Για την έκθεση «Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017)» και την ψυχή αυτής, τη Μαρία Δημητριάδη (1958-2017) καθώς και για το σημαντικό λεύκωμα-κατάλογο της έκθεσης, η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη μέχρι και τις 22 Μαΐου 2022.
Της Τόνιας Μάκρα
Σε εικαστικό γεγονός μείζονος σημασίας αναδεικνύεται η έκθεση «Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017)», που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Αφιερωμένη στα σχεδόν σαράντα χρόνια λειτουργίας της Γκαλερί «Μέδουσα» αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργό της Μαρία Δημητριάδη. Μιας γυναίκας λαμπερής, χαρισματικής με ξεχωριστή προσωπικότητα, που ήξερε να θέτει τολμηρούς στόχους αλλά και να τους πραγματώνει. Δουλεύοντας με πείσμα και συστηματικότητα και το κυριότερο –πιστεύω– για εκείνη, χωρίς να κάνει εκπτώσεις τόσο στις επιλογές της για την τέχνη όσο και στις επιθυμίες της για τη ζωή.
Η έκθεση συμπληρώνει τη δική της ιδέα σχετικά με την έκδοση ενός τόμου για τον εορτασμό τεσσάρων δεκαετιών ύπαρξης της Γκαλερί, η λειτουργία της οποίας διακόπηκε από την απώλεια της δημιουργού της. Ωστόσο η Μαρία Δημητριάδη φρόντισε να εκπληρωθεί το διπλό εγχείρημα έστω και χωρίς τη δική της φυσική παρουσία, έχοντας εξασφαλίσει με κληροδότημα τη χρηματοδότησή του. Πριν από την ιστορία της γνωστής και αγαπημένης στους φιλότεχνους Γκαλερί στην οδό Ξενοκράτους 7, θέλω να σταθώ στις συνθήκες παραγωγής των δύο καλλιτεχνικών συμβάντων τα οποία προέκυψαν μέσα από την συλλογική δουλειά συνεργατών της, με την συνδρομή του Μουσείου Μπενάκη και της Εθνικής Πινακοθήκης.
Η Μαρία Δημητριάδη φρόντισε να εκπληρωθεί το διπλό εγχείρημα έστω και χωρίς τη δική της φυσική παρουσία, έχοντας εξασφαλίσει με κληροδότημα τη χρηματοδότησή του.
Ψυχική υπέρβαση
Αν και βαριά άρρωστη η Μαρία Δημητριάδη είχε το ψυχικό σθένος υπερβαίνοντας τον φόβο του πεπερασμένου της ύπαρξης, να αναθέσει την υλοποίηση του οράματός της σε στενούς φίλους της και συνεργάτες, τους οποίους όρισε ως εκτελεστές της διαθήκης της. Δηλαδή στον γλύπτη Νάκη Ταστσιόγλου, από τους παλαιότερους καλλιτέχνες της Γκαλερί και προσωπικό της φίλο, την επί είκοσι σχεδόν χρόνια υπεύθυνη της Μέδουσας Αίθουσας Τέχνης, Πηνελόπη Ταράτσα καθώς και τον ζωγράφο Μίλτο Μιχαηλίδη. Ως επιμελήτρια της έκδοσης όρισε την ιστορικό τέχνης Ελισάβετ Πλέσσα, ενώ ανέθεσε τον σχεδιασμό της στη γραφίστρια Μαρία Βεϊοπούλου. Στη διαθήκη της άφησε επίσης συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με την πραγματοποίηση του τελευταίου ονείρου της.
«Δυστυχώς, αυτό το σχέδιο της έκθεσης και έκδοσης η Μαρία δεν μπόρεσε να το κάνει η ίδια πράξη. [...] Είχε όμως τη δύναμη τους τελευταίους μήνες της ζωής της, να ασχοληθεί με το πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το όνειρό της. Έδινε μια μάχη για τη ζωή της και συγχρόνως οργάνωνε τα πάντα. Αποφάσισε, λοιπόν, σε περίπτωση που δεν θα έβγαινε νικήτρια, η συλλογή της να δωριστεί σε ένα μουσείο που θα την εκτιμούσε στο σύνολό της και θα μπορούσε να την αξιοποιήσει κατάλληλα. [Σημ. γράφ.: 280 έργα τα οποία είχε αγοράσει σε διαφορετικές εποχές από τους συνεργάτες της καλλιτέχνες]. Παράλληλα με τη διαθήκη που συνέταξε, μάς ανέθεσε να συντονίσουμε αυτό το δύσκολο εγχείρημα το οποίο αποτελούσε μια μεγάλη πρόκληση αλλά και μια εξαιρετικά μεγάλη ευθύνη που μας τιμά βαθύτατα», γράφουν οι διαχειριστές της διαθήκης και διοργανωτές της έκθεσης.
Αλέξης Ακριθάκης, Χωρίς τίτλο, 1979 (και 1973), μεικτή τεχνική σε χαρτί, 58 x 95 εκ., Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / Κληροδότημα Μαρίας Δημητριάδη. |
Δωρεά στην Εθνική Πινακοθήκη
Μετά το άνοιγμα της διαθήκης, το πρώτο μεγάλο βήμα που έδωσε φτερά στο έργο τους υπήρξε η αποδοχή της δωρεάς της συλλογής της Μαρίας Δημητριάδη από την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Η διευθύντριά της κα. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, αγκάλιασε με θέρμη και ενθουσιασμό τη συλλογή, εκτιμώντας όχι μόνο την αξία των έργων αλλά και τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Δεύτερο μεγάλο βήμα η παραχώρηση από το Μουσείο Μπενάκη αίθουσας στο κτίριο της οδού Πειραιώς για τη φιλοξενία της έκθεσης.
Η διευθύντριά της κα. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, αγκάλιασε με θέρμη και ενθουσιασμό τη συλλογή, εκτιμώντας όχι μόνο την αξία των έργων αλλά και τους ίδιους τους καλλιτέχνες.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένας οργασμός καταλογογράφησης, με ατελείωτες ώρες δουλειάς των συνεργατών της στο χώρο της Γκαλερί με τη συμμετοχή και της επιμελήτριας. Εκεί, με την αναμενόμενη συναισθηματική φόρτιση ανοίχτηκε πλήθος αρχείων – από προσκλήσεις και δελτία τύπου εκθέσεων έως φωτογραφίες έργων και καλλιτεχνών. Εικόνες λαμπερές από εγκαίνια που πολλές φορές αποτελούσανε κοσμικά events και σχεδόν πάντα καταλήγανε σε χαρούμενη γιορτή για τον καλλιτέχνη και τους παρευρισκομένους. Ξεδιαλέχτηκαν επίσης κατάλογοι και κείμενα, δημοσιεύσεις και συνεντεύξεις της Μαρίας σε έντυπα διαφορετικών εποχών, καθώς και δικές της φωτογραφικές λήψεις που τραβούσε με ίδια συχνά θεματολογία αλλά σε διαφορετική εποχή και ώρα. Από την επεξεργασία αυτού του αρχειακού πλούτου προέκυψε η έκδοση με τίτλο Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2000). Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του ογκώδους, αισθητικά άρτιου βιβλίου, ανακαλύπτουμε μέσα από μεγάλα σαλόνια τη δουλειά του συνόλου των εικαστικών που συνεργάστηκαν με την Γκαλερί ακόμα κι αν εξέθεσαν μια και μοναδική φορά.
Δίγλωσση έκδοση
Δομημένο ανά ενότητες –αντίστοιχες με αυτές που ακολουθεί η παρουσίαση καλλιτεχνών και έργων στους κόλπους της έκθεσης– το άκρως προσεγμένα εικονογραφημένο λεύκωμα που προέκυψε από την έκθεση, αναδεικνύει μέσα από μεστά κείμενα –τόσο εισαγωγικά της κάθε ενότητας όσο και ξεχωριστά για τον κάθε καλλιτέχνη– τα κύρια στοιχεία των μορφολογικών αναζητήσεων που χαρακτήρισε τους συνεργάτες της Γκαλερί (ζωγραφική, γλυπτική, περιβάλλοντα, κατασκευές, βίντεο, ζωγραφική-γλυπτική κ.ά.). Το εμβληματικό βιβλίο 456 σελίδων ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του καταλόγου και σίγουρα αποτελεί σπουδαία βιβλιογραφική αναφορά σχετικά με τη «Μέδουσα» –και το σημαντικότερο–, αλλά και ολόκληρης της μεταπολεμικής εικαστικής τέχνης.
Το εμβληματικό βιβλίο 456 σελίδων ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια του καταλόγου και σίγουρα αποτελεί σπουδαία βιβλιογραφική αναφορά σχετικά με τη «Μέδουσα» –και το σημαντικότερο–, αλλά και ολόκληρης της μεταπολεμικής εικαστικής τέχνης.
Κυκλοφορεί σε χωριστό ελληνικό και αγγλικό τόμο από τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη, ενώ τα εισαγωγικά κείμενα έχουν συγγράψει οι: Γιωργής Μαγγίνης, Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Εκτελεστές της διαθήκης (Νάκης Ταστσιόγλου, Πηνελόπη Ταράτσα, Μίλτος Μιχαηλίδης), Ελισάβετ Πλέσσα, Επιμελήτρια της έκδοσης/έκθεσης, Εφη Ανδρεάδη, κριτικός τέχνης. Η πολυτελής έκδοση σε φίνο χαρτί προβάλει ανάγλυφα την ιστορία της Γκαλερί μέσα και από τα μελετημένα κείμενα της επιμελήτριας. Η υψηλή ποιότητα του λευκώματος αντανακλά με κάποιο βιωματικό τρόπο την αρμονική συνεργασία που χαρακτήρισε τη δουλειά όλων των εμπλεκόμενων στο εγχείρημα. Παρομοίως και η έκθεση με τον νεωτεριστικό αέρα που αποπνέει, αποτελεί ένα έργο αγάπης των Νάκη Ταστσιόγλου, Πηνελόπης Ταράτσα και Μίλτου Μιχαηλίδη – ένα προσωπικό τους στοίχημα για την υλοποίηση του τελευταίου οράματος της δικής τους Μαρίας Δημητριάδη.
Αριστερά: Ο κατάλογος της έκθεσης από τις εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη. |
Με γνώμονα την «πειθώ» του καλλιτέχνη
Η έκθεση εξιστορεί τη δράση της «Μέδουσας» μέσα από έργα των καλλιτεχνών, τα οποία εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο χώρο της. Περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής συλλογής της δημιουργού της, έργα τα οποία η Εθνική Πινακοθήκη συντήρησε και μετέφερε στο Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτά τα 189 έργα προστέθηκαν αρκετά ακόμα που παραχωρήθηκαν από καλλιτέχνες της γκαλερί, συλλέκτες, μουσεία και ιδρύματα ώστε η όλη παρουσίαση να είναι όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερη του ύφους της γκαλερί και του έργου των καλλιτεχνών κατά τις χρονικές περιόδους που η Μέδουσα τους εκπροσώπησε.
Ανάμεσά τους διεθνή ονόματα όπως ο Τάκις του οποίου βλέπουμε ιστορικές συνθέσεις, ο Κώστας Κουλεντιανός καλλιτέχνης της διασποράς που αγαπήθηκε πολύ στη Γαλλία όπου έχει δημιουργήσει μνημειώδη γλυπτά σε δημόσιους χώρους, ο παλαιότερός τους ζωγράφος επίσης της διασποράς Μάριος Πράσινος αλλά και οι Αλέξης Ακριθάκης, Μίνως Αργυράκης, Ναυσικά Πάστρα, Ασπα Στασινοπούλου, Γιώργος Λαζόγκας, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος. Καθώς ακόμα και ένα πλήθος καταξιωμένων παλαιότερων αλλά και σύγχρονων δημιουργών όπως: Anton, Ειρήνη Απέργη, Κατερίνα Αποστολίδου, Αννίτα Αργυροηλιοπούλου, Ιουλία Βεντίκου, Μαρία Βλαντή, Νίκος Βλάχος, Μαρία Γρηγοριάδη, Γιώργος Γυπαράκης, Μαρία Δάρα, Γιάννης Δημητράκης, Ελένη Ζούνη, Γιώργος Καζάζης, Μαριγώ Κάσση, Γιάννης Κονταράτος, Έλλη Κουτσουκέλλη, Γιάννης Λασηθιωτάκης, Κώστας Λευκόχειρ, Βαρβάρα Λιακουνάκου, Παναγιώτης Λιναρδάκης, Μαριάννα Λύρα, Τάσος Μαντζαβίνος, Κατερίνα Μαρούδα, Βούλα Μασούρα, Βαρβάρα Μαυρακάκη, Μίλτος Μιχαηλίδης, Λίνα Μπέμπη, Βάλλυ Νομίδου, Αννίτα Ξάνθου, Αιμιλία Παπαφιλίππου, Ναυσικά Πάστρα, Ντόρα Πούλμαν, Πάνος Ραϋμόνδος, Γιώργος Ρόρρης, Δημήτρης Σακελλίων, Πέπη Σβορώνου-Κοκκινίδου, Δήμητρα Σιατερλή, Μαρία Σπέντζα, Στέργιος Στάμος, Harold Stevenson, Μαριάννα Στραπατσάκη, Νάκης Ταστσιόγλου, Γιάννης Τζερμιάς, Χρήστος Τζίβελος, Νίκος Τζιώτης, Δημήτρης Τράγκας, Βασιλική Τσεκούρα, Κώστας Τσικνής, Ελένη Φιλιπποπούλου, Αχιλλέας Χρηστίδης.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του Σταύρου Παπαγιάννη / Stage Design Office ο οποίος μετέφερε με ευφυή τρόπο το ύφος της Γκαλερί στη διαμόρφωσή της: Αναδεικνύοντας τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα σε καταξιωμένους εικαστικούς με νέους καλλιτέχνες ιδιαίτερης εκφραστικής γραφής.
Καθοριστικό ρόλο στην εξαιρετική διαμόρφωση της έκθεσης πιστεύω ότι έχει παίξει ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του Σταύρου Παπαγιάννη / Stage Design Office ο οποίος μετέφερε με ευφυή τρόπο το ύφος της Γκαλερί στη διαμόρφωσή της: Αναδεικνύοντας τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα σε καταξιωμένους εικαστικούς με νέους καλλιτέχνες ιδιαίτερης εκφραστικής γραφής. Η επιμελήτρια Ελισάβετ Πλέσσα σκιαγραφεί περίφημα τις αναζητήσεις της Μαρίας Δημητριάδη οι οποίες ενέπνευσαν τη σχεδιαστική δουλειά του αρχιτέκτονα. Συγκεκριμένα γράφει:
«Η λέξη-κλειδί στις αναζητήσεις της ήταν η συνύπαρξη των διαφορετικών καλλιτεχνικών τάσεων και προσεγγίσεων με μοναδικό γνώμονα την αισθητική συγκίνηση. Οι τολμηρές επιλογές της ιδρύτριας της Μέδουσας ανάμεσα σε […], φρέσκα ονόματα, νέες ματιές, με ιδιαίτερη έμφαση στη γλυπτική και στις εγκαταστάσεις/κατασκευές. Καθώς και ο τρόπος που υποστήριζε τους συνεργάτες της και τους επέβαλλε μεθοδικά σε φιλότεχνο κοινό και συλλέκτες, κατέστησαν την γκαλερί συνώνυμο της ποιότητας». Η ίδια η Μαρία υποστήριζε ότι: «Στις επιλογές των καλλιτεχνών βασίζομαι σε μια διαισθητική και συναισθηματική προσέγγιση. […] Δεν επηρεάζομαι από το τι συμβαίνει στη διεθνή σκηνή, αλλά από την πειθώ των έργων τους».
Φωτογραφία από την έκθεση «Κουλεντιανός-Πράσινος: Μια φιλία, δύο κόσμοι», επιμέλεια Έφης Στρούζα, Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, 2011 |
Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι η γκαλερίστρια γοητεύθηκε από τον κόσμο της τέχνης ζώντας στο περιβάλλον της θείας της, ζωγράφου Μαρίας Σπέντζα στο ατελιέ της οποίας γνωρίστηκε με το «enfant gate» της ελληνικής τέχνης των δεκαετιών ’60 και ‘70. Όταν λοιπόν δημιούργησε εικοσαετής μόλις τη «Μέδουσα» είχε την τύχη να συνεργαστεί εξαρχής με σημαντικούς και καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ωστόσο δεν αρκέστηκε να συνεχίσει την ασφαλή εμπορικά παρουσίασή τους. Αντίθετα αναζήτησε νέους δημιουργούς κι έτσι πολύ γρήγορα, η «Μέδουσα» έγινε το κατεξοχήν βήμα νέων συνομηλίκων της εικαστικών.
Έτσι με το κύρος τους, οι καταξιωμένοι συνεργάτες της πρόσφεραν εγκυρότητα στις εκθέσεις των νεότερων. Η «Μέδουσα» άνοιξε τον δρόμο σε αρκετούς γνωστούς σήμερα δημιουργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν στην γκαλερί τις πρώτες τους εκθέσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τους ζωγράφους Τάσο Μαντζαβίνο, Γιώργο Ρόρρη, τους εικαστικούς Γιώργο Γυπαράκη, Νάκη Ταστσιόγλου κ.ά. Η Μαρία Δημητριάδη με τη «Μέδουσα» ανοίχτηκε με τόλμη σε νέες καλλιτεχνικές εκφάνσεις, αφήνοντας πλήρη ελευθερία δημιουργίας στους συνεργάτες της και περιβάλλοντάς τους με απόλυτη εμπιστοσύνη. Να θυμηθούμε τα χρόνια του ’80 και του ’90 όπου δεν έκανε πίσω και στήριξε ρηξικέλευθες εικαστικές παρεμβάσεις στον χώρο όπως υπήρξαν τα περιβάλλοντα της Αιμιλίας Παπαφιλίππου ή του Χρήστου Τζίβελου.
Η «Μέδουσα» άνοιξε τον δρόμο σε αρκετούς γνωστούς σήμερα δημιουργούς οι οποίοι πραγματοποίησαν στην γκαλερί τις πρώτες τους εκθέσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τους ζωγράφους Τάσο Μαντζαβίνο, Γιώργο Ρόρρη, τους εικαστικούς Γιώργο Γυπαράκη, Νάκη Ταστσιόγλου κ.ά.
Αρχές της δεκαετίας του ’90 η Μαρία Δημητριάδη αξιοποιεί ένα παλιό σπίτι στην ίδια οδό και δημιουργεί την «Μέδουσα +1» – χώρος όπου θα φιλοξενηθούν κυρίως εικαστικά περιβάλλοντα. Επίσης, δίνει βήμα σε σύγχρονους καλλιτέχνες της διασποράς αντιπαραθέτοντας και σε αυτή την κατηγορία το παλιό με το νέο, το καταξιωμένο με το ανερχόμενο. Βήμα βήμα η «Μέδουσα» διαμόρφωσε το δικό της ύφος, κι έτσι ο επισκέπτης ήξερε ότι ακόμα κι αν ο καλλιτέχνης που εξέθετε δεν ήταν της αρεσκείας του, πάντα θα έβλεπε μια καλοστημένη, ωραία έκθεση.
Στο κείμενό της στην έκδοση του Μπενάκη, η Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κα. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα σκιαγραφεί την προσωπικότητα της δημιουργού της «Μέδουσας» και την επιτυχημένη πορεία της:
«Η Μαρία Δημητριάδη ήταν μόλις εικοσαετής όταν άνοιξε το 1980 τη μικρή καλαίσθητη και φιλόξενη γκαλερί “Μέδουσα” στην Ξενοκράτους. Κατέβαινες δυο τρία σκαλιά από τον δρόμο και βρισκόσουν σε έναν μικρό παράδεισο τέχνης. Έναν παράδεισο που είχε τον άγγελό του, γιατί η Μαρία ήταν αγγελικά όμορφη. Μια ομορφιά αριστοκρατική, που ακτινοβολούσε ευγένεια, ευφυΐα και καλοσύνη. Οι αρετές αυτές, που τις διατήρησε αδιάβρωτες ως το τέλος της ζωής της, εξηγούν τις εύστοχες επιλογές της, τις αρμονικές της σχέσεις με τους καλλιτέχνες, τον θαυμασμό και την εκτίμηση του φιλότεχνου κοινού, με δυο λόγια την επιτυχία της σε έναν χώρο απαιτητικό και δύσκολο».
Χαλαρή χρονολογική παρουσίαση
Σαν παρουσίαση η έκθεση δομείται γύρω από μια χαλαρή χρονολογική πορεία, ενώ ταυτόχρονα καλλιτέχνες και έργα ταξινομούνται με κριτήριο τη μορφολογική τους αλληλουχία. Η εξερεύνηση όλων των πλαστικών μέσων έκφρασης αντανακλάται περίφημα μέσα από την κατάταξη των δημιουργών σε διαφορετικές ενότητες όπως είναι παράδειγμα οι εξής: «Από την ενδοσκοπική ζωγραφική στην χειρωνομιακή αφαίρεση», «Μεταμορφώσεις της μέδουσας και η χρήση του φωτός», «Προς μια μινιμαλιστική αισθητική», «Στο εσωτερικό της εικόνας», «Όνειρο, μυστήριο, μυστικό», «Ανάμεσα στην κινούμενη, την φωτογραφική και ζωγραφική εικόνα», «Ζωγραφική – Γλυπτική». Το αποτέλεσμα είναι η ανάγλυφη προβολή του πρωτοποριακού χαρακτήρα της Γκαλερί που παραμένει άξιος ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα της τέχνης.
Η Μαρία Δημητριάδη |
Χωρίς «εκπτώσεις»
Θα πρόσθετα ότι αυτή η αντιπαράθεση παλαιότερων καλλιτεχνών με νέους, ιδιαίτερου καλλιτεχνικού προβληματισμού, με γνώμονα πάντα την υψηλή ποιότητα δεν αναθεωρήθηκε ποτέ παρόλο που υπήρξαν και δύσκολες εποχές όπως στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης όταν όλες οι αίθουσες τέχνης αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα εξαιτίας της απότομης συρρίκνωσης εισοδημάτων, κυρίως των νέων συλλεκτών που είχαν ξεκινήσει να αγοράζουν έργα τέχνης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το πάγωμα της αγοράς μετά το 2010 έθεσε δυστυχώς εμπόδια και σχεδόν τερμάτισε μια εποχή ευημερίας και νέων ευκαιριών για τους εικαστικούς. Όπως δήλωσε ο ζωγράφος Μίλτος Μιχαηλίδης σε εκπομπή ραδιοφωνικού σταθμού με αφορμή την έκθεση «Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017)»:
«Ούτε εκείνη την κρίσιμη εποχή η Μαρία έκανε εκπτώσεις προς επιλογές περισσότερο εμπορικές, αντίθετα ασχολήθηκε παράλληλα με τον σχεδιασμό σπιτιών στην Πάρο ώστε να μην χρειαστεί η Γκαλερί να σταματήσει τη λειτουργία της ή να προχωρήσει σε εκθέσεις που δεν θα την εκπροσωπούσαν».
Αυτή ήταν η Μαρία Δημητριάδη όπως την έζησα κι εγώ με την ευκαιρία πολλών συνεργασιών μας στα περιοδικά όπου εργαζόμουν – εποχές που η Γκαλερί μεσουρανούσε. Μια προσωπικότητα σύνθετη, φιλική αλλά όχι πάντα οικεία, με πάθος για την τέχνη και την ομορφιά της ζωής. Σωστή επαγγελματίας που με προθυμία εξυπηρετούσε πάραυτα το πάντα επείγον αίτημα του δημοσιογράφου. Ξέροντας τον τρόπο να τον μυεί συγχρόνως στον κόσμο των καλλιτεχνών, «της συμμορίας της Μέδουσας». Χαρισματική στον τρόπο που επικοινωνούσε τη δουλειά που γινόταν στην γκαλερί, σε έκανε να μη θέλεις να αντιπαρέλθεις καμία έκθεση έχοντας τον τρόπο της να αναδείκνυε τα ιδιαίτερα προσόντα τού κάθε καλλιτέχνη.
Μια προσωπικότητα σύνθετη, φιλική αλλά όχι πάντα οικεία, με πάθος για την τέχνη και την ομορφιά της ζωής. Σωστή επαγγελματίας που με προθυμία εξυπηρετούσε πάραυτα το πάντα επείγον αίτημα του δημοσιογράφου.
Περιηγούμενη λοιπόν την έκθεση και ξεφυλλίζοντας πολλές φορές το λεύκωμά είμαι πεπεισμένη ότι θα ήταν ευτυχισμένη από την ευόδωση του δύσκολου εγχειρήματος που ακούμπησε με εμπιστοσύνη στα χέρια των εκτελεστών της διαθήκης, κι αυτοί μοιάζει να το εξέλαβαν ως προσφορά. Η έκθεση από κοινού με το βιβλίο είναι το «τελευταίο δώρο της Μαρίας στους συνεργάτες της» όπως σοφά ανέφερε στη παρουσίαση των δημοσιογράφων η Ελισάβετ Πλέσσα. Και υιοθετώ τον λόγο της γιατί πιστεύω ότι είναι τιμή σε ένα καλλιτέχνη να ανήκει στους συμμετέχοντες αυτής της έκθεσης η οποία πραγματικά αποτελεί «ξενάγηση» στην πρωτοποριακή μεταπολεμική ελληνική τέχνη.
* Η ΤΟΝΙΑ ΜΑΚΡΑ είναι δημοσιογράφος.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν ξεναγήσεις
από την επιμελήτρια Ελισάβετ Πλέσσα, ιστορικό τέχνης,
τις παρακάτω ημέρες και ώρες:
Σάββατο 30 Απριλίου, ώρα 12:00
Σάββατο 7 Μαΐου, ώρα 12:00
Σάββατο 14 Μαΐου, ώρα 12:00
Σάββατο 21 Μαΐου, ώρα 12:00