Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ένας Γερμανός ποιητής φιλοξενήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Λβιβ και παραδέχτηκε μετά από την ομιλία του: "Τώρα έχω ένα όνειρο, αλλά ποτέ δεν θα γίνει πραγματικότητα. Θα ήθελα να είμαι Ουκρανός ποιητής. Επειδή το κοινό σού ανταποδίδει τόσο μεγάλη συγκίνηση. Και είναι τόσο μεγάλο".
Νομίζω ότι οι περισσότεροι Ουκρανοί ποιητές ζηλεύουν τον εαυτό τους, καθώς βγαίνουν για πρώτη φορά στο κοινό που διψάει για ποίηση και είναι πραγματικά έτοιμο να ακούσει, να συνειδητοποιήσει, να θυμηθεί και να αποστηθίσει, να πάρει μια σέλφι με τους ποιητές και τις ποιήτριες, να κάνει γκράφιτι τα αγαπημένα του ποιήματα στους τοίχους της πόλης. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Υποθέτω επίσης ότι οι περισσότεροι ποιητές θα προτιμούσαν να τους δίνεται λιγότερη προσοχή. Όχι λόγω κόπωσης ή πλήξης. Απλά επειδή με την πάροδο του χρόνου θα συνειδητοποιήσουν το κόστος που πρέπει να πληρώσεις γι' αυτό. Λόγω της κρίσης που διέρχεται η πολιτική και οικονομική ελίτ της Ουκρανίας, δεν είναι σε θέση να διατυπώσει υψηλά μηνύματα, να ξεπεράσει την αδιαφάνεια της κυβέρνησης, την έντονη έλλειψη σταθερότητας και ασφάλειας, και αυτό έχει σαν συνέπεια την έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η φωνή του ποιητή γίνεται εξαιρετικά σημαντική. Του απευθύνεται ένα ιδιαίτερο κοινωνικό αίτημα: Πρέπει να γεμίσει το κενό της πνευματικής και ηθικής εξουσίας. [...] Από τον πρόλογο του Όσταπ Σλιβίνσκι.