
Οι συγγραφείς Julia Schoch και Mathieu Larnaudie φιλοξενήθηκαν στην Αθήνα, στο πλαίσιο του προγράμματος Allons Enfants!, και έγραψαν για ό,τι τους έκανε εντύπωση στην επαφή τους με την πόλη και του Αθηναΐους.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ήταν Μάιος του 2018 όταν η Ελίνα Μακρή και ο Χρήστος Χρυσόπουλος συντόνισαν, στο στο Trii Art Hub, μια ανάγνωση και συζήτηση με συγγραφείς από την Ελλάδα, τη Γαλλία και τη Γερμανία με τίτλο «Προοπτικές για την Ευρώπη: Τι μας κάνει Eυρωπαίους;» Στη συζήτηση πήραν μέρος οι: Mathieu Larnaudie, Χρήστος Οικονόμου, Τζούλια Σοχ, Δανάη Σιώζιου και Γιάννης Σκαραγκάς. Η εκδήλωση ήταν μέρος του πρόγραμμα Allons Enfants! του Literarisches Colloquium Berlin, με την ευγενική υποστήριξη του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, και την επιμέλεια και οργάνωση της Katja Ehrhardt, AthenSYN, του Thorsten Doenges, Literarisches Colloquium Berlin.
Οι συγγραφείς από τη Γερμανία και τη Γαλλία είχαν για λίγες μέρες την ευκαιρία να συμμετέχουν στην ζωή της Αθήνας, γνωρίστηκαν με πρόσωπα από τη λογοτεχνική σκηνή και την τέχνη, περιηγήθηκαν σε σημεία της πόλης που συνδέονται με την λογοτεχνία και την πολιτιστική φυσιογνωμία της. Επιστρέφοντας έγραψαν για τις μέρες στην Αθήνα.
Julia Schoch
«Σε μία χώρα με πολλούς θεούς αισθάνεται κανείς αμέσως πολύ οκεία. Σε μία τέτοια χώρα σκέφτεται τουλάχιστον κάποιος από μας, ότι εδώ τα πράγματα δεν λειτουργούν με κανόνες και κυρώσεις. Μάλλον πηγαίνουν με το ποια μέρα, ποια γιορτή και προς τιμήν ποιανού γίνεται».
«Σε μία χώρα με πολλούς θεούς αισθάνεται κανείς αμέσως πολύ οκεία. Σε μία τέτοια χώρα σκέφτεται τουλάχιστον κάποιος από μας, ότι εδώ τα πράγματα δεν λειτουργούν με κανόνες και κυρώσεις. Μάλλον πηγαίνουν με το ποια μέρα, ποια γιορτή και προς τιμήν ποιανού γίνεται. Με κάποιον τρόπο νιώθει κανείς σχεδόν πιο κοντά του την αρχαία Ελλάδα παρά τη σημερινή».
«Περιμένοντας ανάμεσα στο πλήθος μπροστά στην Ακρόπολη ερχόμαστε στο θέμα της αγοραφοβίας. Ο ένας γνωρίζει τη λέξη αποκλειστικά ως τη φοβία της συγκέντρωσης μεγάλου πλήθους ανθρώπων, ο άλλος επίσης ως το φόβο της υπέρβασης ή της διάβασης μιας εξαιρετικά μεγάλου χώρου ή περιοχών, όπου δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος, όπως πχ. το σύμπαν. Τι χαρά που μπορούμε κι οι δύο μας να χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για να περιγράψουμε το φόβο μας, που όμως ο καθένας είναι το αντίθετο του φόβου του άλλου».
«Τρία πράγματα μαθαίνουμε, έχουν φτερά στην Ελλάδα: η Νίκη, ο Ύπνος και ο Έρωτας. Το ακούμε γελώντας, σαν να μας είχε αποκαλυφθεί το μυστικό του κόσμου. Φυσικά, καμία αμφιβολία! Τελικά το συνειδητοποιούμε ξεκάθαρα. Οι σημαντικές πληροφορίες, που μας έλειπαν τόσο καιρό έρχονται τυχαία. Πραγματικά θα μπορούσαμε τώρα να φύγουμε, τα ξέρουμε ΟΛΑ!»
«Οι στιβαροί κίονες του κεντρικού οικοδομήματος πάνω στην Ακρόπολη είναι όλοι λοξοί και παραμορφωμένοι. Στο κάτω μέρος είναι λεπτότεροι από ό,τι στο μέση, πριν λεπτύνουν πάλι στο επάνω μέρος. Δεν διακρίνεται όμως. Αυτό που βλέπει είναι ατελείωτους ομοιόμορφους κίονες, που σαν πελώριοι πάσσαλοι ενός φράχτη ή σύρματα ενός κλουβιού σχηματίζουν το γιγαντιαίο ανάκτορο. Πρόκειται για αρχιτεκτονικό τέχνασμα. Οι αρχιτέκτονες γνώριζαν την αδράνεια του ανθρώπινου ματιού, τον ελλιπή μας εξοπλισμό. Επομένως, γνώριζαν επίσης τον βασικότερο κανόνα στη ζωή ενός καλλιτέχνη: πρέπει να το κάνεις ατελές για να φαίνεται τέλειο»
Mathieu Larnaudie
«Όταν κάποιος έχει τον Παρθενώνα απέναντί του, αρχίζει αμέσως ένα είδος σχεδόν συνειδητής αντιληπτικής άσκησης, προσπαθεί κανείς να ξεχάσει όλα όσα γνωρίζει, όλα όσα έχει δει και όλες τις προσπάθειες να κατανοήσει το οικοδόμημα ακριβώς όπως είναι».
«Σηκώνεις το βλέμμα και λες: Εδώ είναι, αυτό είναι λοιπόν. Υπάρχουν τόποι και μνημεία σε αυτό τον κόσμο που έχουμε δει τόσες εικόνες τους, ώστε ανήκουν ήδη στο πνευματικό μας ρεπερτόριο. Αυτά είναι σημεία αναφοράς, σύμβολα, η εικόνα τους έχει χαραχτεί μέσα μας, τα γνωρίζουμε τόσο καλά που σχεδόν κανένας δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξή τους. Έχουμε δώσει όρκο να ταξιδεύουψε εκεί πριν πεθάνουμε, έχουμε δώσει όρκο να τα δούμε με τα μάτια μας, να σχηματίσουμε μία εικόνα τους χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας άλλης εικόνας. Όταν κάποιος έχει τον Παρθενώνα απέναντί του, αρχίζει αμέσως ένα είδος σχεδόν συνειδητής αντιληπτικής άσκησης, προσπαθεί κανείς να ξεχάσει όλα όσα γνωρίζει, όλα όσα έχει δει και όλες τις προσπάθειες να κατανοήσει το οικοδόμημα ακριβώς όπως είναι».
«Πιθανόν ως Ευρωπαίοι αισθανόμαστε ένοχοι, αισθανόμαστε υπεύθυνοι για τη θέση που βρίσκεται η Ελλάδα. Είναι παράξενο όταν κάποιος ξαφνικά έχει το αίσθημα πως πρέπει εξαρχής να εξηγήσει ότι είναι ακούσιος εκπρόσωπος μιας πολιτικής την οποία ωστόσο απορρίπτουμε απολύτως. Η φτώχεια, η δεινή κατάσταση του δημόσιου τομέα είναι οι συνέπειες των ευρωπαϊκών μέτρων λιτότητας για την αντιμετώπιση του ελληνικού δημόσιου χρέους, το γνωρίζουμε και είμαστε απολύτως αντίθετοι. Πώς μπορεί να απαλλαγεί κανείς από αυτό το δυσάρεστο αίσθημα ενοχής;»
«Τουλάχιστον ένας από μας αναρωτιέται τι σκέφτονται άραγε οι Έλληνες που κυκλοφορούν κάθε μέρα στους δρόμους της πόλης τους έξω από τα τουριστικά κέντρα για τα αρχαία ερείπια που δεσπόζουν πάνω από την πόλη. [...] Τα προσπερνάνε, τα διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι όλες αυτές οι πέτρες δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή τους, σαν να είναι απλώς οι ογκόλιθοι μιας πολιτισμικής κληρονομιάς χωρίς καμία αντανάκλαση πια στο παρόν, ή το πολύ εξυπηρετούν διαφημιστικούς σκοπούς και δεν είναι τίποτα παραπάνω από την πρώτη ύλη μιας δραστηριότητας προσπορισμού οικονομικών πόρων; ‘Εχουν βαρεθεί να ζουν σε μία πόλη που κυριολεκτικά πνίγεται στα ερείπια και είναι υποταγμένη σε ένα ένδοξο παρελθόν στο οποίο εξυπηρετεί μόνο ως κοσμηματοθήκη; Ή μήπως επίσης αισθάνονται ότι διαπερνά τη σκέψη τους η ανάμνηση και η τέχνη η οποία ξεκίνησε από εδώ; Ακούνε τον ήχο της ιδιαίτερης φωνής, τον απόηχο των παλαιών φωνών που ακόμα αντηχούν;»
Μτφρ. Άννα Μαρκουλιδάκι.
→ Ολόκληρα τα κείμενα των δύο συγγραφέων εδώ: http://allonsenfants.eu/eu/cities/athen-eu/