Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας τους οδηγούν μέσα στη νύχτα προς μια νέα πόλη κι ένα νέο σπίτι, ανυπόμονοι για μια νέα αρχή. Έχουν μόλις κερδίσει τον «πόλεμο», όπως αποκαλεί ο πατέρας την πικρή διαμάχη με τη μητέρα των παιδιών για το διαζύγιο και την κηδεμονία, και είναι γεμάτοι ενθουσιασμό από την προοπτική της κοινής τους ζωής. Τα αγόρια πηγαίνουν στο σχολείο, γράφονται σε ομάδες μπάσκετ, κάνουν φίλους. Ο πατέρας δουλεύει από το σπίτι, καπνίζοντας φτηνά πούρα για να κρύψει μια άλλη μυρωδιά. Όμως σύντομα οι μικρές λεπτομέρειες, τα ανέκφραστα βλέμματα, οι θόρυβοι μες στη νύχτα, τα ολοένα και πιο ύποπτα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι, γίνονται ανησυχητικά. Τα αγόρια βλέπουν τον πατέρα τους να αλλάζει, να γίνεται αλλοπρόσαλλος και μετά επικίνδυνος.
Με φόντο τα περίχωρα του Νέου Μεξικού και ένα διαμέρισμα ερμητικά κλειστό στον έξω κόσμο, ο Magariel καταφέρνει με τη δύναμη της γραφής του να περιγράψει με συμπόνοια και ενσυναίσθηση τη συγκινητική προσπάθεια των δύο αδελφών να προστατέψουν ο ένας τον άλλον από έναν πατέρα που κάποτε εμπιστεύονταν, μα που πια δεν αναγνωρίζουν.