Κάθε πρωί, μετά τη λειτουργία, ο πατήρ Ιγνάτιος πήγαινε στο καθιστικό, έριχνε το βλέμμα του στο άδειο κλουβί και στο γνώριμο σκηνικό του δωματίου, καθόταν στην πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια και άκουγε το δωμάτιο να σωπαίνει. Ήταν κάτι παράξενο. Το κλουβί σώπαινε σιγανά και τρυφερά, και στη σιωπή αυτή ήταν αισθητά η θλίψη, τα δάκρυα και το απόμακρο, πεθαμένο γέλιο. Η σιωπή τής γυναίκας του, μαλακωμένη από τους τοίχους, ήταν πεισματική, βαριά σαν μολύβι και τρομακτική, τόσο τρομακτική που στην πιο ζεστή μέρα ο πατήρ Ιγνάτιος ένιωθε παγωνιά. Παρατεταμένη, παγωμένη σαν τάφος και αινιγματική σαν το θάνατο ήταν η σιωπή της κόρης. Λες και η σιωπή ετούτη ήταν βασανιστική για αυτή την ίδια και ζητούσε παθιασμένα να μετατραπεί σε λόγο, αλλά κάτι ισχυρό και ανεγκέφαλο, σαν μηχανή, την κρατούσε ακίνητη και την τέντωνε σαν σύρμα. [...] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Το εξαιρετικό αυτό διήγημα στηρίχτηκε στο αληθινό συμβάν της αυτοκτονίας της κόρης ενός ιερέα στην πόλη Οριόλ. Ο εν λόγω ιερέας, ο Αντρέι Καζάνσκι, είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο της οικογένειας Αντρέγεφ, τον Λεονίντ. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τον αληθινό λόγο της αυτοκτονίας. Το κορίτσι είχε μόλις αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και ζούσε σε ένα σπίτι με πολλές απαγορεύσεις από έναν πολύ αυστηρό πατέρα.
Το διήγημα του Αντρέγεφ συγκίνησε ιδιαίτερα τον Μ. Γκόρκι, ο οποίος φρόντισε να το προωθήσει και
να εισαγάγει τον σεμνό ανερχόμενο συγγραφέα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Λ.
Τολστόι του έδωσε τιμητική θέση στην πλούσια βιβλιοθήκη του. (Ε.ΜΠ., από την παρουσίαση της έκδοσης)