
Η χλευαστική ματιά και το μπεκετικό χιούμορ του Μακ Ντόνα επιφέρουν οριστικό πλήγμα στον σύγχρονο Ρομαντισμό, παριστάνοντάς τον ως γενεσιουργό αιτία της βίας. Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στην ιρλανδική παράδοση, banshee αποκαλείται ένα γυναικείο πνεύμα που προαγγέλλει τον θάνατο κάποιου κραυγάζοντας και θρηνώντας κοντά στους τάφους. Πρόκειται για τη σαιξπηρική γριά λάμια της ταινίας «Τα πνεύματα του Ινισέριν» του Μάρτιν Μακ Ντόνα, που κέρδισε το Attenborough Award για το καλύτερο βρετανικό/ιρλανδικό φιλμ της χρονιάς, τα βραβεία της Ένωσης Κριτικών Λονδίνου για τον καλύτερο ηθοποιό (Κόλιν Φάρελ), και για τους β’ ανδρικό και γυναικείο ρόλους (Μπάρι Κέογκαν και Κέρι Κόντον) καθώς και πολλές Χρυσές Σφαίρες, αγνοήθηκε όμως επιδεικτικά από τις βραβεύσεις των φετινών Όσκαρ, παρά το γεγονός ότι ο Μάρτιν Μακ Ντόνα για τρίτη φορά πέρασε στην οσκαρική πεντάδα – μετά την «Αποστολή στην Μπριζ» και τις «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι».
Με φόντο τον ιρλανδικό εμφύλιο
Η σκιά του θανάτου και μια αύρα από τον Μπέκετ πλανώνται πάνω από το επινοημένο νησί του Ινισέριν, που ως καταπράσινο, ανεμοδαρμένο αλιευτικό τοπίο εμφανίζεται εκατό χρόνια πριν, στα 1923, ως σκηνικό μιας έξοχης ταινίας που δύσκολα καταλογογραφείται ως comedy ή ως drama. Πρόκειται για το τρίτο μέρος μιας θεατρικής τριλογίας («Ο σακάτης του Ίνισμαν» και «Ο υπολοχαγός του Ίνισμορ» είναι τα δύο πρώτα μέρη), ο εκκεντρισμός και ο αμιγώς ιρλανδικός χαρακτήρας της οποίας εγγίζει θεματικά τον ιρλανδικό εμφύλιο, χωρίς ωστόσο να τον καθιστά κεντρικό άξονα της πλοκής. Επιστρατεύοντας μιαν «οικεία» ίντριγκα, ο Μακ Ντόνα μάς οδηγεί στη «μεγάλη» εικόνα, στον πόλεμο της καθημερινότητας, στην απουσία του Θεού, στον ετεροπροσδιορισμό και στην ανελευθερία.
Το θέμα είναι η βαθμιαία αποσύνθεση μιας βαθιάς φιλίας και η υπαρξιστική μονομαχία που αυτή επιφέρει.
Το θέμα είναι η βαθμιαία αποσύνθεση μιας βαθιάς φιλίας και η υπαρξιστική μονομαχία που αυτή επιφέρει: ο βοσκός Παντράικ (Κόλιν Φάρελ) μένει κατάπληκτος όταν ο καλύτερός του φίλος, παραδοσιακός βιολιστής της περιοχής Κολμ (Μπρένταν Γκλήσον), αίφνης αποφασίζει να «κόψει» χωρίς εξηγήσεις τη φιλία τους. Ο Κολμ επιστρατεύει το αναφαίρετο δικαίωμα να μη σκοτώνει τον χρόνο του με μιαν ανούσια φιλία χρόνων, ώστε απερίσπαστος να μπορέσει να δημιουργήσει μουσική. Υιοθετεί, λοιπόν, μια ψυχρότητα πλησίστια στη μελαγχολία και την απόγνωση, ωστόσο τελεσίδικη: όταν κινδυνεύει ο πρώην φίλος του επανεμφανίζεται υποστηρικτικός, πράγμα που παρερμηνεύεται από τον απλοϊκό Παντράικ ως «ξανακύλισμα» στη ρουτίνα της φιλίας.
Όμως εδώ συνίσταται ο σεναριακός ελιγμός του Μακ Ντόνα και το ολίσθημα του ανεπεξέργαστου, τυφλά ρομαντικού Παντράικ, που αδυνατεί να κατανοήσει το τέλος μιας φιλίας ταυτόσημης προς τον αυτοπροσδιορισμό του. Έτσι, εκτεθειμένος στη θανατερή προοπτική της μοναξιάς, επιδεικνύει ολέθρια πληγωμένη δυσπιστία και βιώνει όλο αυτό ως προδοσία, είτε γιατί η ιδιοσυγκρασιακή του δομή είναι απλοϊκή είτε γιατί θίγεται ο εγωϊσμός του. Η απόρριψη οδηγεί σε κήρυξη ανοιχτού πολέμου, ενώ η «καλή φύση» του Παντράικ μετεξελίσσεται σε καταστροφική και εκδικητική δύναμη. Η στατικότητα αυτού του χαρακτήρα φαίνεται από την ευχή του: «Καλή τύχη, για ό,τι και αν πολεμάτε!» κι από την άρνησή του να μετακινηθεί από τις παγιωμένες θέσεις και βεβαιότητές του (σεναριακό σχόλιο που υποδορίως καυτηριάζει τον συντηρητισμό του Brexit). Η απουσία ενσυναίσθησης του Παντράικ εμφανίζεται στον αντίποδα της «φιλίας της συνήθειας», ενώ μια μελαγχολική επανεκτίμηση της έννοιας της συντροφικότητας ελλοχεύει στην απόφαση της αδελφής του, της Σιμπάν (Κέρι Κόντον) να τον εγκαταλείψει και αυτή.
Έτσι, η έννοια του Παραλόγου κυριαρχεί στα «Πνεύματα του Ινισέριν», καθώς στην ψυχή του Κολμ διακυβεύεται η βαρύτητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της προσωπικής παρακαταθήκης ως αντίδοτο κατά του θανάτου.
Από την άλλη, στην persona του Κολμ υποβόσκει μια βαθιά ριζωμένη εχθρότητα (ο ιρλανδικός εμφύλιος μαίνεται στις παρυφές της νησιωτικής Ιρλανδίας) που οδηγεί σε μια κακή –με τα συνήθη κριτήρια της τρέχουσας ηθικής– απόφαση, που προδικάζει μιαν εξίσου απονενοημένη αντίδραση και έναν εμπρηστικό παραλογισμό. Αυτή η διεργασία αντιδιαστέλλεται στον αφελή ρομαντισμό και το συναισθηματικό δράμα που περνά ο Παντράικ, οδηγούμενος επίσης σε παραλογισμό. Έτσι, η έννοια του Παραλόγου κυριαρχεί στα «Πνεύματα του Ινισέριν», καθώς στην ψυχή του Κολμ διακυβεύεται η βαρύτητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της προσωπικής παρακαταθήκης ως αντίδοτο κατά του θανάτου. Πολύ σημαντική διασύνδεση προς το σκοτάδι των Πνευμάτων του Ινισέριν και προς την παθητική αποδοχή της επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης τραγωδίας επιτελεί η φιγούρα του «dull/χαζούλη» του χωριού Ντομινίκ, του κακοποιημένου γιου του βάναυσου αυτοϊκανοποιούμενου αστυφύλακα που υποδύεται ο εξαιρετικός Μπάρυ Κεόγκαν. Στις προβλέψεις της «γριάς μάγισσας» για δύο θανάτους η μία πραγματοποιείται με τον χαμό του Ντομινίκ και η άλλη με τον χαμό ενός μικρού γαϊδουριού. Και σ’ αυτό το σημείο υπογραμμίζω τις μόνες αλτρουϊστικές σχέσεις της ταινίας, τις σχέσεις των ηρώων με τα ζώα: σ’ αυτό το αραιοκατοικημένο νησί η δυσκολία επικοινωνίας επιτείνεται, όμως ο Κολμ ζει μαζί με τον σκύλο του.
Αντίστοιχα, ο Παντράικ, εγκλωβισμένος σε αγροτικές συνθήκες ζωής, είναι πολύ στενά συνδεδεμένος με τα ζώα του και ιδιαίτερα με τη Τζένη, ένα γαϊδουράκι μικρόσωμης ράτσας που μπαινοβγαίνει σαν άνθρωπος μέσα στο σπίτι του. Αυτό το ζώο θα το βλάψει άθελά του ο Κολμ, και την πράξη του αυτή θα την εξομολογηθεί στον ιερέα του χωριού. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ιερέας του απαντά: «Πιστεύεις ότι ο Θεός δίνει δεκάρα για ένα μικρό γαϊδούρι, Κολμ;». Όσο για την τελευταία σκηνή με τον Παντράικ και τον Κολμ στην παραλία, ο Κολμ θα ευχαριστήσει τον Παντράικ που άφησε ανέγγιχτο τον σκύλο του. Αντίθετα, με τους ανθρώπους τα περιθώρια επικοινωνίας στενεύουν διαρκώς: η ταινία σαρκάζει την ασφυκτική ματιά της μικρής κοινότητας που υπονομεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (βλ. τον χαρακτήρα του αστυφύλακα και τα σχόλια των ανθρώπων στην pub) και δυναμιτίζει την ελεύθερη προσωπική επιλογή, με τον τρόπο του Σων Ο’ Κέιζι. Πίσω από την πρώτη ανάγνωση κρύβεται ένας αέναος υπαινιγμός του τελεσίδικου του θανάτου: έτσι ερμηνεύω την εκ πρώτης όψεως άδικη κλιμάκωση της σκληρότητας του Κολμ, που είναι και ο «φιλόσοφος» του έργου, επιδεικνύοντας μια κυνική ευφυία που «στριμώχνει» τον θεατή και τον φέρνει αντιμέτωπο με την υπαρξιακή συνθήκη του «τέλους εποχής».
Ο μελαγχολικός καλλιτέχνης και ο προδομένος ρομαντικός είναι, αμφότεροι, βουτηγμένοι στην απελπισία και στο αδιέξοδο.
Η χλευαστική ματιά και το μπεκετικό χιούμορ του Μακ Ντόνα (βλ. τον ασυνήθιστα γαλανό ουρανό στην αρχή της ταινίας) επιφέρουν οριστικό πλήγμα στον σύγχρονο Ρομαντισμό, παριστάνοντάς τον ως γενεσιουργό της βίας. Ο μελαγχολικός καλλιτέχνης και ο προδομένος ρομαντικός είναι, αμφότεροι, βουτηγμένοι στην απελπισία και στο αδιέξοδο. Η παιγνιώδης ευαισθησία του δημιουργού και η ανάγκη του να αγγίξει «βέβηλες» πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων (τη μοναξιά, τον αγνωστικισμό, την κατάρρευση του σύγχρονου ρομαντισμού και της χριστιανικής αντίληψης περί Καθαρτηρίου, τη διακύβευση της ελευθερίας και τα υπαρξιακά αδιέξοδα του εικοστού αιώνα, καθώς και τη νοσηρή κλειστοφοβία του εικοστού πρώτου), όλα οδηγούν απαρεγκλίτως το βέλος της δράσης προς την τραγωδία. Η ζοφερή ταλάντωση της πλοκής, οι πανοραμικές λήψεις του Μπεν Ντέιβις (που παραπέμπουν στην «Κόρη του Ράιαν» του Ντέιβιντ Λιν), η μουσική υπόκρουση του Κάρτερ Μπάργουελ, κυρίως όμως η λογοτεχνική στιλπνότητα του σεναρίου, ο νεωτερισμός των πυροβολισμών που αντηχούν στην «πέρα όχθη», η συναισθηματική συμβίωση με τα ζώα, τα δάκτυλα του βιολιστή που ακρωτηριάζονται τελετουργικά, όλα πλαισιώνουν τις εξαιρετικές ερμηνείες και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση αυτού του κινηματογραφικού αριστουργήματος.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).