Για τη συλλογή κειμένων του Λάκη Παπαστάθη «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» (εκδ. Πόλις). Ο Λάκης Παπαστάθης έχει ενισχύσει την αγορά του πολιτισμού με σημαντικά δείγματα δημιουργικής παραγωγής υπό την έννοια της πρωτότυπης, ευρηματικής, ενίοτε αποκλίνουσας από την κοινή αντίληψη, και πάντως επιλεκτικής διαχείρισης υλικού από μια βαθειά δεξαμενή βιωμάτων και γνώσεων.
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Με αυτή την προϋπόθεση, το έργο του Λάκη Παπαστάθη διαθέτει αφενός τη διάσταση της παραστατικής έκφρασης και τεκμηρίωσης, που αντιπροσωπεύουν οι κινηματογραφικές ταινίες του Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (με αφορμή τον βίο και το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, 2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010), με τις οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η μικρού μήκους Γράμματα από την Αμερική (1972), καθώς και η αποφασιστική εμπλοκή του στην ιδιαιτέρως σημαντική τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», και αφετέρου τη διάσταση της λογοτεχνικής γραφής, όπου ανήκουν οι συλλογές διηγημάτων Η νυχτερίδα πέταξε (2002), Η ήσυχη (2005), Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα (2011), καθώς και Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία (2006) ως μια ενδιαφέρουσα, τεκμηριωμένη αποτύπωση των σταδίων παραγωγής καλλιτεχνικού έργου.
Αυτή η δημιουργική συμπεριφορά του Λάκη Παπαστάθη αναγνωρίζεται και στο βιβλίο Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά ως σύνθεση πενήντα αριθμημένων, αφηγηματικών κειμένων με ιδιαίτερους τίτλους. Σημασιολογική εστίαση στην οργάνωση του βιβλίου αποτελεί το περιεχόμενο με τη συνακόλουθη λειτουργικότητα της διδασκαλίας ως συνειδητής διαδικασίας για τη διατύπωση και μετάδοση πληροφοριών, όπως άλλωστε προειδοποιεί και το εκτός αρίθμησης κείμενο («Διδάσκω σημαίνει παίρνω την ευθύνη») που εισάγει τη θεματική ανάπτυξη του βιβλίου.
Τα κείμενα αντιστοιχούν στις θεματικές και αισθητικές ενότητες μιας εκτενούς πινακοθήκης που αποτυπώνει ποικίλες διαπροσωπικές σχέσεις με ένα ευρύτατο φάσμα λεπτομερειών, ακόμα και των πλέον φαινομενικά «ασήμαντων» (π.χ. τα ψίχουλα στο τραπεζάκι του επαρχιακού καφενείου), μέσα σε φυσικά, αστικά, κοινωνικά τοπία ως πεδία για τα κέρδη και τις ζημίες του βίου και ως γέφυρα ανάμεσα στον αντικειμενικό κόσμο και στην τέχνη.
Η συναρπαστική, καλειδοσκοπική, αλλά και γοητευτική αφήγηση καταγράφει τον διάλογο ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή.
Στην πραγματικότητα όμως η συναρπαστική, καλειδοσκοπική, αλλά και γοητευτική αφήγηση καταγράφει τον διάλογο ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή, μάλλον αποδίδει την ουσία και τα φαινόμενα της ζωής μέσα στην τέχνη με έμφαση στην ύψιστη μορφή επικοινωνίας που αντιπροσωπεύει η σχέση διδάσκοντος και διδασκομένου (όπου πάντως υπάρχει και η πρόβλεψη για μια ενδεχόμενη απόρριψη του δασκάλου από τον μαθητή ως μια μορφή «πατροκτονίας»).
Κατά την ευρηματική οργάνωση κάθε κειμένου σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αποτελεί ανάπτυξη θεματικής με τη μορφή παραδειγματικής διδασκαλίας, ενώ το δεύτερο λειτουργεί ως διδακτική «άσκηση» με ζητούμενο την πρόσληψη και την παραστατική απόδοση της θεματικής, κυριαρχεί η τέχνη σε όλες τις δημιουργικές εκφάνσεις της: πρωτίστως η λογοτεχνία και η χρήση της γλώσσας (με τη συνακόλουθη όσο και απαραίτητη αξιοποίηση των λεξικών, και με τον τρόπο αυτόν δηλώνεται η έμφαση στη λογοτεχνική μορφή του κειμένου ασχέτως θεματικού περιεχομένου), και περαιτέρω η μουσική, η εικόνα, το θέατρο, ο χορός, καθώς και η σχέση της τέχνης με την παράδοση, αλλά και η σχέση της τέχνης με την κριτική.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Λάκης Παπαστάθης φαίνεται να διαχειρίζεται με ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία σημαντικά ζητήματα, όπως είναι: η σχέση του αντικειμενικού και του υπο-/κειμενικού κόσμου, η σχέση του βιώματος και της δημιουργίας, η σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και στη σιωπή, το πλήρες νοημάτων κενό ή η πλήρης σημασίας σιωπή, η σχέση ανάμεσα στο έργο τέχνης και στον αποδέκτη, η σχέση εικόνας και κειμένου, η σχέση εικόνας και ήχου, η σχέση τέχνης και τεχνολογίας, η ποιότητα και η ποσότητα στη δημιουργία, η δημιουργία απέναντι στην ανάγνωση, στην ερμηνεία, στην απόδοση, στην αποτύπωση, στην αναπαράσταση, στη σημειολογία, η δημιουργία σε σχέση με τη φαντασία, με τον φόβο, με τον τρόμο σε ό,τι αφορά τον δημιουργό, τον ερμηνευτή, τον αποδέκτη, η σχέση ανάμεσα στον λόγο, στη γλώσσα των εικόνων, στη γλώσσα των ήχων, στη μιμόγλωσσα (γλώσσα του σώματος), η επιφάνεια των πραγμάτων και η σημασιολογική διαστρωμάτωση κάτω από την προσπελάσιμη όψη, κυρίως η δημιουργία ανάμεσα ή απέναντι στη ζωή και στον θάνατο.
Ο Λάκης Παπαστάθης
|
Παράλληλα τον Λάκη Παπαστάθη φαίνεται να απασχολούν έννοιες, όπως: η σχέση του υλικού με το άυλο, η νομοτέλεια, το δίκαιο, η εξουσία, η συγκίνηση, η ένταση, η αμεσότητα, η φιλοδοξία, η ειρωνεία, ο αποχαιρετισμός, η τραγικότητα, η ανασφάλεια, ο ναρκισσισμός, η έπαρση, η επιθετικότητα, η αδικία, το αίσθημα και το συναίσθημα.
Μέσα στο πολύμορφο αυτό σημασιολογικό τοπίο συναντώνται συγγραφείς (π.χ. Κ.Π. Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης, Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Γιώργος Ιωάννου, Δημήτρης Κεχαΐδης, αλλά και Λωτρεαμόν και Αντόν Τσέχωφ), συνθέτες (π.χ. Μότσαρτ, αλλά και Μάνος Λοΐζος), εικαστικοί καλλιτέχνες (π.χ. Ιωάννης Αλταμούρας, Πικάσσο), δημιουργοί από την πολυσήμαντη περιοχή του θεάτρου (π.χ. Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Θωμάς Οικονόμου, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Κλεόβουλος Κλώνης, Αντώνης Φωκάς, Βασίλης Λογοθετίδης, Κάρολος Κουν, Έλλη Λαμπέτη, Λευτέρης Βογιατζής), δημιουργοί από την εξίσου πολυσήμαντη, εκτενή περιοχή του κινηματογράφου βωβού και ομιλούντος, παλαιού και νέου (π.χ. αδελφοί Λυμιέρ, Παμπστ, Μούρναου, οι μεγάλοι ρώσοι, Μπουνιουέλ, αλλά και Αλέκος Σακελάριος, Αλέξης Δαμιανός, Θόδωρος Αγγελόπουλος), και κοντά τους ο κριτικός Γιάννης Μπακογιαννόπουλος.
Ο Λάκης Παπαστάθης συνδυάζει δρόμους, πλατείες, κτήρια, αγάλματα του ανοιχτού χώρου ως τοπόσημα που δηλώνουν τη διαχρονική παρουσία της τέχνης και γενικότερα της πολιτισμικής παραγωγής κατά τη ροή της γενικής αλλά και της ατομικής/προσωπικής ιστορίας.
Με αυτά τα μεγέθη πολιτισμικής τεκμηρίωσης και αναφοράς ως υλικό σπουδών εντός και κυρίως εκτός αιθουσών (η περιπατητική διδασκαλία), ο Λάκης Παπαστάθης συνδυάζει δρόμους, πλατείες, κτήρια, αγάλματα του ανοιχτού χώρου ως τοπόσημα που δηλώνουν τη διαχρονική παρουσία της τέχνης και γενικότερα της πολιτισμικής παραγωγής κατά τη ροή της γενικής αλλά και της ατομικής/προσωπικής ιστορίας.
Ο Λάκης Παπαστάθης επιμένει ιδιαιτέρως στη σχέση παρελθόντος και παρόντος (το παρελθόν εμπλέκεται διαρκώς στο παρόν), στη βιωματική πρόσληψη του προσωπικού και του ιστορικού χρόνου ως παράγοντα προσδιοριστικό της δημιουργίας, στην αποτύπωση της ροής του χρόνου επάνω στα έργα τέχνης.
Αν ακολουθήσουμε τους «συναισθηματικούς οδοδείκτες» (για να παραπέμψω και στον Ρίχαρντ Βάγκνερ) που οδηγούν στην παραβίαση των ορίων ανάμεσα στα εξωτερικά και στα εσωτερικά τοπία, όπως αυτά αποτυπώνονται στα κείμενα του βιβλίου, θα αναγνωρίσουμε τη δεσπόζουσα έμφαση του Λάκη Παπαστάθη σε ιδέες, σε έννοιες, σε νοήματα, σε βιώματα, και όχι σε ανθρώπινους χαρακτήρες στο πλαίσιο της επικοινωνιακής συμπεριφοράς τους με εργαλείο τον εκφερόμενο λόγο. Η εστίαση αφορά τη γλώσσα του σώματος (μιμόγλωσσα) που διεκπεραιώνει κινήσεις, εκφράσεις του προσώπου, βλέμματα ως κώδικας διατύπωσης και μετάδοσης του μηνύματος.
Το βιβλίο του Λάκη Παπαστάθη λειτουργεί ως ένα σημαντικό, παραδειγματικό εργαλείο για την αισθητική της διδακτικής.
Η παραπομπή στον βωβό κινηματογράφο είναι αυτονόητη, και με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατόν να προσλάβουμε την αναβάθμιση του τίτλου του κείμενου «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά» εκ των περιεχομένων της έκδοσης σε τίτλο του βιβλίου ως συνόλου.
Με αυτές τις προϋποθέσεις το συγκεκριμένο βιβλίο, σε απόλυτη έννοια, χωρίς δηλαδή να συνεκτιμηθεί κατ’ ανάγκην με το μέχρι τώρα έργο του Λάκη Παπαστάθη, λειτουργεί ως ένα σημαντικό, παραδειγματικό εργαλείο για την αισθητική της διδακτικής στο πλαίσιο της ελεύθερης όσο και ευρείας περιοχής της πολιτισμικής παιδείας.
Παράλληλα, η θεματική οργάνωση προσκαλεί σε ποικίλες προσεγγίσεις σύμφωνα με το κατά περίπτωση βιωματικό και γνωστικό φορτίο, καθώς και με τις προτεραιότητες των αποδεκτών σε ό,τι αφορά την πρόσληψη των αγαθών της τέχνης και γενικότερα της πολιτισμικής αγοράς.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά
Λάκης Παπαστάθης
Πόλις 2014
Σελ. 160, τιμή € 12,00