Για την όπερα «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση και μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Μπορεί ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν να θεωρείται ο πατέρας της παιδικής λογοτεχνίας, εκείνος όμως που έγραψε έναν αιώνα πριν από αυτόν μια σειρά από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα, ανά τους αιώνες, παραμύθια είναι ο Σαρλ Περώ [1628-1703]. Ανάμεσά τους, η «Κοκκινοσκουφίτσα», η «Σταχτοπούτα», ο «Παπουτσωμένος Γάτος», ο «Κοντορεβυθούλης» και βέβαια ο «Κυανοπώγων».
Ο περίφημος «Barbe bleüe», ο οποίος είδε το φως της δημοσιότητας το 1697 από τον παριζιάνικο εκδοτικό οίκο «Barbins», στο πλαίσιο της συλλογής Histoires ou contes du temps passé [Ιστορίες ή παραμύθια των περασμένων χρόνων], ενέπνευσε μεγάλους συγγραφείς, όπως τους αδελφούς Γκριμ, τον Ντίκενς, τον Θάκερι, την Άτγουντ, ποιητές όπως τον Μαίτερλινγκ, συνθέτες όπως τον Όφενμπαχ και τον Μπέλα Μπάρτοκ, και σκηνοθέτες του κινηματογράφου όπως τον Έντουαρντ Ντμίτρικ, με τον τελευταίο να μεταμορφώνει σε Κυανοπώγωνα τον Ρίτσαρντ Μπάρτον [1972].
Και είναι κατανοητή αυτή η έλξη που άσκησε έως σήμερα ο Κυανοπώγων και η ιστορία του, που μάλιστα, λέγεται ότι κατάγεται από σκοτεινούς μύθους του Μεσαίωνα. Ένας πολύ πλούσιος, ισχυρός αλλά πολύ άσχημος άνδρας απαγορεύει στην νεαρή γυναίκα του να ανοίξει την πόρτα μιας υπόγειας και κρυφής κάμαρας του πύργου του με την απειλή της τιμωρίας και ο λόγος είναι ότι εκεί βρίσκονται τα πτώματα των προηγούμενων γυναικών του που έχει σκοτώσει! Εκείνη δεν υπακούει, την ανοίγει και οι εκδοχές του τέλους ποικίλουν ανά τους αιώνες, ανάλογα με την μετάπλαση του παραμυθιού του Περώ, μυθιστορηματική, θεατρική ή οπερατική. Ένα είναι το σίγουρο ότι ο Κυαναπώγων, από όλα τα παραμύθια του Περώ είναι ενδεδυμένος με το μεγαλύτερο –έως και υπερφυσικό– μυστήριο.
Μπάρτοκ και Κυανοπώγων: Μια δημιουργική συνάντηση
Την υποβλητική αίσθηση του μυστηρίου, που έφερνε κάτι και από Έντγκαρ Άλαν Πόε, και ταυτόχρονα μια βαθιά μελαγχολία, αυτήν της μη αναστρέψιμης απώλειας, ποτισμένη με έναν ανεκπλήρωτο, ματαιωμένο ρομαντισμό, ανέδυε η μονόπρακτη όπερα «Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ, που είδαμε στην Κεντρική Σκηνή της Λυρικής. Είχε πολλές δεκαετίες να ανέβει η «λογοτεχνική» αυτή όπερα του Ούγγρου συνθέτη στη Λυρική μας σκηνή, κρίμα γιατί είναι σπάνιας υφής μουσικής και λιμπρέτου, και μάλλον θα πρέπει να θεωρούμαστε τυχεροί/τυχερές όσοι/όσες την παρακολουθήσαμε.
Δεν είναι παράξενο ότι ο Μπάρτοκ ενθουσιάζεται όταν διαβάζει το λιμπρέτο, στρώνεται αμέσως στη δουλειά και από τον Μάρτιο του 1911 που κάνει την πρώτη ανάγνωση έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ολοκληρώνει την όπερα.
Πώς και πότε έγινε η ευτυχής και δημιουργική αυτή συνάντηση του Μπέλα Μπάρτοκ [1881-1945] με τον «Κυανοπώγωνα»; Ή μάλλον –για την ιστορική ακρίβεια– η συνάντηση του Ούγγρου συνθέτη με τον ποιητή Μπέλα Μπάλαζ –ψευδώνυμο του γερμανοεβραίου Χέρμπερτ Μπάουερ– ο οποίος με το ποιητικό του λιμπρέτο έδωσε νέα διάσταση στον κατά Περώ «Κυανοπώγωνα». Μπάρτοκ και Μπάλαζ συναντιούνται για πρώτη φορά το 1906 στο πατρικό του ποιητή και λιμπρετίστα και αμέσως ανακαλύπτουν το κοινό τους ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική και τα δημοτικά τραγούδια της ουγγρικής τότε Τρανσυλβανίας. Μάλιστα ο Μπέλα Μπάρτοκ είχε ήδη αρχίσει να καταγράφει τα παραδοσιακά τραγούδια της Τρανσυλβανίας. Ανήκει άλλωστε στην ουγγρική «Γενιά του 1900» η οποία αναζητούσε να ανακαλύψει και να ακουμπήσει τις δημιουργίες της πάνω στις αξίες του παραδοσιακού πολιτισμού της χώρας της.
Αυτός είναι ο ένας άξονας της μουσικής του Μπάρτοκ, ο άλλος είναι ο μοντερνισμός και προπαντός, ο όψιμος, του Ντεμπυσί, δεμένοι όμως αρμονικά σε έναν εντελώς ιδιαίτερο προσωπικό του δρόμο, τον οποίο ακολουθεί και στον «Πύργο του Κυανοπώγωνα». Ωστόσο, η τόσο δημιουργική αυτή σύζευξη χρωστάει πολλά και στο κείμενο του Μπαλάζ που δίνει άλλες, απρόσμενες διαστάσεις και συμβολισμούς στο παραμύθι του Περώ. Δεν είναι παράξενο ότι ο Μπάρτοκ ενθουσιάζεται όταν διαβάζει το λιμπρέτο, στρώνεται αμέσως στη δουλειά και από τον Μάρτιο του 1911 που κάνει την πρώτη ανάγνωση έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ολοκληρώνει την όπερα.
Τι το καινούργιο του προσφέρει ο Μπάλαζ; Ένα εσωτερικό δράμα; Μια ανατρεπτική ματιά του καιρού του σε σχέση με τη θέση της γυναίκας απέναντι στον άνδρα και τις μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις; Νέες ποιότητες τέχνης και ζωής; Ήδη την εποχή που ο Μπάλαζ γράφει το κείμενο, ανάμεσα στα 1908 και 1911, αρχίζουν στην Ευρώπη οι γυναικείες διεκδικήσεις για ψήφο και για εργασιακά δικαιώματα.
Είναι άραγε τυχαίο ότι η πρωταγωνίστρια φέρει το όνομα της βιβλικής Ιουδήθ που σύμφωνα με τη Βίβλο σκότωσε τον αλαζονικό Ασσύριο στρατηγό Ολοφέρνη για να σώσει τον εβραϊκό λαό από την καταστροφή; Μια μοιραία γυναικεία φιγούρα που έχει εμπνεύσει και άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Κλιμτ.
Στον κατά Μπάρτοκ και Μπάλαζ «Κυανοπώγωνα» είδαμε τη μοναδική πρωταγωνίστρια να στέκεται δυναμικά απέναντι στον Κυανοπώγωνα σαν ίση προς ίσο και να του απαιτεί να ανοίξει και τις επτά πόρτες –στον Περώ υπάρχει μόνον μία– παρά το ότι εκείνος αρχικά αρνείται, αλλά τελικά υποχωρεί. Είναι άραγε τυχαίο ότι η πρωταγωνίστρια φέρει το όνομα της βιβλικής Ιουδήθ που σύμφωνα με τη Βίβλο σκότωσε τον αλαζονικό Ασσύριο στρατηγό Ολοφέρνη για να σώσει τον εβραϊκό λαό από την καταστροφή; Μια μοιραία γυναικεία φιγούρα που έχει εμπνεύσει και άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Κλιμτ.
Ακόμα και οι επτά πόρτες μήπως παραπέμπουν στον [με πολλούς συμβολισμούς], αριθμό επτά, προερχόμενο και από την αρχαιότητα και από τη Βίβλο, με τις επτά πληγές του Φαραώ; Ό,τι κι αν συμβολίζουν οι επτά πόρτες το σίγουρο είναι ότι έπειτα από την απαίτηση της Ιουδήθ, καθώς ανοίγουν η μία μετά την άλλη, επιτείνουν το μυστήριο, προκαλούν μία ένταση που διαρκώς μεγαλώνει, μια ατμόσφαιρα θρίλερ αρχίζει να πλανάται στην ατμόσφαιρα, η σκιά του μετρ των σκοτεινών ιστοριών, του Έντγκαρ Άλαν Πόε αχνοφαίνεται στο βάθος του χρόνου – έως να ανοιχτεί η έβδομη πόρτα, να κορυφωθεί η ένταση και να δοθεί η λύση στο μυστήριο, έστω και αν είναι η πιο αιματηρή, σκοτεινή και ζοφερή.
Διότι ναι μεν ο Σαρλ Περώ, σαν συνεπής παραμυθάς, έδωσε αίσιο τέλος στην ιστορία του, στην κατά Μπάρτοκ και Μπάλαζ εκδοχή του «Κυανοπώγωνα» δεν υπάρχει το γνωστό «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Εκείνο που μένει όταν ανοιχτεί και η έβδομη πόρτα όπου από το σκοτάδι –σαν από τον Άδη– εμφανίζονται, η μία μετά την άλλη, οι δολοφονημένες από τον ίδιο, γυναίκες του Κυανοπώγωνα, και τις οποίες ακολουθεί και η Ιουδήθ, είναι η απέραντη μοναξιά, για μια ακόμη φορά οι ερωτικές σχέσεις απέτυχαν, τα δύο φύλα, σε μια έστω και πιο ισότιμη βάση, δεν κατάφεραν να οικοδομήσουν μια δημιουργική σχέση εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας. Στο τέλος ο Κυανοπώγωνας μένει ολομόναχος μέσα στον σκοτεινό, υγρό και αιματοβαμένο πύργο του, που από τα βάθη του ακούγονται αναστεναγμοί.
Η όπερα είναι εξαιρετικά επίκαιρη, ο Κυανοπώγων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κατά συρροή γυναικοκτόνος, αν δεν έκρυβε ένα τραγικό στοιχείο, πασπαλισμένο με μια βαθιά ανάγκη για κατανόηση, τρυφερότητα αλλά και φόβο προς το γυναικείο φύλο. Η όλη δομή της όπερας, τόσο στο ποιητικό-θεατρικό της μέρος όσο και το μουσικό είναι πρωτοποριακή, σπάζοντας τα έως τότε ισχύοντα οπερατικά πρότυπα. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Νίκο Δοντά: «ο λόγος είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένος, χωρίς περιττά στοιχεία ή μανιερισμούς. Υπάρχουν μονάχα δύο πρόσωπα που δεν είναι τόσο χαρακτήρες όσο αρχέτυπα: Ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δεν υπάρχει σκηνική δράση, ούτε δευτερεύουσα πλοκή. [...] Κατά το πέρασμα από τη μια πόρτα στην επόμενη καμία λέξη δεν είναι περιττή: όλες εκπληρώνουν έναν ποιητικό και δραματικό στόχο».
Η όλη δομή της όπερας, τόσο στο ποιητικό-θεατρικό της μέρος όσο και το μουσικό είναι πρωτοποριακή, σπάζοντας τα έως τότε ισχύοντα οπερατικά πρότυπα.
Πάνω σε αυτόν τον μεστό, δωρικό λόγο κεντάει μουσικά ο Ούγγρος συνθέτης παντρεύοντας αρμονικά τους παραδοσιακούς ήχους της πατρίδας του με τον πρωτοποριακό μοντερνισμό του Ντεμπυσί. Για να «ακούσουμε» και πάλι τον Νίκο Δοντά: «Στην όπερα δεν υπάρχει κάποια παραδοσιακή μελωδία. Ωστόσο οι αξίες της παραδοσιακής μουσικής επέτρεψαν στον Μπάρτοκ να δημιουργήσει κάτι απολύτως νέο, όσο και απολύτως ουγγρικό».
Η παράσταση: το λιμπρέτο και η μουσική
Και η παράσταση που ακούσαμε και είδαμε πώς ανέδειξε λιμπρέτο και μουσική; Ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης έδωσε βάρος στην εσωτερικότητα και δραματικότητα της όπερας, σεβόμενος παράλληλα τη δωρικότητα ΄και τους συμβολισμούς του ποιητικού λόγου. Το έντονο αλλά μη εκπληρούμενο ερωτικό στοιχείο ανάμεσα στην Ιουδήθ και στον Κυνοπώγωνα κυριαρχεί για να κορυφωθεί στα όρια του τραγικού και μη αναστρέψιμου, το οποίο οδηγεί στην απώλεια και στην παντοτινή μοναξιά. Εξαιρετικό το εύρημα του τέλους όπου ο Κυανοπώγων, αμετάκλητα πλέον μόνος, μέσα στο σκοτεινό και αιματοβαμμένο του πύργο, ταΐζει τρυφερά τον γέροντα και ανήμπορο εαυτό του.
Ταυτόχρονα όμως ο Γλυνάτσης απέδωσε τη φοβική και απειλητική ατμόσφαιρα που προκαλεί ο περίφημος πύργος καθώς και τις φήμες που αργοσέρνονται πίσω από τους υγρούς τοίχους του, λόγου χάριν οι αναστεναγμοί που αχνά αλλά ευδιάκριτα, κάθε τόσο ακούγονται. Δεξιοτεχνικά επίσης κίνησε τους δύο πρωταγωνιστές, αναπληρώνοντας την απουσία σκηνικής δράσης της όπερας. Ανέδειξε επίσης και τον ελάχιστο, αλλά μεστό νοημάτων, διάλογο, όπως αυτός έφτανε στο κοινό μέσω της μουσικότητας των φωνών των δύο μονωδών-πρωταγωνιστών.
Ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης έδωσε βάρος στην εσωτερικότητα και δραματικότητα της όπερας, σεβόμενος παράλληλα τη δωρικότητα ΄και τους συμβολισμούς του ποιητικού λόγου.
Ιδιαίτερα συνέβαλλε στην επιτυχημένη δημιουργία της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας της όπερας του Μπάρτοκ, το σκηνικό του Άγγλου σκηνογράφου Λέσλι Τράβερς, ο οποίος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σκηνογράφους της γενιάς του. Θα πρέπει επίσης να μείνουμε στους φωτισμούς της Στέλλας Κάτσου και στην ουσιαστική τους συνεισφορά στην παράσταση. Στους δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους της Ιουδήθ και του Κυανοπώγωνα, ανταποκρίθηκαν με εντυπωσιακή επάρκεια, ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου και η υψίφωνος Βιολέτα Λούστα, αποσπώντας δικαίως τα πολλαπλά χειροκροτήματα και τις επευφημίες του κοινού.
Η Ορχήστρα της ΕΛΣ υπό την καθοδήγηση του διεθνώς καταξιωμένου Βασίλη Χριστόπουλου, στάθηκε επαξίως στο ύψος των απαιτήσεων της μουσικής του Μπέλα Μπάρτοκ.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).