Για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, το όνομα αυτής της γυναίκας τον απασχολούσε, κι αυτό το όνομα, ασφαλώς, θα ξυπνούσε με τη σειρά του την ανάμνηση κι άλλων προσώπων που 'χε δει γύρω της, στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν. Μέχρι τότε, η μνήμη του όσον αφορά αυτά τα πρόσωπα είχε διανύσει μια μακρά περίοδο χειμέριας νάρκης, όμως φαίνεται ότι τώρα η περίοδος αυτή είχε λήξει κι ότι τα φαντάσματα δε φοβόνταν να ξαναβγούν στο φως. Ποιος ξέρει; Μπορεί, στα χρόνια που έμελλε να 'ρθούν, αυτά τα πρόσωπα να του ξυπνούσαν ακόμα αναμνήσεις, όπως κάνουν οι σπουδαίοι τραγουδιστές. Κι αφού δε θα μπορούσε να ξαναζήσει το παρελθόν για να το διορθώσει, ο καλύτερος τρόπος να τα καταστήσει μια για πάντα ακίνδυνα και να τα κρατήσει σε απόσταση θα 'ταν να τα μεταμορφώσει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Στο Chevreuse, ο νομπελίστας Πατρίκ Μοντιανό εξερευνά τον λαβύρινθο της μνήμης.
Καλοκαιρινό απόγευμα. Ο Ζαν Μποσμάν βρίσκεται τυχαία στην κοιλάδα Σεβρέζ. Έχει την εντύπωση ότι αναγνωρίζει δρόμους, χωριά, κτίρια. Κι ένα σπίτι όπου έζησε όταν ήταν παιδί. Μέσα από αναδυόμενες αναμνήσεις και όνειρα με μάτια ανοιχτά, ρωτάει τα φαντάσματα μιας ζωής για να ανακαλύψει το μυστήριο αυτού του σπιτιού: άραγε οι τοίχοι του φυλάνε μόνο τους ίσκιους της παιδικής ηλικίας, ή μήπως κρύβουν την αλήθεια για ένα έγκλημα που τελέστηκε μια μέρα μακρινή; Σαν να απελευθερώνονται από τις αλυσίδες της λήθης, αναβλύζουν πάλι οι στίχοι ενός τραγουδιού, οι εικόνες μιας βραδιάς στο Παρίσι, πρόσωπα, ποιήματα και ονόματα συνδεδεμένα με τη νιότη του.
Με τους τρόπους ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που το στοιχειώνουν φαντάσματα, ο Μοντιανό επιχειρεί ένα ταξίδι μύησης και αναζήτησης· γράφει ένα βιβλίο για το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από μια αινιγματική και γοητευτική έρευνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)