«Ήμουν δώδεκα χρονών όταν πρωτομίλησε στον πατέρα μου ο Θεός. Δεν μίλησε πολύ. Του είπε να γίνει ζωγράφος, μα δεν μπήκε σε περισσότερες λεπτομέρειες».
Στο Δουβλίνο, ο πατέρας του Νίκολας παρατάει τα πάντα προκειμένου ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Σ’ ένα νησί της δυτικής Ιρλανδίας, η νεαρή Ίζαμπελ φεύγει για τη μεγάλη πόλη, κουβαλώντας μια βουβή ενοχή. Πατώντας στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού, ο Νάιαλ Ουίλλιαμς γράφει για την αμφιβολία και την πίστη, για το πάθος και την παραίτηση, για τη συντριβή και το απρόσμενο θαύμα, καθώς διηγείται την ιστορία δυο ζωών που οδεύουν ανεπίγνωστα μα ακαταμάχητα προς το πεπρωμένο τους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Μερικές φορές σου δίνεται η τύχη να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα που το καταβροχθίζεις με αγωνία και που θες να κρατήσει για πάντα, γιατί η κάθε πρόταση τραγουδάει... Διαβάστε τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα, και πιστέψτε στους αγγέλους». (The Times)
«Γραφή γεμάτη φως, μυθοπλασία μαγική». (The New York Times)
«Διεκδικεί δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στα κλασικά έργα της ιρλανδικής λογοτεχνίας». (Belfast Telegraph)
«Επιδεικτικά τρυφερό. Θα κλονίσει και τους πιο κυνικούς αναγνώστες του». (Tatler)
«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έβρισκα ένα τόσο έντιμο και καλογραμμένο βιβλίο για τον έρωτα και την αλήθεια, τους άντρες και τις γυναίκες, την καρδιά και την απόγνωση. Τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα είναι μια απόλαυση... Και, Θεέ μου, δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου». (Μάριαν Φέιθφουλ)
«Ένα λυρικό και παθιασμένο μυθιστόρημα που το διαπνέει η πίστη στη θεία τάξη αντί για το χάος· η πίστη στο πεπρωμένο, μα και ο δαιμονικός αγώνας εναντίον του· και, παρά τις τόσες ενδείξεις πως η ζωή είναι κτηνώδης και αυθαίρετη, η παρουσία του υπερφυσικού και του θαύματος». (Observer)