Δουλεύω
ως αργά τελευταία.
Οι αστέρες γυρίζουν και κάτι
μυστικό φωτίζουν στο εργαστήρι.
Στην εκτέλεσή σου
το πινέλο ξέμενε απανωτά
και να πώς πέφτει το βυσσινί
βελούδο και στις σκούρες πτυχώσεις
παρμενίδειες απειρόγαμες πτυχές.
Σταματώ
λιγάκι παραπάνω
να μείνω μαζί σου, το
μέσα φως να γίνει έξω.
Η θάλασσα φουσκώνει, σε θύελλα
κι εσύ, δεν μου πεθαίνεις εν ειρήνη. Ακόμη λίγο
μου αντέχεις; Φασκιώνω -το γελάς- την ανάληψή σου.
Στη νεκρική
κλίνη γίνεσαι λίμνη,
σου απλώνω αμβρόσιο πέπλο.
[...]
[Από την έκδοση]