
Η Σώτη Τριανταφύλλου κάνει σκέψεις για την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι διαβάζοντας παράλληλα το βιβλίο του Robert Harris στο οποίο βασίζεται.
«Αν η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν κοντύτερη, το πρόσωπο της γης θα είχε αλλάξει...», γράφει ο Μπλαίζ Πασκάλ εμπνέοντας ένα ολόκληρο λογοτεχνικό είδος που βασίζεται στην εναλλακτική ιστορία, στη μικροϊστορία, στην histoire contrefactuelle. Με τη σειρά της, η τελευταία βασίζεται στην ιδέα ότι τα άτομα και όχι
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται ή όλα είναι ακριβώς όπως φαίνονται
Το σκηνικό είναι ένα νησί στον Ατλαντικό: το Martha's Vineyard μοιάζει με το Ζυλτ της Γερμανίας επειδή είναι το Ζυλτ της Γερμανίας – ο Πολάνσκι έκανε τα γυρίσματα στη Βόρεια Θάλασσα· το ότι στις ΗΠΑ είναι persona non grata κατέληξε πλεονέκτημα για μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα όπου συμβαίνουν παράξενα δυστυχήματα, ακούγονται μισόλογα (ο 94χρονος Eli Wallach εμφανίζεται σαν την Πυθία) και αποκρύπτονται επικίνδυνα μυστικά. Ο Πολάνσκι κινηματογραφεί με φετιχιστικό ενθουσιασμό την έπαυλη του Adam Lang (ο Pierce Brosnan παραείναι εμπορικός σταρ για έναν τέτοιο ρόλο) στην έρημη παραλία που μοιάζει με μεταφορά για την πολιτική του απομόνωση. Ολόκληρη η ταινία μοιάζει «μεταφορική»: η ομίχλη και η καταρρακτώδης βροχή του εξωτερικού χώρου διαδέχονται την ευταξία και την ηλεκτρονική επιτήρηση του τευτονικού εσωτερικού (ο οποίος προκαλεί στον θεατή ένα είδος άνετης κλειστοφοβίας)· η απειλή της τραγωδίας εκφράζεται κάθε τόσο με ψήγματα χιούμορ, με την έμμονη/παρανοϊκή ιδέα του «ξένου» και της επικράτησης του Κακού, της «υπερδιάχυσης», της banalité του. Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μηχανορραφίες της CIA, πολιτικές δολοφονίες, συνωμοσίες... Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται ή όλα είναι ακριβώς όπως φαίνονται: η εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου στο πορθμείο, κάτω από τον γκρίζο ουρανό... Τι συνέβη άραγε στον οδηγό;
H φωτογραφία του Pawel Edelman –που συνεργάστηκε με τον Αντρέι Βάιντα στο «Κatyń» και με τον Πολάνσκι στον «Πιανίστα»– δημιουργεί περισσότερο κλίμα μελαγχολίας και μοναξιάς παρά σασπένς· ο θεατής, μιας και παρακολουθεί στην οθόνη τη διασκευή ενός roman à clef «ξέρει» τι θα συμβεί, ή τι θα μπορούσε να συμβεί – αν η Κλεοπάτρα είχε κοντύτερη μύτη. Ο στόχος δεν είναι ένα πολιτικό θρίλερ σαν εκείνα της δεκαετίας του '70 (λ.χ. «Υπόθεση Πάραλλαξ», «Tρεις μέρες του Κόνδορος», όπου, από μόνο του το μοντάζ δημιουργούσε αίσθημα αγωνίας), αλλά ένα ειρωνικό, υπαρξιακό δράμα όπου όλοι είναι λίγο ή πολύ ένοχοι και όπου όλοι έχουν τα δίκια τους. Ο θεατής δεν εκπλήσσεται: μεταξύ άλλων ξέρει ότι τα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας συντίθενται από στρώματα καιροσκοπίας, ψεύδους, διαφθοράς και υπολογιστικής σεξουαλικότητας. Παρ' όλ' αυτά, εκτός από κινηματογραφικό παιχνίδι, εκτός από «τούρτα» στην παράδοση του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η ταινία θίγει δυο-τρία ζητήματα που απασχολούν τον σκηνοθέτη: τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο (και το πώς «παρασύρουν» άλλες κυβερνήσεις), τη δημοκρατική ευθύνη του «απλού» πολίτη· στην περίπτωση αυτή του άσημου και αφανούς επαγγελματία συγγραφέα. Τι οφείλει να κάνει, και τι μπορεί να κάνει, ο πολίτης μπροστά στον λαβύρινθο της εξουσίας; Ο Πολάνσκι έχει κάθε λόγο να επιτίθεται στις αμερικανικές αρχές: εκτός από τις γενικές αιτίες, έχει μια σειρά από προσωπικές. Ενώ ο Harris επιτίθεται στην αμερικανική ηγεμονία διαμαρτυρόμενος ότι η Βρετανία χάνει την πρωτοβουλία της, ο Πολάνσκι εικονογραφεί ένα ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό τοπίο: ο κόσμος είναι ψυχρός, ομιχλώδης· μια έρημος αισθημάτων· γελάς, γνωρίζεις τη φιλία και χαίρεσαι τον έρωτα κλέβοντας σύντομες στιγμές· ακόμα και στις πιο στοιχειώδεις πράξεις καραδοκούν επαίσχυντα κίνητρα. Αν είσαι φάντασμα όπως ο ghost writer ίσως γλιτώσεις τον πυροβολισμό και τον θάνατο.
Σώτη Τριανταφύλλου