Για την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, η οποία παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
Τους «Πέρσες» του Αισχύλου επιλέγει φέτος ο Δημήτρης Καραντζάς, σε μια «ωμή» (όπως την αποκαλεί ο ίδιος) πραγμάτευση του κλασικού έργου σε σημερινούς πολιτικούς όρους, σε συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα και στη δραστική μετάφραση του Παναγιώτη Μουλά. Η παράσταση ξεκινά με μιαν έρημη έκταση και μια κατάσταση ανησυχητικής αναμονής. Η ψυχεδελική μουσική του Γιώργου Πούλιου εισάγει επί σκηνής την Αλεξία Καλτσίκη και σταδιακά εμφανίζεται ο υπόλοιπος Χορός των Περσών, που στη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση σκοπίμως δεν αποτελείται από γέροντες, αλλά από τους ηθοποιούς και από σαράντα κομπάρσους της τοπικής κοινότητας, ντυμένους με κοστούμια διαφορετικών δεκαετιών: παρμένα από τον Εμφύλιο, από τη Μεταπολίτευση και τη δεκαετία του ’70, για παράδειγμα.
Η σχέση της Άτοσσας, του Δαρείου και του Ξέρξη προς τον Χορό της τραγωδίας θέλει να είναι η σχέση που αναπτύσσει ένας λαός με τους πολιτικούς του ηγέτες, γι’ αυτό και η ποικιλία ηλικιών, φύλων και ιδιοτήτων του πλήθους του Καραντζά. Όταν από το βάθος της επιδαύρειας εξοχής εμφανίζεται ο Χρήστος Λούλης ως Άγγελος για να φέρει την είδηση του ολέθρου, οι Πέρσες συνειδητοποιούν την ήττα τους στη Σαλαμίνα και επιδίδονται σε έναν λεκτικό αγώνα επιβίωσης. Ο Αινείας Τσαμάτης μετατρέπει την πνοή του σε θρήνο, που διηθείται από ένα πνευστό όργανο και διασκευάζεται με ηλεκτρονικό τρόπο στην κονσόλα ως εκκωφαντικός συριγμός που συγκλονίζει το κοίλον του θεάτρου: αυτό είναι το πρώτο στάδιο του θρήνου. Επίσης, εντυπωσιακή είναι η παρουσία της Θεοδώρας Τζήμου στην παράσταση.
Ο Αινείας Τσαμάτης μετατρέπει την πνοή του σε θρήνο, που διηθείται από ένα πνευστό όργανο και διασκευάζεται με ηλεκτρονικό τρόπο στην κονσόλα ως εκκωφαντικός συριγμός που συγκλονίζει το κοίλον του θεάτρου.
Η Ρένη Πιττακή με τη χαρακτηριστική της φωνή ενσαρκώνει τη βασίλισσα Άτοσσα, που η Ιωάννα Τσάμη την εμφανίζει με κοστούμι πρόσφατης δεκαετίας ως γυναίκα-επιχειρηματία ή προϊσταμένη πολυεθνικής εταιρείας:
«Αν το παιδί μου νικήσει, θα είναι άντρας θαυμαστός, αν δεν νικήσει, δεν έχει στην πατρίδα λόγο να δώσει. Κι αν σωθεί, θα είναι πάλι βασιλιάς στη χώρα αυτή».
Ο λόγος της εξουσίας παραμένει, στο κείμενο του Αισχύλου, αμετανόητος. Στην προσέγγιση του Καραντζά, προστίθεται μια ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού, ιδιαίτερα στο σημείο όπου η Άτοσσα περιγράφει το προφητικό της όνειρο με τα πουλιά που κατασπαράζονται. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μιαν Άτοσσα που διακρίνεται για την ευσέβειά της, ούτε για μιαν Άτοσσα που είναι δημοφιλής. Κύριο μέλημά της είναι η με κάθε τρόπο συντήρηση της εξουσίας της οικογένειάς της, γι’ αυτό στη νεκρική επίκληση του Δαρείου συνομολογεί με την οπτασία του νεκρού γενάρχη πως η νεότητα είναι που υπαγόρευσε στον Ξέρξη τη λάθος κίνηση να τα βάλει με τους Δαναούς.
«Ο Γιώργος Γάλλος έδωσε την εξαιρετική αίσθηση ότι ο Δαρείος βρίσκεται κάπου εδώ κοντά, σ’ έναν Άδη που αφορά τον καθένα από εμάς». |
Η ανάκληση του Δαρείου από τον Κάτω Κόσμο είναι το πιο άρτιο σημείο της κινησιολογίας που έκανε για την παράσταση ο Τάσος Καραχάλιος, καθώς έβαλε τους ηθοποιούς να ξαπλώνουν πρυμνηδόν σε μιαν επικλινή σκηνή, «ελαφρά ανασηκωμένη» θα έλεγε κανείς ώστε να υποβάλλει την αίσθηση διάνοιξης μιας διόδου προς τον Άδη. Η έκπληξη ήταν όταν ο Δαρείος εμφανίστηκε στο βάθος της σκηνής, πίσω από το θεολογείο, σαν μια θλιμμένη παρουσία συνομιλητή της Άτοσσας, με στραμμένα τα νώτα προς το κοινό. Ο Γιώργος Γάλλος έδωσε την εξαιρετική αίσθηση ότι ο Δαρείος βρίσκεται κάπου εδώ κοντά, σ’ έναν Άδη που αφορά τον καθένα από εμάς. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη υπήρξαν ιδιαίτερα υποβοηθητικοί στο σημείο αυτό.
Και, άμα τη εμφανίσει του Ξέρξη στο κοίλον, ο θεατής δεν αντικρίζει έναν συντετριμμένο, κουρελιασμένο Ξέρξη, αλλά έναν ηγέτη που φέρει την αλαζονεία του αμείωτη, παρά τη συντριπτική του ήττα και παρά τον ατελείωτο κατάλογο των νεκρών που ο κόσμος τού ζητά να μνημονεύσει, και που, εκτός από νεκρολογία και θρήνος, είναι και μαρτυρία της υπονόμευσης της έννοιας της φυλής. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή: ο λαός αυτό δεν το συγχωρεί, γιατί βαθύτατα μέσα του είναι προσκολλημένος στην καταγωγή του και στον τόπο του. Βέβαια, η έπαρση του Ξέρξη συνιστά κριτική του Αισχύλου για τη Δημοκρατία, όταν αυτή υπονομεύεται από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις.
Το Τρίτο Στάσιμο των «Περσών» αντικαθίσταται από στίχους του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Έλιοτ, του Βαβούρη, της Καρέλλη, του Σέλεϊ. Ακούγονται στίχοι της Καρίν Καρακασλί: «Οι εξαντλημένοι του καιρού μας χρειάζονται μια στιγμή να ανασάνουν, μια στιγμή να κοιμηθούν». Η παρέμβαση του Καραντζά αποσκοπεί στο να θέσει το ερώτημα πώς ένας λαός θα είναι πειθήνιος σε έναν ηγέτη του οποίου η αλαζονεία και η κακή κρίση τον έχουν φέρει στο χείλος της καταστροφής.
Η τελική, εξόδια σκηνή είναι μια από τις ωραιότερες, δραματουργικά αρτιότερες και πιο συγκινητικές σκηνές που έχω δει ποτέ σε ανέβασμα Τραγωδίας [... και η οποία] καθιερώνει την τολμηρή προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά και βάζει μπροστά μας με σαφήνεια το κάτοπτρο της αυτοκριτικής.
Ο μηδικός λαός στην εκδοχή του Καραντζά νιώθει προδομένος, όμως δεν έχει την ωριμότητα για να διαχειριστεί ορθολογικά τον όλεθρό του. Η γκάμα των αντιδράσεών του διέρχεται την πίστη στον ηγέτη, την ψευδαίσθηση του μεγαλείου (συνώνυμο του σύγχρονου εθνικισμού), κατόπιν την απογοήτευση, το τεράστιο πένθος, την απότομη προσγείωση, την απελπισία, τον θρήνο, τον πλήρη αποπροσανατολισμό και την απώλεια στόχου, την οργή και, τέλος, την ατραπό του πραγματικού κανιβαλισμού.
Η τελική, εξόδια σκηνή είναι μια από τις ωραιότερες, δραματουργικά αρτιότερες και πιο συγκινητικές σκηνές που έχω δει ποτέ σε ανέβασμα Τραγωδίας: είτε γιατί το κείμενο διακρινόταν για τη νηφαλιότητά του και εδώ επιτεύχθηκε η μεγάλη αντίστιξη, είτε γιατί η συμμετοχή του κοίλου στα δρώμενα ήταν μια απόλυτα επιτυχημένη επιλογή, είτε γιατί η σαρκοβόρος συμπεριφορά του πλήθους δόθηκε πολύ ωραία στο «σούρσιμο» έξω από τη σκηνή με κατεύθυνση προς το δάσος, για οιονδήποτε λόγο και αν συνέβη, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι από μόνη της αυτή η σκηνή καθιερώνει την τολμηρή προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά και βάζει μπροστά μας με σαφήνεια το κάτοπτρο της αυτοκριτικής.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).