Ο Σπύρος Παπαγιαννόπουλος δούλευε κυρίως μεγάλες συνθέσεις με σκόνες και ακρυλικά χρώματα πάνω σε σοβατισμένες επιφάνειες τοίχων. Πρόκειται για ξηρογραφίες σε ασβεστοκονίαμα και όχι για νωπογραφίες (φρέσκα) -συχνή παρανόηση ή ταύτιση των δύο τεχνικών. Επίσης του άρεσε να ζωγραφίζει πάνω σε ξύλινες επιφάνειες (ταμπέλες μαγαζιών, φορητές λατρευτικές εικόνες και κάποιους πίνακες), ιδιαίτερα όταν τα ξύλα αυτά ήταν θαλασσοδαρμένα. Σε ό,τι αφορά την τεχνική του πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πώς δεν ήταν -ούτε και θέλησε να είναι- ένας μεγάλος στιλίστας ζωγράφος. Αντίστοιχα, και οι μορφές του (οι πρωταγωνιστές του) δεν διαθέτουν ούτε και αποπνέουν κάποια έντεχνη επιδεξιότητα, κάποιο δεξιοτεχνικό στιλιζάρισμα. Μάλλον ως "καρατερίστες" θα πρέπει να χαρακτηριστούν. Άλλωστε, η τεχνική αρτιότητα και η δεξιοτεχνία δεν ήταν η προτεραιότητά του -ούτε καν ζητούμενό του. Ενώ ήταν κάτοχος μιας τεχνικά άρτιας έκφρασης και ενός ακριβούς, περιεκτικού και εκφραστικού σχεδίου [βλ. για παράδειγμα το σχέδιο με τα αρπακτικά πτηνά, σ. 135], δεν ενδιαφέρθηκε να τα μεταφέρει και να τα αναπτύξει στη μνημειακή του ζωγραφική. Αντίθετα, υιοθετεί ένα εκφραστικό λαϊκότροπο ύφος και το μπολιάζει με την προσωπική του μανιέρα για να αφηγηθεί τις ιστορίες του.
Οι φορτωμένες του συνθέσεις (δεν είναι τόσο το στοιχείο του horror vacui αυτό που αποπνέουν, όσο η αίσθηση μιας απλοϊκής, λαϊκής αφηγηματικότητας που καλλιεργείται ήδη στη μεσαιωνική θρησκευτική εικονογραφία και που κορυφώνεται στο έργο του Ιερώνυμου Μπος) έχουν έντονη την προσωπική σφραγίδα. Πράγματι, αρκεί να έρθεις άπαξ σε επαφή με τη ζωγραφική του ώστε έκτοτε να αναγνωρίζεις εύκολα την πατρότητα των έργων του. Την προσωπική του σφραγίδα, τη χαρακτηριστική του αυτή μανιέρα, την εντοπίζει κανείς στην έντονη, βυζαντινού τύπου, σχηματοποίηση με την οποία αποδίδει τη θάλασσα, τους γυμνούς χερσαίους όγκους, μα πάνω απ' όλα τα σύννεφα. Παράλληλα, χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο πλαισιώνει (καδράρει θα λέγαμε) τις συνθέσεις του. [...]