Τα πρώτα ήταν τα νερά που ένιωσα και αφουγκράστηκα να ρέουνε, χοροστατώντας ρυθμικά, χοροπηδώντας άνετα από ουράνιες εισροές στα λούκια της σελήνης. Σπινθηρίσματα, δάκρυα βροχής, πασχαλινές δροσοσταλιές, σταγόνες αίματος, γεμίζανε τους αργιλώδεις αμφορείς, σα λέλεκες με τον ψηλό λαιμό, τις άδειες θαλερές υδρίες, χαραγμένες, με ασπρόμαυρες μορφές κεραμικής κι αστραφτερές γυμνές θεότητες, από λιγνές γραμμές πυρογραφίας, να χορεύουνε σαν μπαλαρίνες στα σκιρτήματα της ιερής, ουράνιας σταλαματιάς, κάτω από τη στέγη του αρχοντικού μας, αραδιασμένες, γύρω από τα θεμέλια, περιμένοντας, ρυάκια, σαλαμάντρες και κατακλυσμούς εξ ουρανού, για να χαλάσει ο κόσμος, οργισμένους κεραυνούς, ραμφίζοντας, αθρόες περιστέρες στα αβρά βαρέλια της λαγνείας και στη σκάφη της κραιπάλης. Κι αύρες δροσερές, ανασαιμιές, παράσημα, μετάλλια αναμελιάς, νυχτόβιους κρωγμούς, μπομπάρδες, κελαρύσματα, κλαγγές, αφρούς, πυγολαμπίδες οριοθέτησης στο χάος, καταρράκτες ίλιγγου, σπονδές της αφρισμένης μνήμης, αρπαγμένα μέσα από τα ερείπια, στο φρύδι της αβύσσου. Να μεταγλωττίσουνε το επερχόμενο ποτάμι που ξεχείλιζε και φούσκωνε την κοίτη του στα όρια της οπτασίας.