Για την παράσταση «Τρεις αδελφές» του Αντόν Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, στο Θέατρο Βεάκη, η οποία παρουσιάζεται απόψε διαδικτυακά με μικρό αντίτιμο (εδώ: https://vimeo.com/ondemand/totheatro)
Του Νίκου Ξένιου
«Ήθελα να πω καθαρά στον κόσμο: Κοιτάξτε τους εαυτούς σας. Δείτε πόσο άσχημα ζείτε
και πόσο βαρετοί είστε. Το σημαντικό είναι οι άνθρωποι να το καταλάβουν. Όταν το
συνειδητοποιήσουν, σίγουρα θα δημιουργήσουν μια νέα και καλύτερη ζωή» Άντον Τσέχωφ
Οι «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ γράφτηκαν στις παραμονές της μεγάλης Επανάστασης της Ρωσίας και περιέχει, εν σπέρματι, τα γνωρίσματα του νέου τύπου ανθρώπου που αυτή επαγγελλόταν. Τη μετάφραση των Αλέξανδρου Ίσαρη και Γιώργου Δεπάστα επιστράτευσε ο Δημήτρης Καραντζάς στη δική του εκδοχή του έργου, που ανέβηκε στο θέατρο Βεάκη. Η ελλειπτικότητα των χαρακτήρων και η ψυχική τραγωδία τους τους οδηγεί στην επανεπίσκεψη του οικείου χώρου του πατρικού τους σπιτιού, αλλά οδηγεί και τον θεατή στην επανεπίσκεψη του οικείου κειμένου του έργου. Μια παράσταση υψηλών αξιώσεων που απαιτεί κοινό με θεατρική πείρα.
Καταμέτωπο αναμέτρηση με τον Τσέχωφ
Ο Βερσίνιν λέει χαρακτηριστικά: «Πώς θα ήταν αν η µία ζωή που έζησα ήταν το προσχέδιο και µια δεύτερη ευκαιρία ήταν το τελικό κείµενο;» και αφήνει το έδαφος ελεύθερο σε εικασίες. Η απάντηση του Τούζενμπαχ αναφέρεται περισσότερο στη στασιμότητα της ανθρώπινης κατάστασης και στον αέναο φόβο του θανάτου, παρά στις επιφανειακές αλλαγές που επιφυλάσσει το μέλλον. Η αισιοδοξία και ο αλτρουϊσμός του Βερσίνιν προσκρούει στην απουσία νοήματος. Επειδή κύρια γνωρίσματα του έργου είναι η στασιμότητα των χαρακτήρων, ο συμβιβασμός, η παραχώρηση και η επανάπαυσή τους στην πεπατημένη, ο σκηνοθέτης επιστρατεύει ένα τοπίο εκτός χρόνου κι ένα μηχανισμό ανεπίλυτης αδράνειας, έως ότου καταφέρει να αποδώσει θραύσματα χρονικότητας στο κείμενο: ένας υπαινιγμός για τη δική μας διστακτική, συντηρητική στάση, αυτήν που καθιστά ουτοπική κάθε απόπειρα περάσματος σε μια νέα εποχή.
Οι τρεις αδελφές επισκέπτονται ξανά εκείνη τη (φαινομενολογικά ειδωμένη) εποχή, με την ηλικία όμως που έχουν σήμερα, εγκλωβισμένες σε μια συνεχή παροντικότητα, ενώ ο πραγματικός χρόνος συνεχίζει να κυλά και να υποδεικνύεται από έναν μετρονόμο.
Οι τρεις αδελφές επισκέπτονται ξανά εκείνη τη (φαινομενολογικά ειδωμένη) εποχή, με την ηλικία όμως που έχουν σήμερα, εγκλωβισμένες σε μια συνεχή παροντικότητα, ενώ ο πραγματικός χρόνος συνεχίζει να κυλά και να υποδεικνύεται από έναν μετρονόμο. Αυτή η σκηνοθετική αντίληψη παρακολουθεί τον Τσέχωφ, ανατρέποντας την καθιδρυμένη παράδοση των λογικά παρατασσόμενων επεισοδίων και προσεγγίζοντας τα δρώμενα ως φωτογραφημένα στιγμιότυπα. Στον άδειο χώρο της σκηνής τα σώματα των τριών αδελφών ξεκινούν σαν ριζωμένα επιτύμβια ανάγλυφα, για να αρχίσουν σταδιακά να κινούνται προς την εποχή όπου εκτυλίσσονται όσα περιέχει το αρχικό κείμενο του Τσέχωφ. Γεμίζοντας τον χώρο με αντικείμενα, σπαράγματα διαλόγων και μνήμες, οι ηθοποιοί τον μετατρέπουν σε χώρο ασφυκτικά γεμάτο, έναν «κλωβό» θεάτρου όπου αυτοφυλακίζονται. Ο ακροβολισμός τους στο μετωπικό επίπεδο μιας σκηνής που λειτουργεί ως παγίδα, οι ακροβασίες τους και η προσπάθειά τους να διαγκωνισθούν, να σκαρφαλώσουν και να περάσουν μέσα από τον εσμό επίπλων και αντικειμένων που μόνοι τους συσσωρεύουν στο σπίτι, παράγει την αίσθηση αδιεξόδου που επιδιώκει η ματιά του Καραντζά.
Στο σπίτι των αδελφών Προζόροφ
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, στον ρόλο της ρομαντικής Μάσα Σεργκέγιεβνα, με έντονη την αίσθηση της ισοπέδωσης από την καθημερινότητα και με ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης, θέλει να διαφύγει στη Μόσχα αδιαφορώντας για την πώληση του σπιτιού της μουντής επαρχιακής τους κωμόπολης. Ο Τσέχωφ καταστρέφει με άσπλαχνο τρόπο όλες τις ψευδαισθήσεις: η Μάσα θα παραμείνει αβοήθητη στην ατελέσφορη αναζήτηση νοήματος, χωρίς τον έρωτα του Βερσίνιν, ενώ η ζωή της περνά κινηματογραφικά από δίπλα της:
«Ω, ακούστε αυτήν τη μoυσική! Όλοι φεύγουν από κοντά μας. Ένας έφυγε κιόλας, έφυγε για πάντα. Θα μείνουμε μόνες να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας... Πρέπει να ζήσουμε! Πρέπει να ζήσουμε!»
Ο Τσέχωφ καταστρέφει με άσπλαχνο τρόπο όλες τις ψευδαισθήσεις: η Μάσα θα παραμείνει αβοήθητη στην ατελέσφορη αναζήτηση νοήματος, χωρίς τον έρωτα του Βερσίνιν, ενώ η ζωή της περνά κινηματογραφικά από δίπλα της.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον ρόλο της Όλγα Σεργκέγιεβνα που, ενώ είναι μόλις 28 ετών, έχει γεράσει και είναι κουρασμένη, σχολαστική και σνομπ. Θα παρηγορήσει τις αδελφές της για το μέλλον κρατώντας ανέγγιχτη την πίστη της:
«Η μoυσική παίζει χαρούμενα, δίνει τόσο θάρρος, και νιώθει κανείς πως θέλει να ζήσει! Θεέ μου! Θα 'ρθει ο καιρός που θα φύγουμε κι εμείς για πάντα. Και θα μας ξεχάσουν. Όμως τα βάσανά μας θα γίνουν χαρά για κείνους που θα 'ρθουν ύστερ' από μας. Η ειρήνη και η ευτυχία θα βασιλέψουν στον κόσμο, και οι άνθρωποι θα θυμούνται με καλοσύνη και θα ευλογούν όλους εμάς που ζήσαμε πριν απ' αυτούς. Ω, αγαπημένες μου αδελφές, η ζωή μας δεν τέλειωσε ακόμη. Θα ζήσoυμε! Η μoυσική παίζει τόσο εύθυμα, τόσο χαρούμενα και φαίνεται πως λίγο μένει ακόμα και θα ξέρουμε γιατί ζoύμε, γιατί υποφέρουμε... Ώ, αν ξέραμε μονάχα, αν ξέραμε μονάχα!»
Η Αθηνά Μαξίμου, στον ρόλο της αυθόρμητης, παρορμητικής Ιρένα Σεργκέγιεβνα, αντιμετωπίζει τα πάντα με πεσσιμισμό και απορρίπτει τον Τούζενμπαχ:
«Τώρα είναι φθινόπωρο, γρήγoρα θα 'ρθει ο χειμώνας να τα σκεπάσει όλα με χιόνι».
Η Σύρμω Κεκέ στον ρόλο της κοινωνικά ανερχόμενης Ναταλία Ιβάνοβνα (Νατάσα) εκστομίζει γαλλικές φράσεις και δημιουργεί έναν ισχυρό θεατρικό χαρακτήρα με καυστικό χιούμορ. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ως Αντρέι Σεργκέγιεβιτς δίνει μια προσωπική, σαρκαστική απόχρωση στον ρόλο του γυναικομεγαλωμένου αδελφού. Το καστ συμπληρώνεται έξοχα από τον Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του Ιβάν Ρομάνοβιτς Τσεμπουτίκιν, τον Αιμίλιο Χειλάκη στον ρόλο του Βερσίνιν, τον Γιάννη Κλίνη στον ρόλο του Κουλίγκιν, τον Αινεία Τσαμάτη στον ρόλο του Σολιόνι, την Υβόννη Μαλτέζου στον ρόλο της Παραμάνας Ανφίσα, την Ευδοξία Ανδρουλιδάκη στον ρόλο του γερο-φύλακα Φεραπόντ, τον Ορφέα Αυγουστίδη στον ρόλο του Λβόβιτς και τον Νίκο Μάνεση στον ρόλο του Φεντότικ.
Επίσκεψη σ’ ένα τοπίο μνήμης: «Αν ξέραμε μονάχα...»
Ο Βερσίνιν λέει:
«Θα ζούσαμε σε σπίτια σαν κι αυτά, με λουλούδια και με πολύ φως».
Aυτήν την πιθανολογική εξεικόνιση αντικατοπτρίζει η εικαστική σύλληψη της Μαρίας Πανουργιά: το σκηνικό περιλαμβάνει, σε πρώτη φάση, όσα κουβαλούν οι ηρωίδες από το παρελθόν τους και όσα κομίζουν ως μνήμες, υλοποιημένες σε σκηνικά αντικείμενα. Οι λέξεις, τα θέματα και τα κίνητρα δεν στέκουν από μόνα τους, αλλά εκρήγνυνται στο πλαίσιο της δραματουργίας, με αρωγό δραματουργικές φόρμες όπως τις συνομιλίες μεταξύ δυο ή τριών ανθρώπων, τις σκηνές ομαδικής συζήτησης, τους μονολόγους ύφους και τις ταχείες στιχομυθίες.
Το στενόμακρο σκηνικό, αρχικά άδειο, βαθμηδόν μετατρέπεται στο άλλοτε σαλόνι του σπιτιού και οι κινήσεις και εκδηλώσεις κοινωνικότητας των προσώπων εναρμονίζονται με αυτό το μεγαλοαστικό περιβάλλον, περιοριζόμενα στη μετωπική παράθεση μιας πραγματικότητας κάπως ρευστής.
Η συνεκτικότητα του σκηνικού κειμένου που έγραψε ο Δημήτρης Καραντζάς δυναμιτίζεται από παρεκβάσεις: η παράθεση χαμηλόφωνων διαλόγων, σχεδόν ψιθυριστών, σε υπερυψωμένες εισδοχές του τοίχου που λειτουργούν ως χώροι εκφώνησης εσωτερικών μονολόγων, διακόπτει τη μετωπικότητα με τις στεντόρειες φωνές. Οι μορφές, σαν επιτύμβια ανάγλυφα, επιδίδονται σε παρενθέσεις λόγου, μέσα σε κόγχες / αναγεννησιακά studiolo όπου φωλιάζουν μυστικές συνεννοήσεις και ψίθυροι μεγεθυμμένοι από το μικρόφωνο, μετατρέποντας το σκηνικό σε ένα χώρο αναζήτησης της απολεσθείσας μνήμης.
Ταμπλό βιβάν με συσσωρευμένα αντικείμενα-υπολείμματα κάποιας νατουραλιστικής τσεχωφικής παράστασης, χρώματα προσεκτικά επιλεγμένα, όλα σε μια νέα, εσκεμμένα μεγαλορρήμονα εικαστική σύνθεση. Το στενόμακρο σκηνικό, αρχικά άδειο, βαθμηδόν μετατρέπεται στο άλλοτε σαλόνι του σπιτιού και οι κινήσεις και εκδηλώσεις κοινωνικότητας των προσώπων εναρμονίζονται με αυτό το μεγαλοαστικό περιβάλλον, περιοριζόμενα στη μετωπική παράθεση μιας πραγματικότητας κάπως ρευστής. Τη μελετημένη κολορίστικη αντίληψη υπηρετούν τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Η υποβλητική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, μονόχορδη στο τραγούδι του Τσεμπουτίκιν, μαζί με την κινησιολογική διδασκαλία του Χρήστου Παπαδόπουλου, τον ήχο ενός μετρονόμου και τους εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, υποβάλλουν μιαν υπνωτιστική μελαγχολία και μιαν εφιαλτική σαγήνη.
Οι ρόλοι ως ικριώματα χαρακτήρων
Όταν, στο δεύτερο μέρος, ανοίγει η αυλαία της μνήμης με την κατάρριψη των πάνελ, το τοπίο που διανοίγεται ως ορίζοντας είναι υπογάλαζο: εκεί πέφτει χιόνι κι έπειτα αποκαΐδια στάχτης, τα παιδικά φουστανάκια είναι μισοφορεμένα και μετατρέπονται σε φορέματα ελπιδοφόρα ενήλικων γυναικών που στόχο έχουν τη μοναδική –αν και ουτοπική και μη επιτελεσμένη– «έξοδό» τους στην ποθητή χρονικότητα. Οι καρέκλες, τα ποτήρια και τα δωμάτια, ο φακός με τον οποίον η Νατάσα ανιχνεύει τα σκοτεινά δωμάτια, όλα εκφαίνονται ως συστατικά μέρη της ανθρώπινης ψυχής, που επιδίδεται σε μιαν ακατάσχετη αδολεσχία. Η Μόσχα από ίνδαλμα, πόθος, διέξοδος και locus idealis μετατρέπεται σε σημείο απομεμακρυσμένο του χρόνου και σε παράγοντα υποκειμενικής του αντίληψης: έτσι το κείμενο, με μιαν εύθραυστη απροσδιοριστία, ανακλά στον εαυτό του.
Η Μόσχα από ίνδαλμα, πόθος, διέξοδος και locus idealis μετατρέπεται σε σημείο απομεμακρυσμένο του χρόνου και σε παράγοντα υποκειμενικής του αντίληψης: έτσι το κείμενο, με μιαν εύθραυστη απροσδιοριστία, ανακλά στον εαυτό του.
Στη σκηνοθεσία του Καραντζά οι εποχές παρελαύνουν και καταργούν, με τρόπο αυτοαναφορικό, το ψυχικό τοπίο της ωριμότητας που εισηγείται η ηλικία των τριών ηρωίδων: μνήμες, εμπειρίες, απωθημένα πάθη, καταστάλαγμα της πείρας, αλλά και κούραση και νοσταλγία, όλο αυτό το επαχθές εξωκειμενικό σώμα επιθυμίας έρχεται να προστεθεί στην κούραση και την αποτελμάτωση που αποτυπώνει ο μεγάλος συγγραφέας. Δεν πρόκειται για μια βεβιασμένη συγ-χρονικότητα, αλλά για μια προσποίηση του χρόνου, έναν πεποιημένο άχρονο παράγοντα που, περιέργως, αντί να επιβαρύνει με ψυχικό άχθος τις Τρεις Αδελφές, τις απογυμνώνει από τα δευτερεύοντα κατηγορήματα των «χαρακτήρων» τους, τις λυτρώνει από το φορτίο των λεγομένων τους και το ανέφικτο των βλέψεών τους. Η ταυτότητά τους αφαιρείται σαν μάσκα ή σαν κούκλα «ματριόσκα» και, γεμίζοντας με ξεσκλίδια φράσεων το άφθονο υλικό των πιθανών εξεικονίσεων του ψυχισμού τους, αφήνει να αιωρούνται εκεί ψηλά κάποια μεγαλειώδη ικριώματα προσωπικοτήτων.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).