Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Έφθασα αργά προχωρώντας επίμονα, συλλαμβάνοντας. Τους έβλεπα να τρέχουν στις πεδιάδες ασυγκράτητοι. Σε πολλά σημεία του δρόμου είχαν χτίσει, λέξη λέξη, τα εικονοστάσια, τα πυργάκια τους. Δεν ήμουν πια μαθητής τους. Άλλος ο δρόμος μου. Στάθηκα κοντά στην κορυφή, είχε έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού. Σηκώσανε το χέρι και φύγανε μες στη χρυσή τους αίγλη. Μόνος μου πια, έπρεπε να διαλέξω αν θα πατήσω τα αργυρά τους χνάρια, τις λόγιες εντολές τους ή θα καθίσω εκεί σ' αυτόν το βράχο, ν' ακούσω μέσα μου τα ρημαγμένα μου όνειρα, τις ταπεινές μου τέρψεις, τα ολόσωμα εικονίσματά μου. Μάταιος κόπος να συγκριθώ με τους δασκάλους. Είναι ο άνθρωπος πλασμένος από ύλη και είναι μέσα του αφανισμένη η φωνή, όταν βγαίνει είναι σαν ηχώ εδώ πάνω. Έρχεται πίσω και βουίζουνε τα αυτιά. Και είναι μέσα της θρυμματισμένοι εκείνοι και το Σύμπαν.