Ο αετός κάθησε πάνω στον βράχο και μίλησε με την σειρά του, λέγοντας τα εξής: «Είτε το χέρι Του κόψει την γη από το Δένδρο είτε αυτή πέσει από μόνη της, εγώ θα χορτάσω. Είμαι ο αετός, το πνεύμα του Ουρανού». Τότε οι άνθρωποι ζήλεψαν το πουλί και το κυνήγησαν για να το κάνουν δάσκαλό τους, αλλά και για να το σκοτώσουν, μα αυτό δεν άντεξε να κρατά την στενοχώρια του και βρήκε τον ποιητή για να του μιλήσει. Σ' εκείνον είπε: «Μην αποδοκιμάζεις κι εσύ τον άσχημο καιρό, το σανίδι της σκηνής, αν παραμένει λυγισμένο, όταν το φως κρύβεται επειδή πέφτει το σκοτάδι βαρύ σαν πέτρα. Το βάρος αυτό είναι η Χαρά, που θα σου επιτρέψει μιαν ημέρα να εκπνεύσεις την Αγάπη, καταλαβαίνοντας μεμιάς πώς μόνον ο φόνος ξεμακραίνει από τον αριθμό Ένα. Μέσα μου κρύβω τα 99 ονόματά της. Διάβασέ τα φωναχτά, με τον δικό σου τρόπο».
Ο αετός έπεσε στα πόδια του, κι έτσι σκυμμένος έγινε σιγή στο χώμα, αφού πρώτα δώρισε στον ποιητή την καρδιά του!... Τότε διάβασα τα 99 ονόματα με τον δικό μου τρόπο. Όσην ώρα ο νους τα προσέλκυε με μυστήριο και τα μάτια συνδυάζοντας τις λέξεις θεράπευαν την πράξη, η φωνή τα μετουσίωνε σε διαδοχικά ζεύγη σωμάτων, όχι όμως κατ' ανάγκην και πάντοτε.
Στην αρχή αντηχώντας διστακτικά και βαριά, μετά και το τέταρτο σώμα με την γρηγοράδα της πτώσης των εποχών, χαλαρώνοντας τον ρυθμό παρά μόνο προς το τέλος, η φωνή μου... Η χαρά μου.