Μάταια
Απ' τον άπιαστο κόσμο
κάτι έχει κοινωνήσει
ο νους πο 'χει ζητήσει
τον άγνωστο Θεό·
κάτι που ωραίο εχύθη
στα στήθη για ν' ανάψει
με του ήλιου τη λάμψη
κάθε όνειρό μου αχνό.
Κι άπλωσε χωρίς άκρη,
του τραγουδιού η Πυθία
στης γης την αμαρτία
νιοξύπνητα φτερά,
μα δω δε θε ν' ακούσεις
ό,τι η ψυχή σου λέει
στον κόσμο αυτ' όπου κλαίει
ακόμα κι η χαρά.