Πέθανε ο ποιητής και πεζογράφος από την Καβάλα, Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (1935-2024). Ακολουθεί ανακοίνωση της Εταιρείας Συγγραφέων για το ιδρυτικό μέλος της.
Επιμέλεια: Book Press
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα. / Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή. / Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει. / Ελεύθερος φεύγω.
Το Σπίτι (από τη συλλογή Συνοπτική Διαδικασία, 1980)
Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε την απώλεια του ποιητή, πεζογράφου και ιδρυτικού μέλους της Εταιρείας μας Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου. Ο Μάρκογλου είχε γεννηθεί το 1935 στην Καβάλα. Από το 1971 ζούσε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 με την ποιητική συλλογή Έγκλειστοι. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998, για το βιβλίο του Σπαράγματα και το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του Διέφυγε το μοιραίον. Τελευταίο του βιβλίο η ποιητική συλλογή Ριζώματα (2021).
Στους οικείους του εκφράζουμε τα πιο ειλικρινή μας συλλυπητήρια.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, «η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου στις 12 το μεσημέρι στον Ιερό Ναό της Μεταμόρφωσης Καλαμαριάς. Παρακαλούμε όσους επιθυμούν να τιμήσουν τη μνήμη του να παρευρεθούν. Αντί στεφάνων η οικογένεια επιθυμεί τυχόν χρήματα να δοθούν στο Σωματείο για τη Φροντίδα Ατόμων με Νευρομυϊκές παθήσεις MDA Hellas. Οι διαθέσιμοι λογαριασμοί είναι οι παρακάτω : Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Δικαιούχος: MDA ΕΛΛΑΣ Αρ. Λογ/σμού 080/480987-46 IBAN GR10 0110 0800 0000 0804 8098 746 Alpha Bank Δικαιούχος: MDA ΕΛΛΑΣ Αρ. Λογ/σμού 121 00 2002 025620 IBAN GR690140 1210 1210 0200 2025 620 , με την αιτιολογία Πρόδρομος Μάρκογλου».
Ο Αλέξης Ζήρας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας μας και π. Πρόεδρος του Δ.Σ., γράφει:
Αναστοχαστικές σημειώσεις για τον εκλειπόντα φίλο Πρόδρομο Μάρκογλου
`Όλο το σώμα του ποιητικού εγχειρήματος του Μάρκογλου, όλη η διαδρομή του, προέρχονται από ένα βίωμα απώλειας και επιστρέφουν σ΄ ένα ομοούσιο συναισθηματικό και γνωσιακό κέντρο, κυριαρχημένο από μια μόνιμη, απελπισμένη αναζήτηση. Την αναζήτηση και την ενδεχόμενη ανάκτηση, μέσω της ποίησης, του κατεστραμμένου άλλοτε αυθεντικού, της μακρινής αλλοτινής αθωότητας. Πριν όμως φτάσουμε εκεί ας δούμε την ποίησή του ως καταληκτικό σημείο μιας επίπονης ποιητικής διαδικασίας, αναπτυγμένης με τη μορφή διαδοχικών παραλλαγών ή με τη μορφή επάλληλων ομόκεντρων κύκλων. Η ποίηση του Μάρκογλου είναι από τις λίγες μεταξύ εκείνων που εμφανίστηκαν στην μετεμφυλιακή περίοδο, διατηρώντας στα επόμενα χρόνια αμείωτο τον αρχικό κοινωνικό τους προσανατολισμό. «Ποίηση της κοινωνικής οδύνης», την χαρακτήρισε το 1973 ο αδελφικά οικείος στον Μάρκογλου, συνομήλικός του ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) στο μελέτημά του «`Ενας αυθεντικός ποιητής της κοινωνικής οδύνης», και είναι γεγονός ότι όσοι μεταγενέστερα ασχοληθήκαμε κριτικά με τα κείμενά του, έχουμε συμφωνήσει μ΄ αυτό τον ορισμό. Είναι ένας ορισμός περισσότερο σχετικός με την ηθική, πολιτική στάση που δεν έπαψε να στηρίζει τον μελαγχολικό λυρισμό του, στάση την οποία κράτησε και εξακολουθεί να τη διατηρεί σταθερή απέναντι στα πρόσωπα και στα προσωπεία όλων των εποχών που διαδέχτηκαν εκείνη την αρχική, τη μετεμφυλιακή. Πράγμα που έμμεσα μάς δείχνει ότι η ανταπόκριση της συνείδησης και η ανάπτυξη της τέχνης του ποιητή δεν άλλαξαν ουσιαστικά στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αλλά και ότι στο νου και στο βλέμμα του οι εποχές που ακολούθησαν την μετεμφυλιακή είναι από μια άποψη γεννήματα ή παρακολουθήματά της! Γι’ αυτό και η εξακολουθητική ανάξεση του συλλογικού τραύματος, σε ποιήματα όσο και σε πεζά του.
Σε ένα από τα πολύ χαρακτηριστικά ποιήματα των Εγκλείστων, της πρώτης του συλλογής, το «Ναρκοπέδιο», επιλέγει το υποθετικό πρόσωπο ενός ναρκοσυλλέκτη, ο οποίος ματαίως έχει αναλάβει να απαλλάξει μια ολόκληρη πόλη-ναρκοπέδιο από τον κίνδυνο του απρόσκλητου θανάτου
Απολύτως σχετική με αυτά είναι η θέση του ποιητή απέναντι στην μορφή που έλαβε η πόλη του μεταπολέμου. Είναι αρνητική, διότι του είναι ξένη και απωθητική η οργάνωσή της, η συστημική και θεσμική της παρουσία. Η μεταπολεμική ελληνική πόλη, ως γέννημα της εκτροχιασμένης εκβιομηχάνισης, καταστρέφει την αθωότητα, τον έρωτα και το ωραίο στις ρίζες τους. Γι΄ αυτό και η ανάκληση του γενέθλιου τόπου δεν είναι εδώ σε γενικές γραμμές ιαματική, αλλά σκοτεινή, νοσηρή. Σε ένα από τα πολύ χαρακτηριστικά ποιήματα των Εγκλείστων, της πρώτης του συλλογής, το «Ναρκοπέδιο», επιλέγει το υποθετικό πρόσωπο ενός ναρκοσυλλέκτη, ο οποίος ματαίως έχει αναλάβει να απαλλάξει μια ολόκληρη πόλη-ναρκοπέδιο από τον κίνδυνο του απρόσκλητου θανάτου. Ματαίως, αφ΄ ενός διότι η πόλη στον μεταπόλεμο είναι για τον Μάρκογλου ένα ναρκοπέδιο, και αφ΄ετέρου διότι ό,τι και να γίνει, όσο κι αν προσπαθήσει ο ναρκοσυλλέκτης, σε κάποια στιγμή που σηκώνει το βλέμμα από το γύρω του εφιαλτικό τοπίο, γυρεύοντας την ομορφιά, θα βρει την ευκαιρία το απάνθρωπο και θα τον καταστρέψει: «Τότε ανακαλύπτεις τη νάρκη,/όχι έξω, μέσα στην ύπαρξή σου,/ αδιαχώριστη/ και τέλος/ μα πως το αγνοούσες τόσα χρόνια/σε αφανίζει».
Η στόχευση στο ποίημα αυτό της πόλης ως συμβόλου καταστολής, καθήλωσης ή προσομοίωσης μ΄έναν τόπο αφιλόξενο και γεμάτο κινδύνους, σε αντίθεση με την αποθέωσή της από την παράδοση του μεσοπολεμικού μοντερνισμού, παράδοση που έβλεπε στο αστικό τοπίο τη μήτρα νέων κοινωνικών κατακτήσεων, είναι τυπικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο η ελλαδική κοινωνιστική ποίηση, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια, είδε τον εξωαστικό χώρο ως αυθεντικότερο του αστικού. Η ζωή στις μικρές εξωαστικές κοινότητες προβάλλεται ως αναφορά σ΄ένα πεδίο μεγαλύτερης ελευθερίας, αντίθετα προς την πόλη όπου οι σχέσεις των ανθρώπων, κοινωνικές, ακόμα και ερωτικές, εμφανίζονται ναρκοθετημένες και επίπλαστες. Η ομορφιά από μόνη της, αν δεν είναι συνάλληλη μιας ευρύτερης στάσης ζωής, μοιάζει να μην είναι απελευθερωτική. Έτσι και, « Ο έρωτας δεν είναι σχήμα στον τοίχο/ αίμα είναι που απλώνει στις γάζες».
[11 Σεπτ.2024] ΑΛΕΞΗΣ Σ. ΖΗΡΑΣ