικίνδυνα την πνευματική της ισορροπία, επιδόθηκε σε πνευματικές αναζητήσεις στο Θιβέτ και «χάθηκε στα μονοπάτια του μυαλού της» όπως δημόσια δηλώσε η ίδια. Η βαθμιαία απόσυρσή της από τα εγκόσμια αποδίδεται από το κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου με ένα ιδιάζον, επιθετικό λεξιλόγιο, πλάθοντας ένα πορτραίτο της Φλέρυς γεμάτο ιδιότυπον αισθησιασμό: «Ας με λένε τρελή που δεν πληρώνομαι, που δεν θέλω να βγάλω λεφτά. Από πού να βγάλω λεφτά; Από τις ώρες της συντριβής μου;». Και πράγματι, το κείμενο ξεκινά από μια συντετριμμένη παραδοχή και καταλήγει πάλι σ’ αυτήν: «Όλα τα τραγούδια που μιλάνε για έρωτα μιλάνε για τρέλα. Δεν υπάρχει τραγούδι που να μην τα ταυτίζει αυτά. Μόνο έτσι τονίζεις το μεγάλο φορτίο του έρωτα που κουβαλάς μέσα σου, τη μεγάλη σου ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Το μόνο που ήθελα κι εγώ. Όχι χυδαία, αλλά αγνή, άδολη αγάπη».
Η Ελένη Κοκκίδου είναι μια κορυφαία ερμηνεύτρια της ελληνικής θεατρικής σκηνής, που υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Μάνου Καρατζογιάννη πραγματοποίησε την άρτια συναισθηματική προσέγγιση αυτού του τεράστιου κεφαλαίου της νεοελληνικής μουσικής σκηνής που μας άφησε τόσο πρόωρα και άδοξα, σαν αερικό που πέρασε στον καλλιτεχνικό ορίζοντα χαράσσοντάς τον οριστικά.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).