
Μια αναλυτική περιδιάβαση στον σκοτεινό κόσμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιντς [David Lynch, 1946-2025] μέσα από τις ταινίες του, τη σειρά Τουίν Πικς, αλλά και το βιβλίο του «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι – Διαλογισμός, συνειδητότητα και δημιουργικότητα» (εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Το Inland Empire του Nτέιβιντ Λιντς, που γυρίστηκε το 2006, είναι η τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους. Όπως και το προτελευταίο του Mulholland drive (2001), περιστρέφεται γύρω από οράματα, εφιάλτες και όνειρα για τον κινηματογράφο και τη ζωή στο Χόλιγουντ. Τα κεντρικά πρόσωπα είναι γυναίκες που είναι σταρ (Λόρα Ντερν) ή που φιλοδοξούν να δουλέψουν και να διακριθούν στην αμερικάνικη βιομηχανία ονείρων (Ναόμι Γουότς). Ο Λιντς εικονοποιεί τις φαντασιώσεις, τους πόθους και τα άσχημα όνειρά τους, όταν εμπλέκονται στους λαβυρίνθους των φιλοδοξιών τους και στον φανταστικό, σχεδόν σουρεαλιστικό κόσμο του Χόλιγουντ, έτσι όπως τον συλλαμβάνει και φαντάζεται ο πειραματιστής Αμερικανός σκηνοθέτης και ποιητής, φευγάτος και βυθισμένος στα φαντάσματα, στους διαλογισμούς και τους οραματισμούς του. Πρόκειται για ένα trip στο επικίνδυνο σύμπαν του σινεμά, του φόβου και της καλπάζουσας φαντασίας ενός ονειροπαρμένου σκηνοθέτη σε κατάσταση συνεχούς αγωνίας και υπαρξιακών αδιεξόδων και αναζητήσεων.
Τη συνήθη, γι’ αυτόν, διάσταση του φανταστικού, εφιαλτικού και υπερφυσικού διατηρεί ο Λιντς στην ταινία του Χαμένη λεωφόρο. Η Χαμένη λεωφόρος (Lost Highway, 1994) είναι μια προέκταση επί το φανταστικότερο του υπέροχου σίριαλ Τουίν Πικς (1992), ένα μίγμα της ανθρώπινης, γήινης κόλασης και των υπερφυσικών δαιμόνων που ανακατεύουν ακόμη περισσότερο το αίμα και τη βρωμιά της αμερικανικής γης. Το κοινωνικό περιβάλλον της μυθοπλασίας αποτελούν άπληστοι που λατρεύουν το σεξ και το χρήμα, πόρνες, κακοποιοί, ομάδες σαδιστών, σατανιστών και πορνόφιλων. Σ’ αυτόν τον ανθρώπινο χώρο διαπλέκονται, από το σκηνοθέτη-μαέστρο, ατομικές φαντασιώσεις και παράνοιες.
Παρόμοιους προσωπικούς εφιάλτες και φόβους για την πατρότητα και τον γάμο μας εκθέτει στη σκοτεινή, πρώτη μεγάλου μήκους του, Eraserhaed (1977), που θυμίζει την προηγούμενη, ζοφερή μικρού μήκους Γιαγιά (1970).
O Ντέιβιντ Λιντς είναι ένας διαφορετικός σκηνοθέτης κινηματογράφου, με ζοφερή φαντασία, που στο έργο του κρύβονται πολλές οδυνηρές αλήθειες για τις ανομολόγητες πλευρές της αμερικάνικης κοινωνίας, για το Χόλιγουντ, τα αστικά προάστια των μεγαλουπόλεων και τις βόρειες περιοχές των ΗΠΑ. Τα φιλμ-κλειδιά του σύμπαντος του Ντέιβιντ Λιντς είναι πρώτα και κύρια το ψυχολογικοκοινωνικό με φανταστικές προεκτάσεις, ρηξικέλευθο αστυνομικό σίριαλ Τουίν Πικς (1992) και το μεγάλου μήκους Μπλε βελούδο (1986), ψυχολογικό θρίλερ ενηλικίωσης και μύησης στη σκληρή πραγματικότητα. Ο Λιντς δημιουργεί έναν ποιητικό, σκοτεινό κόσμο, διάστικτο από τρέλα, βία, ερωτισμό, παράνοια και τη δράση απόκρυφων ομάδων παραφρόνων εγκληματιών. Είναι το ενορατικό, φανταστικό σύμπαν ενός σουρεαλιστή του Χόλιγουντ, ενός αλλοπαρμένου βιρτουόζου του αστυνομικού είδους, μα κι ενός ανθρώπου που κάνει διαλογισμό και εμπνέεται μέσα από αυτόν.
Ο Ντέιβιντ Λιντς έγραψε το 2006 το βιβλίο Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι. Διαλογισμός, συνειδητότητα και δημιουργικότητα (εκδ. Πατάκη). Ο υπερβατικός διαλογισμός που κάνει ο Λιντς, υπό την επίδραση της διδασκαλίας του γκουρού και γιόγκι Μαχαρίσι, αποβλέπει στην κατάκτηση της ενότητας, της σύνδεσης και ενοποίησής του με τη συμπαντική ολότητα, με το ενοποιημένο πεδίο, όπως το ονομάζει σύμφωνα με συλλήψεις της κβαντικής φυσικής (που επικαλούνται όσοι εμπνέονται από τις ιδέες της ανατολίτικης φιλοσοφίας και τις σχετικές new age κοσμοαντιλήψεις). Ανιχνεύει τη σκηνοθετική του μέθοδο σε σχέση με τον διαλογισμό που κάνει για πολλά χρόνια, ως μέσο που διευρύνει τη συνείδηση και τη δημιουργικότητά του και που τον οδηγεί στον εσώτερο, ανώτερο εαυτό του.
Σύμφωνα με την επηρεασμένη από τον ινδουισμό, φιλοσοφία του καινοτόμου στυλίστα σκηνοθέτη, κάθε οντότητα συνδέεται με το όλον σύμπαν, με αυτή την ευρύτερη κοσμική ενότητα που ονομάζει ενοποιημένο πεδίο. Εκεί, γράφει, βρίσκονται και «πλέουν» διάφορες πραγματικότητες και εικόνες που ψαρεύουν και χρησιμοποιούν η τέχνη και ο καλλιτέχνης, για να συγκροτήσουν το κάθε έργο, εκεί κινούνται οι διάφορες καλλιτεχνικές ιδέες που αντανακλούν αυτές τις αισθητικές πραγματικότητες, εκεί ψαρεύει –μέσω του καθημερινού διαλογισμού και της καλλιτεχνικής ενόρασής του– ο Ντέιβιντ Λιντς, τις ιδέες, τις μορφές και τις εμπνεύσεις του, που τις ονομάζει «μεγάλα ψάρια», δηλαδή δυνατές καλλιτεχνικές ιδέες. Ο Λιντς μας λέει πως όσο περισσότερο διευρύνεται η συνείδηση και η επίγνωσή μας, μέσω του διαλογισμού, τόσο βαθύτερα προσεγγίζουμε αυτή την πηγή έμπνευσης και τόσο μεγαλύτερα καλλιτεχνικά ψάρια μπορούμε να πιάσουμε, ή μάλλον να πιάσει.
Ο Λιντς θέτει και ένα εύλογο ερώτημα: Αφού πρεσβεύει τη διάλυση των αρνητικών ανθρώπινων συναισθημάτων μέσω του διαλογισμού, γιατί οι ταινίες του συνήθως αναπαράγουν το ζόφο και το εφιαλτικό σκοτάδι; Επειδή αποτελούν μέρος της ζωής και του κόσμου κι επειδή, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, είναι ένας στοχαστής που ενδιαφέρεται για την ουσία και τις διάφορες εκφάνσεις της πραγματικότητας, όπως διαφαίνεται στο Twin Peaks, στον Άνθρωπο ελέφαντα, στο The Straight Story και στο Μπλε βελούδο. Ο υπερβατικός διαλογισμός, μας λέει, είναι μια απλή μέθοδος που επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να βυθιστεί μέσα του, να βιώσει λεπτοφυή νοητικά και πνευματικά επίπεδα και να εισέλθει έτσι στον ωκεανό της καθαρής συνειδητότητας και να πιάσει τα ψάρια–εμπνεύσεις–ιδέες που χρησιμεύουν στη δημιουργία, εάν αυτή τον ενδιαφέρει. Βυθίζεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό, το πεδίο συνειδητότητας, το βιώνεις, του δίνεις πνοή, το ξετυλίγεις και αυτό αναπτύσσεται. Με το διαλογισμό μπορείς, περνώντας από την κατάσταση της συνειδησιακής εγρήγορσης, να βιώσεις την υπέρβαση, τη συνένωση με τον κόσμο, το απόλυτο και την ευτυχία. Ο Λιντς δεν είναι βέβαια ο μόνος κινηματογραφιστής που εμπνέεται από την ανατολίτικη φιλοσοφία και κοσμοαντίληψη και τον διαλογισμό. Έχουν επίσης επηρεαστεί ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και ο Ταϊλανδέζος Απιτσατπόνγκ Βιρασεθακούλ. Φυσικά, επηρεασμένοι είναι και γιαπωνέζοι σκηνοθέτες όπως οι Ότζου, Ιτσικάουα, Κουροσάβα, κ.ά.
Στην Ατίθαση καρδιά (1990), ο Ντέιβιντ Λιντς γίνεται πιο λαϊκός παρά ποτέ (γι’ αυτό και βραβεύτηκε). Το φιλμ του είναι λίγο χολιγουντιανό παραμύθι, λίγο παράδοξο, λίγο σουρεαλιστικό και λίγο αφελές. Ο ζοφερός σκηνοθέτης (απόγειο της ζοφερότητάς του αποτελεί η πρώτη ταινία του Eraseheard, 1976) φτιάχνει με την Ατίθαση καρδιά το πιο αισιόδοξο φιλμ του, γιατί έχει για ήρωες δύο ερωτευμένους νέους, ανυπότακτους κι ατίθασους. Στον πυρήνα της σκέψης του Λιντς βρίσκεται η ατάκα της… καλής νεράιδας της ταινίας: «Μη γυρνάς την πλάτη σου στην αγάπη!».
Η Ατίθαση καρδιά είναι ένα νεανικό φιλμ περιπλάνησης, βίας και ελευθερίας, ένα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Χόλιγουντ και του Ντέιβιντ Λιντς, Με κομμένη την ανάσα. Φιλμ πολύ ερωτικό, εκρηκτικό, έντονα αφηγηματικό και ηθελημένα αρκετά κιτς (η κακή πεθερά του ζευγαριού, ιδιαιτέρως, τσακίζει κόκαλα με την κακογουστιά και τη χυδαιότητά της). Η Ατίθαση καρδιά είναι η διαδρομή δύο αγαπημένων εφ’ όρου ζωής, ανάμεσα σε μεγάλα εμπόδια και πλήθος δοκιμασίες, μέσα στους ήχους του σκληρού χέβι μέταλ και του ρομαντικού Έλβις Πρίσλεϊ, μέχρι την τελική λύτρωση. Το θερμό και γλυκό ζευγάρι διασχίζει την τερατώδη κοινωνική κι ανθρώπινη πραγματικότητα, έναν κόσμο άγριο, παραμορφωμένο, ακαταλαβίστικο, ανόητο και γκροτέσκο, μέχρι τη σωτηρία, πάντα χάρη στην αγάπη του.
Τουίν Πικς: ένα από τα καλύτερα σίριαλ που γυρίστηκαν ποτέ
Η σειρά Τwin Peaks ξαναμονταρίστηκε και σαν ταινία για τον κινηματογράφο, σε μια πολύ σύντομη εκδοχή που περιορίζεται στη ζωή λιγοστών από τα κεντρικά πρόσωπα του σίριαλ, που εμφανίζονται στα πρώτα επεισόδιά της, ιδίως της Λόρας Μαρς, των φίλων της και του πατέρα της. Κυρίως, όμως, το Τουίν Πικς (η σειρά φέρει το όνομα μιας φανταστικής πόλης στο βορρά των ΗΠΑ, της οποίας τα άδυτα εξερευνά η κάμερα) είναι ένα μεγάλο, μακρόπνοο και ατμοσφαιρικό, υπέροχο σίριαλ. Πολύ στιλιζαρισμένο, με εντελώς δικό του κινηματογραφικό ύφος και πολύ τολμηρό για τα δεδομένα της τηλεοπτικής παραγωγής, ένα από τα καλύτερα σίριαλ που γυρίστηκαν ποτέ με το ηλεκτρονικό τηλεοπτικό μέσο, ουσιαστικά μια επανάσταση και μια καθοριστική, ποιοτική και βαθιά τομή στην ιστορία των σίριαλ.
Το τηλεοπτικό αυτό έργο-ποταμός ξεκινά ανησυχητικά (και συνεχίζει στον ίδιο τόνο): με την προσπάθεια εξιχνίασης του φόνου μιας ανοιχτής στις εμπειρίες και ριψοκίνδυνης νεαρής, σε μια πόλη της Βόρειας Αμερικής. Όλο το έργο είναι λουσμένο σε μια παράδοξη ατμόσφαιρα∙ σύντομες, απόκοσμες, σοκαριστικές και φανταστικές σεκάνς εκρήγνυνται κάθε τόσο μπροστά στον παραξενεμένο θεατή της τηλεόρασης. Λίγο λίγο ξανοίγεται στα μάτια μας, πίσω από τις εικόνες της οικογενειακής ή σχολικής αρμονίας, πίσω από τη γλυκερή και κιτς επιφάνεια, ένας κόσμος σκοτεινός, απόκοσμος και τερατώδης. Τα παιδιά των καλών οικογενειών είναι βουτηγμένα στα ναρκωτικά και στις έκλυτες σεξουαλικές απολαύσεις. Κάποιοι από τους ευυπόληπτους γονείς τους επίσης. Στα άδυτα της κλειστής, επιφανειακά ισορροπημένης επαρχιακής κοινωνίας, κινούνται υπόκωφα ζοφερές δυνάμεις, γίνονται πράξεις σκοτεινές και ανομολόγητες, συνδεδεμένες με σεξουαλικά βίτσια, με κυκλώματα εκπόρνευσης νεαρών κοριτσιών, με ναρκωτικά, οικονομικές κομπίνες μεγάλου βεληνεκούς και εγκληματικές πράξεις.
Στον πυρήνα του κακού βρίσκεται, κάπου στο βάθος, καλά κρυμμένη, μια συμμορία διεστραμμένων σατανιστών, σαδιστών διεγερμένων από ναρκωτικά, μελών μιας απόκρυφης αίρεσης. Οι αποτρόπαιες πράξεις τους ξεπηδούν, για λίγο, στην επιφάνεια σαν απίστευτοι εφιάλτες, σε πλάνα σύντομα σαν φλας, σαν παραισθήσεις, σαν εκτυφλωτικές φλόγες και σαν εκλάμψεις δαιμονικών δυνάμεων.
Ο Ντέιβιντ Λιντς απεικονίζει αρχικά πολύ λίγο, αλλά ολοένα και περισσότερο στη συνέχεια, αυτές τις αστραπιαίες κι εκρηκτικές εκλάμψεις των δαιμονικών δυνάμεων, αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα, όμως τόσο συστηματικά που στο έργο ξεχωρίζει πλέον έντονα μια φανταστική, υπερφυσική θα ’λεγες διάσταση, παράλληλα με τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των κοινωνικών χώρων (σχολείο, σπίτια, εργοστάσιο, αστυνομικό τμήμα, κ.ά.). Στο σίριαλ υπάρχουν λαμπεροί κι ελκυστικοί χαρακτήρες (μολονότι μερικές φορές ανήθικοι και ρυπαροί)∙ επίσης, συναντάμε τη δαιδαλώδη ανάπτυξη μιας λεπτοδουλεμένης, λαβυρινθώδους μυθοπλασίας. Η δομή της σειράς ταιριάζει απόλυτα στις προθέσεις των δημιουργών, που την αξιοποιούν στο έπακρο (παραγωγός και σκηνοθέτης μερικών επεισοδίων είναι και ο Μαρκ Φροστ, στο στιλ του Λιντς).
Πρόκειται για την τοιχογραφία της μικροκοινωνίας μιας βόρειας πόλης των ΗΠΑ, όπου συγκαλυμμένο αναβράζει το «κακό»: διαφθορά, ακολασία, ναρκωτικά, διαστροφές, άσωτα ήθη κρύβονται πίσω από την εξωτερικά κανονική ζωή των μεσοαστών, των μαθητών του Λυκείου και των λαϊκών τύπων της κωμόπολης...
Η ρεαλιστική μυθοπλασία, που υπάρχει στο σίριαλ ως ο σκελετός της αφήγησής του, χρωματίζεται με φανταστικές, ενίοτε σουρεαλιστικές αποχρώσεις (βλέπε τα «όνειρα» και τις «ενοράσεις» των ηρώων και ιδίως του ομοσπονδιακού ντετέκτιβ που έρχεται στην πόλη για να εξιχνιάσει το πυκνό μυστήριο των φόνων των κοριτσιών). Έχουμε ένα κινηματογραφικό σύμπαν κοινωνικών και ταυτόχρονα ποιητικών και φανταστικών διαστάσεων. Πρόκειται για την τοιχογραφία της μικροκοινωνίας μιας βόρειας πόλης των ΗΠΑ, όπου συγκαλυμμένο αναβράζει το «κακό»: διαφθορά, ακολασία, ναρκωτικά, διαστροφές, άσωτα ήθη κρύβονται πίσω από την εξωτερικά κανονική ζωή των μεσοαστών, των μαθητών του Λυκείου και των λαϊκών τύπων της κωμόπολης: άνθρωποι που έχουν το δαίμονα μέσα τους∙ δαίμονες παντού. Έτσι, ο δημιουργός μάς οδηγεί σταδιακά και έντεχνα σε σκηνές Κόλασης και Αποκάλυψης: βίτσια, αιμομιξία, παιδοκτονία, σαδισμός, βιασμοί, φόνοι και σατανισμός.
Ανάμεσα στους ευυπόληπτους πλούσιους και επιχειρηματίες, τους τοπικούς ανθρώπους του νόμου, τους ενορατικούς οραματιστές (π.χ., Λόρα Μαρς), τους έκφυλους και τους καθωσπρέπει, ερευνά αδιάκοπα κι ακούραστα ο παράξενος, ατσαλάκωτος και ρομαντικός ομοσπονδιακός ντετέκτιβ (ΜακΛάχλαν), μέσω της διαίσθησής του και των ιδιότυπων ενορατικών, τηλεπαθητικών ικανοτήτων του, ανακατεύοντας επικίνδυνα το καζάνι, που σιγοβράζει μέχρις ότου να εκραγεί.
Το 2017 ο Λιντς γύρισε και παρήγαγε μια νέα season του Twin Peaks, 18 επεισοδίων, χωρίς την παλιά, προγενέστερη, εκρηκτική έμπνευση της αρχικής σειράς.
Μπλε βελούδο: το κακό είναι εντελώς γήινο, υπαρκτό και ρεαλιστικό
Στο Μπλε βελούδο, γυρισμένο το 1986, το κακό είναι εντελώς γήινο, υπαρκτό και ρεαλιστικό. Προσωποποιείται στον ναρκομανή, σαδιστή εγκληματία που υποδύεται εκπληκτικά ο Ντένις Χόπερ. Στο Μπλε βελούδο, το κακό φτιαγμένο έτσι ώστε να πατά γερά στα πόδια του στο έδαφος, γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο ρυπαρότερο και απεχθέστερο, δίχως γοητεία και εντελώς απωθητικό.
Το φιλμ είναι ένα επικίνδυνα σαγηνευτικό, ριψοκίνδυνο ταξίδι μύησης ενός έντιμου κι ανήσυχου νεαρού (ξανά ο ΜακΛάχλαν), στην κρυφή και σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας. Ο τυπικός ήρωας των ταινιών του Λιντς, κατά βάση αγνός, είναι στόχος και θύμα ανεξέλεγκτων κι αποτρόπαιων κοινωνικών ή ψυχαναγκαστικών ή μεταφυσικών δυνάμεων. Ο ήρωας μυείται στη σκληρή πραγματικότητα, περνώντας διά πυρός και σιδήρου, μέσα από τις εμπειρίες της διαφθοράς και της κόλασης. Μέσα από αυτές τις οδυνηρές εμπειρίες αλλάζει, υφίσταται μια επώδυνη κάθαρση και τελικά βγαίνει αλώβητος και καθαρός.
Ο νεαρός ήρωας του Μπλε βελούδου αγγίζει τα σημάδια της διαφθοράς, τα απτά, ζωντανά δείγματά της. Μαγνητίζεται απ’ αυτήν, μπαίνει σε πειρασμό κι αποφασίζει να εξερευνήσει ένα βουτηγμένο στο ημίφως μυστηριώδες σπίτι, όπου συμβαίνουν πολλά τερατώδη και παράξενα, ακολουθώντας τα ίχνη μιας βασανισμένης τραγουδίστριας (Ιζαμπέλα Ροσελίνι) που μένει εκεί. Ο Λιντς βρίσκει την ευκαιρία να αποδείξει τη μαεστρία του στη δημιουργία αγωνίας, άφατης φρίκης και μυστηριακής ατμόσφαιρας. Παρακολουθώντας τον ήρωά του, εξερευνά τη βρόμικη πλευρά της αμερικανικής ζωής: κακοποιοί, πρεζόνια, σαδομαζοχιστές και κάθε λογής αμαρτωλοί. Εδώ, το κακό έχει πάρει τη μορφή του αποχαλινωμένου… εκπροσώπου του σατανά, που ερμηνεύεται θαυμάσια από τον Ντένις Χόπερ.
Μόνο στο The Straight Story, που ο Ντέιβιντ Λιντς γύρισε το 1999, θέλησε να μας δώσει, μάλλον για πρώτη φορά, μια νορμάλ, ανθρώπινη, άμεση και συναισθηματική ιστορία...
*Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, «Ο έρωτας στο σινεμά» (εκδ. Αιγόκερως).